» Joshua Cohen (µτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις Gutenberg)
Κάποιους µήνες πριν, είχα διαβάσει τις Μεταφορές του Βασιλιά του Τζόσουα Κόεν, σε µια περίοδο που επιθυµούσα σύγχρονη αµερικανική λογοτεχνία, φρέσκια και ενδεικτική του εκεί κλίµατος. Το βιβλίο, παρά το βιαστικό και κάπως αµήχανο κλείσιµό του, ικανοποίησε την επιθυµία εκείνη, διαθέτοντας µια σκηνή που θέτει σοβαρή υποψηφιότητα για την πλέον κωµική που έχω αντικρίσει, σκηνή που ακόµα και σήµερα η ανάµνησή της µε κάνει να γελάω. ∆εν βρήκε όµως το κοινό του, όχι στον βαθµό που του άξιζε. Στο δεύτερο εξάµηνο της περασµένης χρονιάς κυκλοφόρησε το τελευταίο µυθιστόρηµα του Κόεν, Οι Νετανιάχου, και φτιάχνοντας τη λίστα µε τα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το ‘23 το συµπεριέλαβα.
Η συγκυρία παίζει καθηµερινά τον ρόλο της, σε βαθµό τέτοιο που να θέτει εν αµφιβόλω την ορθολογική στάση απέναντι στα πράγµατα. Η ιστορία του βιβλίου αυτού είναι ενδεικτική: Ο Κόεν έλαβε γύρω στις είκοσι απορριπτικές απαντήσεις στην αναζήτηση εκδοτικού οίκου. Όταν τελικά Οι Νετανιάχου κυκλοφόρησαν δεν σηµείωσαν κάποια αξιοσηµείωτη επιτυχία περνώντας κάτω από τα αναγνωστικά ραντάρ, ώσπου η βράβευσή τους µε το Πούλιτζερ έστρεψε πάνω τους το αναγνωστικό και κριτικό ενδιαφέρον εκτοξεύοντας τις πωλήσεις και τις αναφορές σε αυτό. Η ελληνική έκδοση είχε µια αντίστοιχη συγκυρία, έστω και άσχηµη, αυτή του πολέµου στη Γάζα, που ξεκίνησε σχεδόν ταυτόχρονα µε την κυκλοφορία του βιβλίου. Έτσι, παρότι το προηγούµενο βιβλίο του Κόεν πέρασε µάλλον απαρατήρητο, Οι Νετανιάχου για καιρό υπήρξαν ένα από τα πλέον ευπώλητα βιβλία µεταφρασµένης λογοτεχνίας.
Παρότι είχα προσδοκίες και επιθυµίες σχετικά µε το βιβλίο αυτό, είχα και επιφυλάξεις, που είχαν να κάνουν µε την ιστορία πίσω από τη συγγραφή, πληροφορίες που δεν επιθυµούσα να µάθω και όµως άκουσα. Ο Κόεν ανέπτυξε µε τον υπερήλικα Χάρολντ Μπλουµ µια σχέση φιλική ή µαθησιακή αν προτιµάτε, ανάµεσα στις λογοτεχνικές συζητήσεις τους, που αναπόφευκτα είχαν και το σκέλος του κουτσοµπολιού, ο επιφανής κριτικός µοιράστηκε µαζί του και την ιστορία σχετικά µε την γνωριµία του µε τον πατέρα του σηµερινού πρωθυπουργού του Ισραήλ, όταν εκείνος παρουσιάστηκε στο πανεπιστήµιο που ο Μπλουµ δίδαξε διεκδικώντας τη θέση του καθηγητή. Μια ιστορία µε έντονο τον χαρακτήρα του ευτράπελου. Παρά τη θετική προδιάθεση της πρότερης επαφής µε το έργο του Κόεν, δυσκολευόµουν να σκεφτώ πώς θα µπορούσε να είναι ένα βιβλίο σάτιρας, που σε καµία περίπτωση δεν είναι το αγαπηµένο µου είδος πρόζας και λογοτεχνίας εν γένει.
Οι πρώτες γραµµές του βιβλίου αυτού είναι, από τις πλέον ευφυείς. Εκεί, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, Ρούµπεν Μπλουµ, άλτερ έγκο του Χάρολντ Μπλουµ, εξηγεί πώς οι ιστορικοί, όπως ο ίδιος, έχουν την τύχη πεθαίνοντας να γίνουν ιστορία, αντίθετα µε άλλες περισπούδαστες επιστηµονικές εκδοχές που δεν λαµβάνουν το αντίδωρο αυτό, οι γιατροί δεν γίνονται πεθαίνοντας ιατρική, οι δικηγόροι δίκαιο κ.ο.κ. Μου πήρε αρκετές σελίδες για να καταλάβω πως ο Ρούµπεν Μπλουµ αποτελούσε τη µυθοπλαστική εκδοχή του πλέον ίσως διάσηµου κριτικού λογοτεχνίας, εξαιτίας της σκιάς της αληθινής ιστορίας που έπεφτε εξαρχής στο µυθιστόρηµα αυτό. Ο Κόεν, καταρρίπτοντας τους φόβους και τις επιφυλάξεις µου, διαχειρίζεται έξυπνα το επίµαχο επεισόδιο, επιτρέποντας στο µυθιστόρηµά του να το ενσωµατώσει και να µη συµβεί το αντίθετο, να αποτελέσει δηλαδή ένα αδιάφορο περιτύλιγµα µιας αστείας ιστορίας.
Έτσι έχουµε ένα ωραίο και απολαυστικό εβραϊκό campus novel µε µυθοπλαστικούς χαρακτήρες καλοσχηµατισµένους, µε ιδιότητες και γωνίες, ανθρώπινους και άρα ατελείς και αντιηρωικούς, που προετοιµάζουν το έδαφος για την άφιξη των Νετανιάχου στη σκηνή. Τελειώνοντας την απολαυστική και φρενήρη ανάγνωση αναρωτήθηκα το εξής παράδοξο: θα µπορούσε το µυθιστόρηµα Οι Νετανιάχου να λειτουργήσει χωρίς τους Νετανιάχου; Και η απάντηση είναι σαφέστατα και ανεπιφύλακτα ναι. Αυτό είναι για µένα το πιο λαµπερό παράσηµο στο συγγραφικό πέτο. Ο Κόεν χρησιµοποίησε ένα επεισόδιο, αστείο ή ενδιαφέρον, µε κοντά ωστόσο πόδια, παρά την πραγµατολογικό και επίκαιρο χαρακτήρα του, για να συνθέσει ένα ωραίο µυθιστόρηµα, µε διάφορα επίπεδα, δικαιωµατικά τοποθετηµένο στην ισχυρή παράδοση της αµερικανοεβραϊκής λογοτεχνίας, αυτού του σηµαντικού παραπόταµου της αµερικανικής αλλά και της παγκόσµιας γραµµατείας.
Το κατατοπιστικό επίµετρο του συγγραφέα, τοποθετηµένο προφανώς στο τέλος του µυθιστορήµατος, καταφέρνει να ισορροπήσει ανάµεσα στην αποµάγευση και την επεξήγηση, να φωτίσει κάποιες καθοριστικές πτυχές της συγγραφής, επιτελώντας τον µεταµυθοπλαστικό ρόλο του. Σε αυτό, ο Κόεν αφηγείται τη σχέση του µε τον Μπλουµ, προσφέρει διάφορα ντεσού, αλλά και την ιστορία του βιβλίου, πώς από µια απλή αφήγηση ενός περιστατικού έγινε µυθιστόρηµα, τις περιπέτειες που πέρασε και την αντίδραση της οικογένειας Νετανιάχου.
Ο Κόεν δεν υποκύπτει στην αυτοϊκανοποίηση της σάτιρας, χωρίς να την παραµελεί, χρησιµοποιώντας την µε τρόπο τέτοιο που αναδεικνύει τα σκοτεινά κοµµάτια του ακαδηµαϊκού χώρου, τις διακλαδώσεις του µε την πολιτική και την ελίτ, το πώς η ψευδοεπιστήµη βρίσκει τον χώρο να αναπτυχθεί και να χρησιµοποιηθεί ως θεωρία όταν οι ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες γίνουν πρόσφορες, το πώς η οικογενειοκρατία λειτουργεί και επιβάλλεται και, παρότι η ιστορία µοιάζει και είναι αρκετά συγκεκριµένη, επικεντρωµένη στο κράτος του Ισραήλ και την οικογένεια Νετανιάχου, διατηρεί τον χαρακτήρα του οικουµενικού καθώς ο αναγνώστης, ανάλογα µε τον τόπο στον οποίο γεννήθηκε, σίγουρα θα κάνει συνειρµούς µε δικά του γνώριµα πρόσωπα και καταστάσεις. Όµως, όπως ήδη είπα, το σηµαντικό στο µυθιστόρηµα αυτό είναι πως µπορεί να λειτουργήσει αυτόνοµα από το κεντρικό επεισόδιο πέριξ του οποίου κινείται και δεν υποκύπτει σε ένα σεφερλικό χιούµορ.
Σε σχέση µε το αµήχανο και ίσως βιαστικό τέλος στις Μεταφορές του Βασιλιά, η ολοκλήρωση εδώ αποτελεί την κορύφωση η οποία περίτεχνα και υποµονετικά οικοδοµήθηκε στις σελίδες που προηγήθηκαν. Ο Κόεν διαθέτει µια απαράµιλλη αφηγηµατική ικανότητα και ο αναγνώστης µε προθυµία υποτάσσεται σε αυτή. Οι Νετανιάχου είναι ένα ωραίο µυθιστόρηµα.