Mετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1989 σχηματίστηκε -κατόπιν συμφωνίας των πολιτικών αρχηγών- κυβέρνηση υπό οικονομολόγο Ξ. Ζολώτα. Η κυβέρνηση ήταν οικουμενική, συμμετείχαν δηλαδή όλα τα πολιτικά κόμματα του κοινοβουλίου (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ) με εξαίρεση κάποια μικρά ήσσονος πολιτικής ισχύος.
Το 1989 αποτέλεσε έτος – τομή και σταθμό για το διεθνές και ελληνικό σκηνικό. Τα καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης καταρρέουν διαδοχικά, ενώ η Ελλάδα ταλανίζεται από το σκάνδαλο Κοσκωτά με την χιλιογραμμένη κατάληξη του στο Ειδικό Δικαστήριο.
Στον τομέα της οικονομίας το 1989 αποδείχθηκε ιδιαίτερα κρίσιμο. Η παροχή οικονομικής στήριξης και η ανάγκη πολιτικής σταθερότητας, που δεν υπήρχε λόγω έλλειψης κυβερνητικής πλειοψηφίας, παρά τις συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις, αναγκάζουν τα κόμματα να συνεννοηθούν για να σχηματιστεί κυβέρνηση.
Για πολλούς οπαδούς και κομματικά στελέχη φάνταζε αδιανόητη μια τέτοια εξέλιξη. Το προηγούμενο διάστημα τα κόμματα της Ν.Δ και του ΣΥΝ είχαν ψηφίσει υπέρ της παραπομπής του Α. Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο. Το ΠΑΣΟΚ, από την εκλογή του Κ. Μητσοτάκη στην αρχηγία της Ν.Δ το 1984, είχε οξεία και επιθετική ρητορική με προσωπικές αναφορές. Η Αριστερά κλονιζόταν από τις διεθνείς εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη και προσπαθούσε να επαναπροσδιορίσει την ιδεολογία της.
Κάτω, όμως, από την πίεση των εσωτερικών και εξωτερικών γεγονότων, οι πολιτικές δυνάμεις αποφάσισαν να “συνάψουν ανακωχή” και να συνεργαστούν προς όφελος της χώρας. Θα συμπεράνουμε, ότι αυτή η ανάπαυλα εξυπηρετούσε τους κομματικούς μηχανισμούς, ώστε να επανατοποθετηθούν στον πολιτικό στίβο. Η οικουμενική κυβέρνηση θέτει τους πολιτικούς σχηματισμούς ενώπιον των ευθυνών τους. Αποδεικνύουν τις τυχόν ικανότητες που διαθέτουν και κατά πόσον οι ιδεολογικές αξίες τους είναι επαρκείς για την επίλυση των κρατικών προβλημάτων. Τα κόμματα αναγκάζονται να μετριάσουν ή και να αποσύρουν την αντιπολιτευτική ρητορική. Έτσι διακυβεύεται και η ύπαρξη τους στις επόμενες εκλογές.
Η κυβέρνηση Ζολώτα δεν είχε αντιπολίτευση. Επικεφαλής ήταν ένας τεχνοκράτης, που κλήθηκε να εφαρμόσει τον επιστημονικό επαγγελματισμό, που διέθετε, ώστε να επιβιώσει η χώρα. Ο βίος της ήταν βραχύς. Απρίλιο 1990 διεξάγονται νέες εκλογές και η Ν.Δ, που ήταν πρώτο κόμμα όλον αυτόν τον καιρό, κερδίζει την επιθυμητή πλειοψηφία στη βουλή.
Σήμερα, η υγειονομική κρίση του covid-19 – που μεταλλάσσεται σε οικονομική άρα και πολιτική- έχει ήδη επιρρεάσει πολλές χώρες ποικιλοτρόπως. Η Ιταλία είναι μία εξ αυτών με βαρύ τίμημα. Το πολιτικό σύστημα της χώρας ωθήθηκε στη λύση της οικουμενικής κυβέρνησης υπό τον τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι. Ο νέος πρωθυπουργός καλείται να διαχειριστεί πολλαπλές κρίσεις. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι, σε έκτακτες συνθήκες, κόμματα, με άσπονδες αντιπαλότητες, διαφορετικές ιδεολογίες και πολιτικές, τείνουν τα χέρια για συμφωνία προς επίτευξη ενός κοινού στόχου, που είναι η αποφυγή του κοινωνικού χάους, η εκτροπή του πολιτεύματος και η απώλεια της εθνικής ασφάλειας. Πολιτικοί παραχωρούν προσωρινά τη θέση τους σε οικονομολόγους και λοιμωξιολόγους, αποκαλύπτοντας, έτσι, πόσο απαραίτητη κρίνεται η παρουσία τους στις ιδιαίτερες καταστάσεις. Μονοκομματικές κυβερνήσεις κρίνουν ότι δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος της κατάστασης και ζητούν αρωγή. Οι κομματικές ομάδες της αντιπολίτευσης καθορίζουν την τακτική τους έχοντας υπόψιν το πολιτικό κλίμα και τις περιστάσεις ώστε να αποφασίσουν για τις ενέργειες τους. Μην πέσουμε,λοιπόν, από τα σύννεφα ή μην παραξενευτούμε αν η πανδημία “σπρώξει” και άλλα κόμματα προς αυτήν την κατεύθυνση και σε άλλες χώρες. Στην Ελλάδα έχει συμβεί ουκ ολίγες φορές ,όχι πάντα -βέβαια- με τη μορφή της οικουμενικής.Τα αποτελέσματα ήταν αμφιλεγόμενα εξαιτίας του μικρού τους βίου, προβληματίζοντας μας έτσι για την αποτελεσματικότητα τους. Δεν πρέπει, βέβαια, να παραβλέψουμε τις ιδιομορφίες και τις πολιτικές παραδόσεις κάθε κράτους σε σχέση με την κυβερνησιμότητα.Θα αναμένουμε τα γεγονότα με ενδιαφέρον.