Ο Σαμιώτης πατέρας μου αγαπούσε πολύ τις κούνιες! Στο σπίτι μας, σε βεράντες, στις αυλές, στο περιβόλι, παντού όπου μπορούσαν να στερεωθούν σκοινιά ή αλυσίδες κρεμόταν και μια απ’ αυτές! Δημοφιλείς ήταν οι κούνιες μας στους επισκέπτες που τις τιμούσαν ακόμα και μεγάλοι άνθρωποι. Εξάλλου, ποιος δεν έχει ανάγκη τα διαδοχικά πετάγματά τους στα ύψη που σε ξαλαφρώνουν από βάρη κι έγνοιες;
Mε πόνο ψυχής αποκαθήλωσα πέρυσι την τελευταία στο πίσω μπαλκόνι του σπιτιού μου. Με δυσκολία αποχωρίστηκα το σάπιο σανιδάκι και τις σκουριασμένες της αλυσίδες. Πολλές φορές βέβαια, στα χρόνια που μεσολάβησαν, είχα αναρωτηθεί προς τι αυτή η τόσο μεγάλη αγάπη του πατέρα στις κούνιες, που με τον καιρό είχε γίνει και δική μου; Πάντα έδινα την ίδια απάντηση: Το δίχως άλλο νοσταλγούσε τις κούνιες που στηνόταν κάθε άνοιξη έξω από το επιβλητικό κτήριο των δημόσιων πλυσταριών του χωριού του, στη λεγόμενη «Μεγάλη Βρύση»! Σίγουρα ένοιωθε την ανάγκη να γυρίσει τον χρόνο πίσω, να ξαναζήσει και να μοιραστεί τις αξέχαστες εκείνες στιγμές των νιάτων του…
Όμως πως ξεκίνησε η όμορφη αυτή, ομαδική ψυχαγωγία στα χωριά του νησιού, που ολοκλήρωνε τη γιορτινή ατμόσφαιρα των ημερών;
Αναζητώντας πληροφορίες στα «Λαογραφικά της Σάμου» του Νικολάου Δημητρίου, βρίσκω μια ενδιαφέρουσα αναφορά στη σελίδα 474. Μας λέει ο γνωστός λαογράφος του νησιού -δάσκαλος το επάγγελμα- πως ήταν έθιμο Πασχαλινό που άρχιζε από την Λαμπρή και τέλειωνε την εορτή της Ανάληψης. Μας εξηγεί πως οι κούνιες στηνόταν σε χώρους κατάλληλους, στα χωριά μέσα, σε δένδρα ψηλά και μεγάλα, συνήθως μουριές ή πλατάνια.
Έπαιρναν μια καναβιά -το γερό σκοινί που είχαν στο σαμάρι του ζώου για να δένουν επάνω τα φορτία- ενώνοντας τις δυο άκρες το έκαναν διπλό, πετούσαν τη μια άκρη πάνω απ’ το κλωνάρι κι όταν έφθανε κάτω στερέωναν ανάμεσα στις δυο διπλές άκρες του ένα σανίδι ενάμιση μέτρο περίπου. Στο κέντρο του συνήθως καθόταν δυο κορίτσια, και άλλα δυο -ή κι αγόρια- όρθια στις άκρες, με τις κατάλληλες κινήσεις χεριών και γονάτων έδιναν ώθηση στη κούνια. Το συγκεκριμένο είδος λεγόταν «σανδόκλα» και χρειαζόταν ιδιαίτερη επιδεξιότητα κι απόλυτος συγχρονισμός εκείνων που έδιναν τη κίνηση, για να κρατηθεί η ισορροπία και να μην σταματά η κούνια. Στη συνέχεια ο συγγραφέας θα μιλήσει και για την απλή κούνια -την πιο ασφαλή που γνωρίζουμε όλοι- κάποια στιγμή μάλιστα θα μας πει: «…Καθώς κουνιούνται τραγουδάνε, με ένα μακρόσυρτο σκοπό ιδιαίτερο, διάφορα δίστιχα ερωτικά ή παινέματα αυτών που κουνιούνται. Μια από αυτές (τις κοπέλες) που είναι στην κούνια λέει τον πρώτο στίχο και τον επαναλαμβάνουν όλες οι άλλες μαζί…»
Η ενδιαφέρουσα αυτή πληροφορία με οδήγησε και σ’ άλλα Σαμιακά έντυπα, όπου ανακάλυψα ότι πρόκειται για έθιμο που μας έρχεται απ’ τα βάθη των…αιώνων!
Κάποτε στα χρόνια τα παλιά, λέει ο μύθος, ο Διόνυσος δίδαξε την αμπελουργία στον Ίκαρο. Καλά πήγε η πρώτη σοδιά, μα οι χωρικοί που μετέφεραν τους ασκούς ήπιαν πολύ κρασί, ζαλίστηκαν, νόμιζαν πως πήγε να τους δηλητηριάσει και τον σκότωσαν! Η κόρη του Ηριγόνη ή «Αλήτιςς» -δηλαδή περιπλανώμενη- περιπλανήθηκε μέρες για να τον βρει και χάθηκε κι αυτή! Ο άδικος θάνατος πατέρα και κόρης προκάλεσε τη «μήνη» του θεού που έριξε στη γη λοιμούς και καταποντισμούς κι έφερε στα όρια της απελπισίας τον κοσμάκη. Τότε μπήκε στη μέση το Μαντείο και για να σώσει την κατάσταση έδωσε καλό χρησμό: Πρότεινε για να ηρεμήσουν οι άνθρωποι να διοργανώσουν γιορτές…«εξιλασμού», όπου θα κουνιούνται πάνω σε αιώρες και θα τραγουδούν το άσμα «Αλήτιςς»…
Το έθιμο λοιπόν, ξεκίνησε στην αρχαιότητα, έφθασε και μέχρι τις μέρες μας στη Βόρειο Ελλάδα και στα νησιά, όπου ο κόσμος κουνιέται, τραγουδάει και διασκεδάζει με τη ψυχή του!
Εκεί στη Σάμο μας, τη βασανισμένη τα τελευταία χρόνια από σεισμούς και κακοτυχίες δυστυχώς δεν θα στήσουν φέτος στις πλατείες τις Πασχαλινές τις κούνιες! Όμως θα φάνε με την οικογένεια γεμιστή ωμοπλάτη αρνιού, θα πιούν κι ένα ποτηράκι μοσχάτο κρασί, μπορεί και να κουνηθούν στη κούνια της αυλής, να τραγουδήσουνε με κέφι και να ξεχαστούν!
Ελπίζοντας, του χρόνου με το καλό, να βρεθούν όλοι μαζί στ’ αγαπημένα μέρη και ν’ αναβιώσουν το πανάρχαιο το έθιμο!
Καλό Πάσχα σε όλους και πολλές ευχές στη πατρική γη με τα γλυκόπιοτα κρασιά της, τους άξιους ακρίτες της και την ομορφιά της!