Τους πρωταγωνιστές των ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη μπορεί κανείς να τους συναντήσει στην παραγκωνισμένη ιστορία, αυτήν που γράφεται με “ι” μικρό όπως μας λέει ο ίδιος. Είναι απλοί άνθρωποι, που ενίοτε κρύβουν μεγάλο πόνο, αλλά έχουν μεγάλη λαχτάρα για ζωή και λένε μεγάλες αλήθειες που δεν τις έχουν σπουδάσει, αλλά σίγουρα τις έχουν ζήσει.
Ο Σταύρος Ψυλλάκης, ένας ιδιαίτερος ανθρωπογράφος, περπατώντας πλάι σε αυτούς τους ανθρώπους που ως το τέλος έμειναν όρθιοι, φωτίζει τις εκφράσεις τους, ανοίγει τα αυτιά του στις ιστορίες τους και τους αφήνει να τις αφηγηθούν. Με αφορμή την απονομή του “Χρυσού Αλέξανδρου” στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης αλλά και το αφιέρωμα στον ντοκιμαντερίστα με τη διεισδυτική ματιά, οι “διαδρομές” μιλούν με τον Σταύρο Ψυλλάκη για τους πραγματικούς ήρωες, τη σχέση εμπιστοσύνης με εκείνους στα έργα του και τη σημασία του τόπου.
Πώς θα ορίζατε τα ντοκιμαντέρ; Είναι ένα κινηματογραφικό ψυχογράφημα χαρακτήρων; Είναι η ωμή συχνά απεικόνιση της πραγματικότητας;
Το ντοκιμαντέρ για μένα είναι μυθοπλασία. Ξεκινάω από την πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν γεγονότα αλλά ερμηνείες αυτών. Αρκεί να πας σε ένα περίπτερο να δεις τις εφημερίδες της ημέρας, να τις δεις και να μου πεις ποιο είναι το γεγονός. Όλα είναι ερμηνείες. Υπάρχουν βέβαια πράγματα που αν τα προσεγγίσεις με πιο ανοιχτά μάτια, μπορεί να φανερωθούν μπροστά σου τα ξεχασμένα και παραγκωνισμένα της ανθρώπινης ιστορίας. Κι αυτή είναι η μόνη αλήθεια που μπορεί να δείξει το ντοκιμαντέρ. Σαν χαρακτήρας δεν έχω την ευκολία να πω «εγώ ξέρω» και μέσα μου έχω αποφασίσει χρόνια τώρα ότι ο κόσμος μου δεν είναι αυτός της τηλεόρασης, των ανθρώπων που τα ξέρουν όλα. Εγώ ζω αλλού. Είμαι μέσα στον κόσμο, αλλά δεν ασχολήθηκα ποτέ στις ταινίες μου με διάσημα πρόσωπα. Οι ήρωές μου βρίσκονται στην ιστορία με “ι” μικρό, εκεί θα τους συναντήσεις.
Πράγματι, τοποθετείτε στο κέντρο των ταινιών σας πρόσωπα που δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό, όμως έχουν – και βαθμιαία τα φανερώνουν – χαρακτηριστικά ενός πιο ανθρώπινου ήρωα που θα πρωταγωνιστήσει. Οι προσωπικές αφηγήσεις “άσημων” ανθρώπων μπορούν τελικά να σκιαγραφήσουν ένα πορτρέτο της σύγχρονης Ελλάδας;
Καταρχάς τι εννοούμε όταν λέμε σύγχρονη Ελλάδα; Δεν νομίζω ότι το ορίζουμε όλοι το ίδιο. Οι “άσημοι” με τους οποίους καταπιάνομαι δεν θα γίνουν ποτέ γνωστοί, δεν θα γίνουν ποτέ πρωταγωνιστές. Καταφεύγω στον μικρόκοσμό μου, δεν ζω με τους τηλεοπτικούς ήρωες όπως είπαμε. Αν το έχει κάποιος πραγματικά ανάγκη, σαν άνθρωπος, να γνωρίσει αυτούς τους ήρωες, θα τους βρει. Συχνά, να φανταστείς πηγαίνω σε καφετέριες με τις σημειώσεις ή τον υπολογιστή μου και δουλεύω εκεί. Θέλω να έχω ανθρώπους γύρω μου, να αισθάνομαι μια “ανθρωπίλα” και συγκεντρώνομαι μια χαρά. Ακούγοντας τις συζητήσεις εκεί μέσα, ιδιαίτερα των συνταξιούχων, αναρωτιέμαι συχνά «έτσι περνάνε τη ζωή τους;», αναπαράγοντας ό,τι ακούνε στην τηλεόραση κ.λπ.
Έχετε καταπιαστεί με ευαίσθητα συχνά κοινωνικά θέματα, της ανθρωπιάς όπως λέω εγώ, όπως οι Ρομά, ο καρκίνος, οι κυνηγημένοι επαναστάτες. Η προσέγγιση τέτοιων θεμάτων κι ιστοριών σας αγγίζει παραπάνω;
Δεν ξεκινάω για να προσφέρω κοινωνικό έργο ή να αποκαταστήσω μια κοινωνική ομάδα· αυτό ίσως γίνεται εκ των υστέρων, βλέποντας τις ταινίες. Μιλάμε για τον καρκίνο ας πούμε που καλπάζει. Στην ταινία “ΜΕΤΑΞΑ, ακούγοντας τον χρόνο” κάνω μια άλλη προσέγγιση: Όταν πούνε σε έναν άνθρωπο ότι έχει καρκίνο, το γεγονός του θανάτου αποκτά συγκεκριμένη υπόσταση κι αρχίζει να εμφανίζεται μπροστά σου. Αυτό σε βάζει να σκεφτείς τι διάολο αξίζει και τι όχι σε αυτή τη ζωή. Είναι αφορμή για έναν στοχασμό πάνω στην ίδια την ύπαρξη. Ενώ ξεκινάει το ντοκιμαντέρ με τον θάνατο προ των πυλών, τελικά γίνεται ένα λουτρό ζωής.
Η ταινία “Για χωρίς λόγους” είναι για τον Γιώργο Μανιάτη και κάποια στιγμή ακούγεται μια σημαντική κουβέντα μέσα: «Αλλάζει τη ζωή, όποιος αλλάζει ζωή». Εκεί λοιπόν είναι το νόημα της πολιτικής στάσης στη ζωή κι αυτό δεν είναι μικρό πράγμα για μένα. Στην ταινία ο «ήρωας» μας μιλάει για τη δεύτερη γέννηση γιατί στην πρώτη εμείς δεν επιλέγουμε τίποτα. Μας λέει πως τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του ο άνθρωπος οφείλει να βρεθεί στις συνθήκες που θα γεννήσει ο ίδιος τον εαυτό του. Δεν έχω αυταπάτες ότι έχουμε όλες τις δυνατότητες της επιλογής, αλλά προσπαθήσουμε, ας κάνουμε ό,τι μπορούμε.
Πώς χτίζετε τις σχέσεις σας με τους ανθρώπους που θα χρειαστεί να ακούσετε για να ξεκινήσει κάθε φορά ένα νέο ταξίδι;
Στις ταινίες γίνεται αυτό που γίνεται και τώρα, μια φιλική κουβέντα. Δηλαδή είμαι με έναν άνθρωπο, αποκτάμε μια οικειότητα, μιλάμε κι εμπιστεύεται ο ένας τον άλλον και λέω στην κάμερα «έλα κάτσε στην παρέα μας». Η κάμερα δεν τους τρομάζει γιατί έρχεται πολύ σιωπηλά και διακριτικά. Θέλω μάλιστα αυτός που τραβάει να μην προσβάλλει με την παρουσία του τον χώρο, να είναι παρών, με ενσυναίσθηση, που να εμπνέει εμπιστοσύνη. Προσπαθώ να βρίσκομαι κοντά στους ανθρώπους που μού μιλούν γιατί εκείνη τη στιγμή μού βγάζουν τα εσώψυχά τους. Όταν τώρα αρχίζει να κλιμακώνεται το συναίσθημα, οι εκφράσεις κι η ένταση του προσώπου αλλάζουν. Η κάμερα πρέπει να παρακολουθεί αυτήν την κλιμάκωση. Πρέπει να πείσεις τον άλλον ότι μπορεί να σου ανοιχτεί κι αυτό δεν διδάσκεται, ή το ‘χεις ή δεν το ‘χεις και το αποκτάς με τη δική σου καλλιέργεια πρώτα από όλα. Αν πάω να μιλήσω στον άλλον με εισαγγελική διάθεση, τρέχα γύρευε…
Ο Γιάννης Λιονάκης, στον “Αποχαιρετισμό”, μιλώντας για παράδοση ενός τόπου, μας λέει ότι ο κρητικός λαός υποστηρίζει τον διωκόμενο και θα τον προστατεύσει ακόμα κι αν κινδυνεύσει. Πόσο μας καθορίζει ο
τόπος;
Σίγουρα μας καθορίζει ο τόπος και σε μεγάλο βαθμό μάλιστα, αρκεί βέβαια να μην πιστεύουμε ότι ο τόπος μας είναι ο μοναδικός στον κόσμο κι όλοι οι υπόλοιποι είναι της πλάκας. Αν τον αγαπάμε, και ο καθένας το κάνει αυτό με τον δικό του τρόπο, πρέπει να αναγνωρίσουμε και να σεβαστούμε ότι κι ο άλλος έχει έναν δικό του τόπο κι αυτό είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε. Είναι δικαίωμα απαραβίαστο.
Πεθαίνουν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι (σαν τον Λιονάκη) και τα ιδανικά τους εν τέλει;
Δεν πεθαίνουν… Αν δεν υπάρχουν τα ιδανικά και τα όνειρα, άσχετα αν θα υλοποιηθούν, δεν ζει εξάλλου η κοινωνία. Τότε, η πολιτική τοποθέτηση είχε πολύ μεγάλο κόστος, τώρα το να λες πως είσαι αριστερός δεν θα γίνει και τίποτε… Εγώ έχω ζήσει τον απόηχο αυτών των πραγμάτων, και είναι άλλα βιώματα κι εικόνες που οι νεότεροι δεν τις έχουν. Είναι άνθρωποι που μέχρι το τέλος της ζωής τους περπάτησαν όρθιοι, με αξιοπρέπεια και μπορεί να αγωνίστηκαν για το μεγαλείο ενός σκοπού, τελικά όμως το μεγαλείο ήταν αυτοί οι ίδιοι… Για αυτό έκανα τον “Αποχαιρετισμό”, το υλικό υπήρχε, φωτισμένο όμως με άλλη ματιά τώρα. Εδώ πρέπει να υποκλιθείς, όχι στην πολιτική ιδεολογία, αλλά στο ίδιο το μεγαλείο της ύπαρξης. Αυτά είναι σπουδαία παραδείγματα για τις νεότερες γενιές, το να βλέπουν ανθρώπους με τέτοιο ήθος. Αυτό το ήθος μαθαίνουμε από αυτούς, που σπανίζει στις μέρες μας κι αυτό αποτελεί μια όαση.
Υποψηφιότητα για τα βραβεία Ίρις αλλά και βράβευση με τον «Χρυσό Αλέξανδρο» από το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Είναι κίνητρο, μια επιβράβευση ή απλώς καλοδεχούμενη για εσάς η διάκριση;
Σίγουρα είναι μια χαρά κι όλα αυτά που λες, αλλά όχι καθοριστική. Είμαι σε κάποια ηλικία, έχω κάνει κάποια πράγματα και θα συνεχίσω να κάνω, όσο αντέχω. Δεν μού είναι αδιάφορο το γεγονός, χαίρομαι που αναγνωρίζεται το έργο μας και θα μείνω εκεί. Μετά αρχίζεις να ερωτοτροπείς με τη ματαιοδοξία και τον ναρκισσισμό και το αποφεύγω. Θεωρώ ότι η αναγνώριση αφορά το έργο και το σύμπαν που δημιουργείται μέσα από αυτό.
Το ίδιο το φεστιβάλ είπε πως «βραβεύουμε δύο δημιουργούς που αλλάζουν τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο». Αυτό το “πώς” κάνει όλη τη διαφορά στην κινηματογράφηση κι όχι το θέμα ή το πρόσωπο;
Το θέμα καθόλου δεν είναι το αρχικό μου κίνητρο κι εκνευρίζομαι όταν με ρωτούν τι θέμα έχει η κάθε ταινία. Δηλαδή αν γυρίσω και σου πω ότι κάνω ταινία για τους μετανάστες, τι θα καταλάβεις; Σημασία έχει πώς προσεγγίζει κάποιος το θέμα και πώς μιλάει για αυτό. Πολύ απλά, υπάρχουν άνθρωποι που είναι εξαιρετικοί αφηγητές. Σου λέει κάποιος κάτι που το έχει ξαναπεί και τον ακούς άνετα και δέκα φορές. Ο τρόπος κάνει τη διαφορά, το τι θα φωτίσεις περισσότερο. Πρέπει όμως να προσπαθούμε και να ξαναπροσπαθούμε γιατί ίσως έτσι, κάποια στιγμή, οι αφηγητές μας έρθουν στη βολική θέση και διάθεση να μας πουν ενδιαφέροντα πράγματα.