Μέρες και νύχτες περπατούν χωρίς νερό να πιούνε χωρίς να ξέρουν αν ξανά τον ήλιο θα τον δούνε.
Διασχίζουνε απέραντες έρημους για να βρούνε μια πατουχιά που άφοβα τα πόδια θα πατούνε.
Άνδρες, γυναίκες και παιδιά σαν ζώα τους στιβάζουν στα σκυλοπνιχτοκάραβα
και τους ξεπαραδιάζουν οι βρωμεροί δουλέμποροι που τις ψυχές μετρούνε κι ύστερα τους βουλιάζουνε να τους ξεφορτωθούνε.
Τάφος του κόσμου απέραντος η θάλασσα έχει γίνει κορμιά νεκρά και όνειρα ναυαγισμένα κλείνει.
Θεέ μου! Ρίξε μια φωτιά κάρβουνο να γινούνε αυτοί που εκμεταλλεύονται αυτούς που επιζητούνε
μόνο να επιζήσουνε κι ύστερα να καούνε κι αυτοί που τους ανάγκασαν πρόσφυγες να γινούνε…