Πού βρίσκονται αλήθεια οι ψυχές,
σε ποια διάσταση κινούνται μες στο χάος,
έχουν ξεχάσει το κορμί που ως τα’ ψες
ήταν συντρόφεμα μέχρι να’ρθεί ο Χάρος;
Εχουνε άραγε αισθήματα,
θυμούνται, αγαπούν, μισούν, ζηλεύουν
άλλες ψυχές με πιότερα χαρίσματα,
γλεντούνε, ερωτεύονται, χορεύουν;
Σμίγουν στο διάβα των καιρών φαμίλιες;
άραγε απαντέχει το παιδί η μάνα;
το θύμα και ο θύτης κρατούν έχθρες;
προσμένουν μιας ανάστασης καμπάνα;
Γιατί καμιά ψυχή δεν πισωγύρισε
να πει, να διηγηθεί, να δώσει θάρρος,
να ορκιστεί πως δεν μας ξέχασε
να πει τί είναι `Αδης και τί Χάρος;
Αραγε, τη δική μου την ψυχή τί την προσμένει;
μήπως το χάος, το σκοτάδι και η φρίκη
στους ατελείωτους αιώνες κλειδωμένη
χωρίς ελπίδα λύτρωσης, χωρίς Ιθάκη;
Μήπως προσμένει την ψυχή μου άλλη ζήση
αλλιώτικη, αιθέρια σε άλλες σφαίρες,
δίχως καημούς, διχόνοιες και μίση
σ’ατέλειωτες κι ευτυχισμένες μέρες;
Στα σίγουρα απάντηση κανείς δε δίνει,
άγνοια, σκότος στ’ ανθρωπίσιο πλάνο,
μα στα εσώψυχα μια φλόγ’ αναβοσβήνει
σαφώς, δεν εγεννήθηκα –απλά- για να πεθάνω!