Θεµέλιο του πολιτεύµατος είναι η λαϊκή κυριαρχία και κάθε πολίτης δικαιούται να συµµετέχει εις την κοινωνική, οικονοµική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων και δεν παραβιάζει το σύνταγµα της χώρας. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και υπέρ αυτόν. Αυτά αναφέρονται στο σύνταγµα µας και εποµένως είναι δηµοκρατικό δικαίωµα του πολίτη να ασκεί κριτική στο έργο των εξουσιών.
∆εν µπορεί λοιπόν να εξαιρεθεί από την κριτική και ο καθοριστικός τοµέας για το παρόν και το µέλλον της χώρας, που είναι η εξωτερική της πολιτική. Αρκεί αυτή η κριτική να µην αποβλέπει σε µικροκοµµατικά συµφέροντα αλλά στο εθνικό συµφέρον. Είναι επικίνδυνο για το µέλλον της χώρας όταν το κοµµατικό συµφέρον καθορίζει την εξωτερική µας πολιτική. Όπως είναι επικίνδυνο για την εθνική µας ανεξαρτησία, όταν η εξωτερική µας πολιτική καθοδηγείται από την υποτέλεια και την υποταγή. Οι αγώνες των πατέρων µας για την εθνική µας αποκατάσταση, για την Εθνική µας ανεξαρτησία συνέβαλαν στην οικοδόµηση του ελληνικού κράτους. Εάν οι πατέρες µας είχαν µείνει µε σταυρωµένα χέρια, η χώρα µας δεν θα ήταν ακόµη νήπιο. Οι αγώνες µας ουδέποτε υπήρξαν κατακτητικοί.
Είµαστε ένας ειρηνόφιλος λαός. Αυτός όµως δεν σηµαίνει ότι θυσιάζουµε τα εθνικά µας συµφέροντα στην επιδίωξη κάποιου φιλειρηνισµού. Η πολιτική Τσάµπερλεν δεν ωφέλησε την ειρήνη. Τα κράτη όσο µικρά κι αν είναι πρέπει να προασπίζουν τα εθνικά τους συµφέροντα. Αλίµονο κι αν περιµένουν τη δικαίωση των εθνικών τους συµφερόντων από τις µεγάλες δυνάµεις. Η δύναµη των ισχυρών δεν αποτελεί µία ηθική δικαιολογία, για να κλείσουµε τα αυτιά µας στη σκληρή επιταγή του εθνικού καθήκοντος. Οι µεγάλες δυνάµεις θέλουν να επιβάλλονται διά του ειδικού βάρους το οποίο διαθέτουν και µπορούν να παραβλέπουν τις υποχρεώσεις τους προς τους “µικρούς”.
Γι’ αυτές τις χώρες δεν υπάρχει όνειδος και ο κίνδυνος είναι µικρός. Οι ηθικές τους υποχρεώσεις κρύβονται πίσω από τη δύναµη τους. Μια “µικρή” όµως χώρα δεν µπορεί να παραµερίσει τις ηθικές της υποχρεώσεις απέναντι στην ιστορία της. Αν γίνει κάτι τέτοιο, τότε θα είναι µια ατίµωση!
Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ένα σηµαντικό στέλεχος της κυβερνητικής παράταξης χαρακτήρισε “ρεµπεσκέδες” όσους κάνουν κριτική στην ακολουθούµενη εξωτερική πολιτική της χώρας. Προσέτρεξα στην εγκυκλοπαίδεια “ΗΛΙΟΣ”, για να µάθω την ακριβή έννοια του όρου ρεµπεσκές. Η εγκυκλοπαίδεια λοιπόν αναφέρει ότι σηµαίνει τον διεφθαρµένο, τον τεµπέλη, τον αχαΐρευτο, τον φυγόπονο. ∆εν γνωρίζω βέβαια ποιον απ’ αυτούς τους χαρακτηρισµούς εννοούσε το κυβερνητικό στέλεχος. Πάντως όποιον κι αν εννοούσε ήταν αχρείαστος. Τέτοιοι χαρακτηρισµοί δεν έχουν σχέση µε τον ορθό πολιτικό λόγο.
Απ’ όπου κι αν προέρχονται!
Παρόλα αυτά, αλίµονο κι αν ο λαός µας απεµπολήσει το δηµοκρατικό του δικαίωµα της κριτικής. Τότε θα καταλήξουµε σε µια εξουσία της αυθαιρεσίας. Θα καταλήξουµε σε µία κοινωνία έτοιµη να διαλυθεί και να υποταχθεί. Θα καταλήξουµε στην πίστη να φουσκώνει τα στήθη µε αέρα και ξεθυµαίνει στα λόγια. Θα καταλήξουµε σε ένα ροµαντικό πατριωτισµό. Θα καταλήξουµε σε µια πολιτική που θα περιµένει την επέµβαση του από µηχανής θεού και δεν θα κατευθύνουµε εµείς τα γεγονότα, αλλά θα παρασυρόµαστε από αυτά.
Έχουµε εποµένως καθήκον και δικαίωµα να κάνουµε χρήση των δηµοκρατικών µας δικαιωµάτων. Ο καλός πολίτης είναι ο ελεύθερος και ενεργός πολίτης, ο συνειδητός και υπεύθυνος πολίτης. Αυτός ο πολίτης δεν είναι “ρεµπεσκές”.
Αυτές τις µέρες η εξωτερική µας πολιτική δοκιµάζεται.
Από τον βορρά από τη Βόρεια Μακεδονία, από την ανατολή από την Τουρκία, από τη δύση από την Αλβανία. Φοβούµαι ότι το ίδιο θα συµβεί και από τον νότο µε τη Λιβύη, όταν θα αρχίσουν οι γεωτρήσεις για υδρογονάνθρακες. Όλα αυτά τα γεγονότα δεν είναι δυνατόν να µην προβληµατίσουν τον Έλληνα πολίτη και να µην κάνει κριτική στην εξωτερική πολιτική της χώρας.
Η ΤΟΥΡΚΙΑ
Η κυβέρνηση φαίνεται ότι ακολουθεί µια πολιτική µε την Τουρκία, περισσότερο για να “ροκανίσει” τον χρόνο, παρά για να σύρει την Τουρκία στη διευθέτηση του µοναδικού προβλήµατος, δηλαδή του καθορισµού της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Οι συνοµιλίες µε την Τουρκία θα είναι αναποτελεσµατικές, από τη στιγµή που η Τουρκία επιζητεί την αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάνης. Και είναι γεγονός αναµφισβήτητο ότι ποτέ στην ανθρωπότητα δεν υπήρξε διαρκής ειρήνη εφόσον οι ηττηµένοι δεν δέχονται την ήττα τους. Στην προκειµένη περίπτωση δεν θα υπάρξει µόνιµη ειρήνη από τη στιγµή που η Τουρκία δεν αποδέχεται και µάλιστα ύστερα από έναν αιώνα τη συνθήκη της Λωζάνης.
Οι Τούρκοι δέχονται µόνο ένα µέρος της συνθήκης. Αυτό που αφορά την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών µας. Μπορεί να αναφέρεται στη συνθήκη ότι τα νησιά δεν θα ΄χουν στρατιωτικές εγκαταστάσεις, αλλά θα είµαστε τουλάχιστον ανιστόρητοι εάν αποστρατιωτικοποιήσουµε τα νησιά µας.
Όταν η Τουρκία αµφισβητεί την κυριαρχία των νησιών µας, όταν έχει παρατάξει απέναντι τους τη στρατιά του Αιγαίου, όταν µιλά καθηµερινά για γαλάζια πατρίδα, όταν παραβιάζει τακτικά τα κυριαρχικά µας δικαιώµατα, όταν αντιδρά στα θαλάσσια πάρκα στις θάλασσες µας, τότε η Ελλάδα δεν προχωρά στην αποστρατιωτικοποίηση των νησιών!
Ας µην ξεχνούµε τι συνέβη στην Κύπρο. Η κυβέρνηση της Ε.Κ. έστειλε µυστικά το 1964 µια µεραρχία στην Κύπρο για να προστατευθεί το νησί από µία τουρκική εισβολή. Η Χούντα του Νοέµβρη του 1967 απέσυρε τη µεραρχία και έµεινε η Κύπρος ανοχύρωτη και επακολούθησε η εθνική κυπριακή συµφορά. Και πραγµατικά δηµιουργούνται προβληµατισµοί που αποδυναµώνονται στρατιωτικά τα νησιά µας, παίρνοντας απ’ αυτά τα όπλα και στέλνοντας τα στην Ουκρανία.
Μια ενέργεια που ενεργεί αρνητικά σε δυο τοµείς.
Βάζουµε σε κίνδυνο την άµυνα των νησιών και καθιστούµε εχθρό µας την υπερδύναµη της Ρωσίας. Μια υπερδύναµη που µας ένωνε µακροχρόνια και σταθερή φιλία!
Η εξωτερική πολιτική της χώρας πρέπει να είναι πολυδιάστατη. ∆εν θα πρέπει να την κατευθύνουν τα αισθήµατα στους δήθεν “συµµάχους” µας, αλλά τα εθνικά συµφέροντα της στιγµής. Οι δήθεν “προστάτες” δεν έχουν αισθήµατα, γιατί ο κίνδυνος της αθέτησης των υποχρεώσεων τους είναι µικρός. Γι’ αυτούς υπάρχει φιλία όταν εξυπηρετούνται τα συµφέροντα τους. Αυτό φαίνεται από τη στάση των διεθνών οργανισµών που η Ελλάδα είναι ισότιµο µέλος, δηλαδή από ΝΑΤΟ και Ε.Ε.
Αυτοί οι οργανισµοί δεν νοιάζονται πραγµατικά για τις ιµπεριαλιστικές βλέψεις της Τουρκίας. Μάλλον προτιµούν να υπάρχει αβεβαιότητα, για να πουλούν τα όπλα τους και να συντηρούνται οι πολεµικές βιοµηχανίες.
Θέλουν πελάτες και όχι φίλους!
Και πραγµατικά αυτό που συµβαίνει στο ΝΑΤΟ είναι παρανοϊκό. ∆ύο χώρες βρίσκονται στην ίδια στρατιωτική συµµαχία και εξοπλίζονται ασύστολα, για να επικρατεί η ισορροπία του τρόµου µεταξύ των δύο χωρών. 40 δισ. θα πάρουν οι ΗΠΑ και η Γαλλία µέχρι το 2030 για εξοπλισµούς, από µία πτωχευµένη χώρα µε το µεγαλύτερο δηµόσιο χρέος στην Ε.Ε. Οι δήθεν σύµµαχοι µας δεν λυπούνται για την οικονοµική εξόντωση της χώρας µε τους τεράστιους εξοπλισµούς, αλλά τρίβουν τα χέρια τους για τους πελάτες.
Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να πουλήσουν τα όπλα τους και όχι το βασικό επίπεδο του Έλληνα. ∆εν πρέπει λοιπόν η χώρα να ακολουθεί µονοδιάστατη εξωτερική πολιτική. ∆εν πρέπει να διακηρύσσει ότι είναι δεδοµένη σε τέτοιους “συµµάχους” και να απεµπολεί την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που ακολούθησαν οι Κ. Καραµανλής και Α. Παπανδρέου. Όταν η χώρα είναι παρούσα στρατιωτικά είτε στην Ουκρανία είτε στη Μέση Ανατολή, τότε δεν υπάρχει πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Και το χειρότερο, η χώρα µας έχει δηµιουργήσει µ’ αυτήν την πολιτική παραδοσιακούς φίλους µας, σε εχθρούς. Η Ελλάδα πρέπει να διακηρύξει ότι είναι δεδοµένη µόνο στο εθνικό της συµφέρον!
Οι κίνδυνοι για τη χώρα µας είναι ολόγυρα µας.
ΑΛΒΑΝΙΑ ΚΑΙ Β. ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΑ
∆εν είναι όµως µόνο η Τουρκία. Τώρα έχουµε και την Αλβανία και τη βόρεια Μακεδονία. Τα προβλήµατα ανέκυψαν από τις ακολουθούµενες πολιτικές. Η κυβέρνηση θα πρεπε να αφήσει τον πρωθυπουργό της Αλβανίας να οργανώσει αυτήν την πολιτική φιέστα. Η Γερµανία δεν του επέτρεψε να κάνει λαϊκή συγκέντρωση και να µιλήσει στη χώρα της.
∆εν ήλθε ο Ράµα στη χώρα µας για να κάνει αντιπερισπασµό στην υποψηφιότητα Μπελέρη, γιατί, στο κάτω κάτω της γραφής, αυτή η ενέργεια της κυβέρνησης µε την υποψηφιότητα, έκανε ένα µεγάλο δώρο στον Αλβανό πρωθυπουργό.
Του αφαίρεσε ένα αγκάθι!
Αυτό εξάλλου φαίνεται να πίστευε και η υφυπουργός Εξωτερικών. Φαίνεται ότι η υποψηφιότητα Μπελέρη αποσκοπούσε στο σταµάτηµα διαρροής ψήφων της κυβερνητικής παράταξης προς δεξιότερα αυτής κόµµατα. Αυτό εξάλλου έχουν δηλώσει στελέχη του κυβερνητικού κόµµατος.
∆υστυχώς το πολιτικό σύστηµα δεν έχει ξεπεράσει τις αδυναµίες του παρελθόντος. Το πολιτικό κόστος αποτελεί τον κανόνα της χάραξης της πολιτικής του.
Ήλθε λοιπόν στη χώρα µας ο Αλβανός πρωθυπουργός µεταφέροντας χιλιάδες Αλβανούς από τη χώρα του και έκανε επίδειξη δύναµης µέσα στον τόπο µας. Μίλησε για αλβανική µειονότητα, έκανε αναφορά στους περιβόητους τσάµηδες και λίγο πολύ µας είπε ότι η Ελλάδα δεν ανήκει µόνο στους… Έλληνες!
Υπάρχουν και οι Αλβανοί! Και µάλιστα µίλησε κι αυτός για µεγάλη Αλβανία, αντιγράφοντας τον Ερντογάν που µιλά για γαλάζια πατρίδα.
Μας είπαν ότι η Ελλάδα είναι δηµοκρατική χώρα και δεν έπρεπε να µην επιτρέψει να γίνει αυτή η φιέστα. Η ∆ηµοκρατία όµως µιας χώρας δεν είναι ξέφραγο αµπέλι. Η ∆ηµοκρατία οφείλει να µην επιτρέπει τις προκλήσεις σε βάρος της. Είτε απ’ έξω είτε από µέσα!
Κοντά σ’ αυτά ήλθε και το πρόβληµα της Βόρειας Μακεδονίας. Η νέα ηγεσία της ορκίστηκε πίστη στο σκέτο Μακεδονία, αγνοώντας και καταπατώντας τη συµφωνία των Πρεσπών. ∆υστυχώς αυτή η προκλητική συµπεριφορά της γειτονικής χώρας είναι και απόρροια της αµφιλεγόµενης συµπεριφοράς της κυβέρνησης, για τη συµφωνία των Πρεσπών.
Ακολούθησε την πολιτική της διγλωσσίας. Υπερίσχυσε το κοµµατικό συµφέρον για ένα θέµα που ταλάνισε για δεκαετίες τη χώρα µας και που εύχονταν οι Τούρκοι να µη βρεθεί λύση για να πατήσουν το πόδι τους στα Βόρεια σύνορα µας. Το κυβερνητικό κόµµα φοβούµενο το πολιτικό κόστος πάλι δεν ψήφισε τα τρία µνηµόνια που ολοκλήρωναν τη συµφωνία. Για το FIR της Β. Μακεδονίας που θα προστάτευε η χώρα µας, για την ένταξη της στην Ε.Ε. και για τις εκκρεµότητες σε θέµατα εµπορίου και παιδείας.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι δικαιώνεται που δεν ψήφισε τα µνηµόνια εξαιτίας της στάσης της Β. Μακεδονίας. ∆εν ήταν όµως αυτός ο λόγος. ∆εν έφερε προς ψήφιση τα µνηµόνια, γιατί η διαρροή των βουλευτών της, θα ήταν µεγαλύτερη από όσο ήταν στην ψήφιση του νόµου για τους οµοφυλόφιλους. ∆εν ήταν λοιπόν σταθερή και ξεκάθαρη η στάση της κυβέρνησης σ’ αυτό το κρίσιµο εθνικό θέµα. Υπάρχει µια δισυπόστατη πολιτικοί. Οι µισοί έλεγαν ότι η συµφωνία αποτελεί µία ελάφρυνση στις εκκρεµότητες της εξωτερικής µας πολιτικής και ευτυχώς που ο ΣΥΡΙΖΑ “λούστηκε” το πολιτικό κόστος και οι άλλοι µισοί ότι η συµφωνία ήταν αντεθνική.
Τέτοιες αµφιλεγόµενες θέσεις δεν µπορούν να πείσουν ότι το πρόβληµα έχει βρει τη λύση του. Όταν δεν επικρατεί η ειλικρίνεια στις σχέσεις µεταξύ των κρατών, τότε καµία συµφωνία δεν µπορεί να γίνει αποδεκτή.
Παρόλα αυτά όµως αν η συµφωνία είναι πραγµατικά αντεθνική και καταλύει τα ιερά και τα όσια της φυλής µας, τότε ο δρόµος είναι πρόσφορος να καταγγείλει η κυβέρνηση τη συµφωνία και µάλιστα τώρα που οι γείτονες µας δεν την τηρούν. Έγινε αυτό που ευχόταν κυβερνητικό στέλεχος. ∆ηλαδή να ΄ρθει το εθνικιστικό κόµµα στη γειτονική χώρα για να καταργηθεί η συµφωνία των Πρεσπών.
Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδηµα!
Οι διγλωσσίες δεν έχουν πλέον καµία θέση.
Ή θα πρέπει το σύνολο της κυβερνητικής παράταξης να αποδεχθεί και να εφαρµόσει τη συµφωνία ή θα πρέπει να την καταγγείλει. Οι αµφιταλαντεύσεις και οι πολιτικές που συγχρόνως θέλουν να υπηρετούν µια αναδηµιουργική προσπάθεια µε παρακµιακές καταστάσεις, δεν µπορούν να χαράξουν υπεύθυνη εξωτερική πολιτική.
Τα εθνικά µας θέµατα δεν θυσιάζονται στον βωµό του πολιτικού κόστους και οφέλους.
*Ο Βασίλης Πεντάρης είναι
π. βουλευτής Χανίων