Στην κατοχή οι Γερμανοί έψηναν ψωμί στους φούρνους Ανιτσάκη στον Άγιο Ιωάννη απέναντι από το 8ο Δημοτικό Σχολείο. Οι κατοικίες του οικισμού βομβοπλήκτων και πυροπαθών δεν υπήρχαν.
Μπροστά από τους φούρνους ήταν ένα μεγάλο χωράφι -ολόκληρο τετράγωνο- και από κείνη την πλευρά φόρτωναν τ’ αυτοκίνητα.
Νεαρά παιδιά από τον Άγιο Ιωάννη -αγόρια και κορίτσια- πήγαιναν για να ζητήσουν δήθεν ψωμί, στην πραγματικότητα για να κλέψουν.
Οι Γερμανοί μέσα από το φούρνο πετούσαν δύο – δύο τα ψωμιά στους οδηγούς για να φορτώσουν.
Οταν κάποια ψωμιά τους ξέφευγαν ορμούσαν οι νεαροί, τ’ άρπαζαν και γινόταν “Λούηδες”.
Για να συνεννοούνται μεταξύ των οι νεαροί είχαν επινοήσει τα “κορακίστικα” που δεν τα καταλάβαιναν οι Γερμανοί.
Δηλαδή πρόσθεταν σε κάθε λέξη μια ή δύο συλλαβές ΚΕ ή ΚΑ.
Όταν ήθελαν να πουν “πάμε” έλεγαν “πακα-μέκε”.
Στους φούρνους δούλευαν αρτοποιοί Μικρασιάτες από τον οικισμό του Κουμπέ.
Όταν τελείωναν τη δουλειά κι έφευγαν, τα ρούχα τους ήταν κάτασπρα από το αλεύρι.
Ο Νίκος Τζ. έλεγε ότι άμα πάμε σπίτι και τα τινάζουμε μαζεύουμε και μια οκά αλεύρι.
Εκτός όμως από τους νεαρούς που αρπάζανε κανένα ψωμί υπήρχαν και οι “σαλταδόροι” που πηδούσαν στα φορτωμένα αυτοκίνητα και πετούσαν έξω όσα ψωμιά μπορούσαν.
Δύο πολύ καλοί σαλταδόροι ήταν ο Γ. Χαρ. και ο Κ. Μπ.
Ο Γ. Χαρ. είχε σαλτάρει σ’ ένα αυτοκίνητο στην οδό Ηγουμένου Γαβριήλ, που πήγαινε άσπρα ψωμιά στο Γερμανικό Νοσοκομείο που ήταν εκεί που είναι σήμερα το Πρεβαντόριο.
Ο Γ. Χαρ. είχε πετάξει αρκετά ψωμιά όταν στη στροφή από την Ηγουμένου Γαβριήλ προς Νοσοκομείο τον αντελήφθησαν οι Γερμανοί. Σταμάτησαν το αυτοκίνητο αλλά ο Χαρ. είχε πηδήξει και είχε γίνει “λαγός”.
Ο Κ. Μπ. είχε σαλτάρει σ’ αυτοκίνητο που πήγαινε ψωμιά προς την Σούδα.
Είχε πετάξει μερικά πριν τ’ αυτοκίνητο να φθάσει στη διασταύρωση της Ηγουμένου Γαβριήλ με το Σουδιανό δρόμο.
Πριν προλάβει να πηδήξει έξω τον αντελήφθησαν οι Γερμανοί.
Με το σταμάτημα ο Μπ. πήδηξε και άρχισε να τρέχει να ξεφύγει, όμως ο Γερμανός συνοδηγός τον πυροβόλησε.
Η σφαίρα βρήκε τον Μπ. στη γάμπα. Έτρεξε αν και τραυματισμένος και κρύφτηκε πάνω σ’ ένα πεύκο στο 8ο Δημοτικό Σχολείο. Οι Γερμανοί έφεραν σκύλο που τον βρήκε επάνω στο πεύκο, τον συνέλαβαν και τον πήγαν στο Γερμανικό Νοσοκομείο που του έβγαλαν την σφαίρα.
Μετά από ένα μήνα περίπου τον άφησαν ελεύθερο.
Ο Γ. Χαρ. μετά την κατοχή εκπαιδεύτηκε ηλεκτρολόγος και άνοιξε κατάστημα Ηλεκτρικών Ειδών. Πρόκοψε επαγγελματικά και κοινωνικά. Έφυγε πριν λίγα χρόνια σε ηλικία 85 χρόνων. Ο Κ. Μπ. μετά την κατοχή μετοίκησε στην Αθήνα και δεν ξαναφάνηκε στα Χανιά.
Αγαπητέ κ. Γ. Μαρουλοσηφάκη, σας ευχαριστούμε θερμά και, βέβαια, σας συγχαίρουμε για την εξαιρετική αφήγηση βιωματικών ιστοριών μιας αλλοτινής -όχι και πολύ παλαιάς- δύσκολης εποχής: κι αυτή η αναφορά σας έχει μεγίστη αξία και σημασία, ακριβώς, επειδή με έντεχνο λόγο -γράφετε και πολύ όμορφα- αποκαλύπτετε -φανερώνετε τα συμβάντα – βιώματα των πέτρινων εκείνων χρόνων, για γνώση στις νεότερες γενιές μας κι αφύπνιση της εθνικής μας συνείδησης, που -δυστυχώς- χειμάζεται επικινδύνως! Με φιλική εκτίμηση κι αγάπη Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.