Είναι γεγονός ότι στα κόμματα, πλην του Κ.Κ.Ε., σχεδόν πάντοτε υπάρχουν διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές τάσεις. Όταν αυτές οι διαφορετικές θέσεις σ’ ένα κόμμα αποτελούσαν συνδυασμό για τη χάραξη μίας ενιαίας πολιτικής και ιδεολογικής έκφρασης, τότε βοηθούν την πρόοδο του κόμματος. Όταν όμως αποτελούν αντικείμενο προστριβών, τότε το κόμμα οδηγείται στην αδράνεια και στην απαξίωση. Δεν εμπνέει σιγουριά και δεν πείθει το εκλογικό σώμα.
Ο Κ. Καραμανλής αντιμετώπισε στις εκλογές του 1956 τη Δημοκρατική Ένωση που ήταν ένας συνασπισμός 12 κομμάτων. Με τη διακήρυξη του ότι αυτό το μέτωπο θα διαλυθεί τη δεύτερη μέρα των εκλογών, κέρδισε την εκλογική αναμέτρηση! Το κόμματα που έχουν διαφορετικές τάσεις έχουν την εξής παραδοξότητα. Όταν αυτές οι διαφορές υπάρχουν στα αντίπαλα κόμματα διακηρύσσουν ότι είναι υπό διάλυση, ενώ όταν παρουσιάζονται στο κόμμα τους, λένε ότι πρόκειται για μια υγιή και δημοκρατική λειτουργία.
Σχεδόν πάντοτε, λοιπόν, υπάρχουν διαφορετικές τάσεις στα κόμματα. Αρκεί όμως, αυτές οι αντίθετες θέσεις να συζητούνται δημοκρατικά στα όργανα του κόμματος και με δημοκρατικό τρόπο να γίνεται η σύνθεση τους. Όταν όμως δημοσιοποιούνται, παραμερίζοντας τα όργανα του κόμματος, όχι μόνο δεν βοηθούν την ισχυροποίηση του, αλλά γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τα αντίπαλα κόμματα και παρουσιάζουν στον λαό εικόνα διαλυτική. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι έλεγαν «Τα εν οίκω, μη εν Δήμω».
Διάβασα, λοιπόν, σε καθημερινή εφημερίδα δύο άρθρα, δύο σημαντικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ., σχετικά με την πολιτική διεύρυνση του κόμματος. Δηλαδή αν πρέπει να μείνει στη… στάση της αριστεράς ή αν θα πρέπει να επεκτείνει τα ιδεολογικά του όρια, αφού στο κάτω- κάτω της γραφής έχει μετουσιωθεί σε παράταξη. Η μία άποψη των αρθρογράφων αναφέρει ότι σε περίπτωση διεύρυνσης της παράταξης, θα πρόκειται για “εκλογίστικό”… κόλπο και ο χώρος του κέντρου είναι άγονος πολιτικά, κοινωνικά και ιδεολογικά! Η άλλη άποψη υποστηρίζει μία συσπείρωση ανθρώπων από τη ριζοσπαστική αριστερά ως το προοδευτικό κέντρο. Δύο διαμετρικά αντίθετες δηλαδή απόψεις.
Πιστεύω, όμως, ότι ο τελικός ιδεολογικός και πολιτικός προσανατολισμός του ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ. θα προσδιοριστεί ξεκάθαρα, χωρίς αμφισημίες και χωρίς δογματισμούς στο συνέδριο του Φλεβάρη το 2022. Τότε θα καθοριστεί αταλάντευτα ο προσανατολισμός της παράταξης, δηλαδή αν θα μείνει στην αριστερή γωνία του πολιτικού φάσματος ή αν θα καταλάβει τον χώρο της κεντροαριστεράς. Και μάλιστα εν όψει των επόμενων εκλογών, που η απόφαση πρέπει να ‘χει και “εκλογίστικο” προσανατολισμό. Όταν ένα κόμμα γίνεται κόμμα εξουσίας, οι πολλές ιδεοληψίες παραμερίζονται, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα μετατραπεί σε μια λέσχη ιδεολογικού προβληματισμού και όχι σαν μια παράταξη κυβερνητικής προοπτικής.
Όλα αυτά, λοιπόν, πιστεύω ότι θα τελειώσουν με τις αποφάσεις του συνεδρίου και θα παραμεριστούν οι αμφισβητήσεις, οι μεμψιμοιρίες και οι ομαδοποιήσεις. Γιατί η ύπαρξη τους κάνει ζημιά στην παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ.
Είναι γεγονός ότι στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια τεράστια πολιτική τομή κι οδήγησε τον λαό μας να ξανακοιτάξει την πρόσφατη ιστορία του και να επεξεργαστεί νέα βιώματα της αλλαγής του πολιτικού συστήματος. Είχαμε ένα νέο εθνικό πολιτικό ορίζοντα και τεράστιες πολιτικές ανατροπές με το αποτέλεσμα των εκλογών του 2015, αλλά και του 2019.
Η εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. ανέτρεψε τους όρους της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, που για σχεδόν 40 χρόνια ήσαν δεδομένοι και αναλλοίωτοι. Ήσαν αυτοί που επέβαλε ο άγονος διπολισμός!
Μπροστά, λοιπόν, σ’ αυτές τις ριζικές αλλαγές που ξάφνιασαν τις πολιτικές δυνάμεις, ο ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ. δεν μπορεί να μην προσαρμοστεί. Και από τη θέση μιας πολιτικής δύναμης που δεν μπορούσε να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις, να γίνει βασικός παράγοντας της αλλαγής του πολιτικού συστήματος.
Σήμερα έχει και μια κυβερνητική εμπειρία και μάλιστα κάτω από εμπόδια, είτε εξωτερικά είτε εσωτερικά, και οι προσπάθειες ανασυγκρότησης του δεν θα ανήκουν στο πεδίο του ρομαντισμού. Γνώρισε τα τερτίπια της εξουσίας και ιδιαίτερα τις αδυναμίες της κρατικής μηχανής, αλλά και τις δυνάμεις εκείνες που για χρόνια εμποδίζουν τον εκσυγχρονισμό του κράτους.
Υπάρχει, λοιπόν, μια εμπειρία μέσα από την οποία πρέπει να προσλαμβάνουν το καινούργιο, δηλαδή αυτό που προσδιορίζουν οι νέες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Η γέννηση ενός νέου κομματικού συστήματος που προκύπτει ως ανάγκη του λαού, δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορες τις πολιτικές δυνάμεις. Και ιδιαίτερα την παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ. που εκτοξεύθηκε από το 4% στο 36%!
Αποδείχτηκε ότι αυτό το σημαντικό ποσοστό δεν είναι περιστασιακό και ο λαός επιμένει στην επιλογή του σε συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις, παρά την ατελείωτη προπαγάνδα από ορισμένα μέσα Μ.Μ.Ε. σε βάρος της παράταξης. Και μάλιστα τώρα τελευταία προσπαθούν αγωνιωδώς να ξαναστήσουν το παλιό χρεοκοπημένο διπολικό σύστημα που οδήγησε την Ελλάδα στην οικονομική χρεοκοπία και τον πολιτικό μαρασμό.
Χρειάζεται, λοιπόν, το αγκάλιασμα αυτού του σοβαρού ποσοστού ψηφοφόρων από την παράταξη ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ. Αυτό το εκλογικό σώμα δεν αναζητά να βρει αν έγινε ξαφνικά αριστερό ή αν ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε δεξιότερα. Δεν αναζητά να βρει κανένα… “αριστερόμετρο” για να βρεθούν οι γνήσιοι αριστεροί ή τα “παιδιά του γείτονα!” Αυτό το εκλογικό σώμα επιθυμεί από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προσαρμοστεί στις ριζικές ανακατατάξεις του πολιτικού συστήματος και να λειτουργεί σαν κόμμα εξουσίας. Τα κόμματα εξουσίας είναι πολυσυλλεκτικά.
Το κομματικό σύστημα και η φυσιογνωμία των κομμάτων δεν καθορίστηκαν από μεγάλες ταξικές διαιρετικές τομές. Υπάρχουν ασαφείς ταξικές διαχωριστικές γραμμές. Κανένα κόμμα δεν έχει εξασφαλίσει ολοκληρωτική επιρροή σε κάποια κοινωνική τάξη, έτσι ώστε να θεωρηθεί εκφραστής ολόκληρης της τάξης.
Μπορεί η Δεξιά να υπερέχει στα ανώτερα οικονομικά στρώματα και τα προοδευτικά κόμματα στα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα, όμως αυτές οι διαφορές, μικρές ή μεγάλες, δεν μπορούν να θεωρηθούν έκφραση ταξικής ψήφου. Αν π.χ. το ΚΚΕ εκπροσωπούσε το σύνολο της εργατικής τάξης, τότε θα ‘πρεπε να ψηφίζεται από το… μισό εκλογικό σώμα! Τα κόμματα, λοιπόν, εξουσίας είναι πολυσυλλεκτικά. Και έτσι πρέπει να δραστηριοποιείται ο ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ., δηλαδή σαν κόμμα εξουσίας. Σ’ αυτήν την περίπτωση η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα υπερισχύει των ιδεοληψιών. Μόνο με ιδεοληψίες ασχολούνται τα κόμματα που γνωρίζουν ότι δεν θα γίνουν ποτέ κόμματα εξουσίας.
Είναι, λοιπόν, παράδοξο ορισμένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ. να θέλουν με τις θέσεις τους να περιορίσουν τον πολιτικό χώρο που πρέπει να δραστηριοποιείται. Μα θέλουν με τις απόψεις τους να “στριμώξουν” τον ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ. σ’ ένα πολιτικό και ιδεολογικό χώρο, που ίσως εκφράζει το 20% του πολιτικού φάσματος και να αφήνεται στη συντηρητική παράταξη, να “αλωνίζει” στο υπόλοιπο 80%.
ΚΕΝΤΡΩΟΣ ΧΩΡΟΣ
Το κεντρώο κόμμα δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, για να αποτελέσει μ,ια αποδεκτή λύση στην παντοδυναμία της Δεξιάς. Ο πολιτικός όρος του κεντρώου εκφράζει κυρίως την ήρεμη πολιτική σκέψη. Ιδεολογικά σήμερα εκφράζει την ιδεολογία του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Τα κεντρώα ή κεντροαριστερά κόμματα είναι τα περισσότερα κόμματα στην Ευρώπη, εκφραστές της σοσιαλδημοκρατίας. Μια ιδεολογία αντίθετη προς την ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού.
Στη χώρα μας ο κεντρώος ή ακόμη και ο κεντροαριστερός χώρος αναδείχθηκε σε πολιτική έκφραση ενός ευρύτατου δημοκρατικού κινήματος κατά του καθεστώτος της Δεξιάς. Και μάλιστα η αντίδραση στην αποστασία του 1965 και στο βασιλικό πραξικόπημα υπήρξε το απόγειο της πολιτικής αυτονομίας, της μαζικότητας και της ριζοσπαστικότητας του ιστορικού κεντρώου κόμματος. Τότε οι πολιτικές δυνάμεις του κέντρου και της αριστεράς συμπορεύτηκαν στον αγώνα για τη Δημοκρατία, τη συνταγματική νομιμότητα, την κοινοβουλευτική τάξη και τη λαϊκή κυριαρχία.
Στη μεταπολίτευση η ιστορική λειτουργία του κέντρου ως αντιπάλου της Δεξιάς είχε εξαντληθεί. Η Ε.Κ. δεν μπόρεσε να υπερασπίσει την πολιτική της βάση σ’ αυτόν τον χώρο, που πάντοτε θα υπάρχει και πάντοτε θα ‘ναι γόνιμος, και δεν κατάφερε να παρουσιάσει σαν ελκτική επιλογή του χώρου της κεντροαριστεράς. Η επέλαση του ΠΑΣΟΚ συμπαρέσυρε το κεντρώο κόμμα στη διάλυση και στις εκλογές του 1981 η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων μετακινήθηκε προς το ΠΑΣΟΚ και έδειξαν οι κεντρώοι ψηφοφόροι ότι είχαν μια αντιδεξιά στάση.
Το ίδιο περίπου συνέβη και στις εκλογές του 2015 και 2019. Αυτό το ίδιο εκλογικό σώμα έδειξε για μια ακόμα φορά την αντιδεξιά συμπεριφορά του. Μετακινήθηκε μαζικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Αυτός, λοιπόν, ο χώρος κάθε άλλο παρά ανύπαρκτος και άγονος είναι. Είναι ο πολιτικός χώρος που βγάζει κυβερνήσεις. Οι κεντρώοι, λοιπόν, έγιναν ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ και εκτινάχθηκε το 1981 στο 48% και σήμερα είναι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. και τον εκτίναξαν στο 36%!
Εξάλλου γίνεται λόγος από ορισμένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. ότι ο εκλογικός τακτικισμός είναι παλαιοκομματικής ιδεολογίας. Μπορεί στα κόμματα της αριστεράς στο παρελθόν να μην ήταν αυτός ο τακτικισμός κυρίαρχο στοιχείο της πολιτικής τους, αλλά συνοδευτικό, γιατί γνώριζαν ότι δεν είναι κόμματα εξουσίας. Και σ’ αυτήν την περίπτωση κυριαρχούν οι ιδεοληψίες.
Σήμερα όμως ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι κόμμα εξουσίας και δεν πρέπει να περιθωριοποιήσει την εκλογική τακτική του. Δεν απαρνείται την ιδεολογική του καθαρότητα, όταν πορεύεται με τη βούληση του λαού μας. Και ο λαός μας το έχει εντάξει στον χώρο των κομμάτων εξουσίας και το θεωρεί σαν εναλλακτική κυβερνητική λύση σήμερα. Θα πρέπει, λοιπόν, να κινηθεί ξεκάθαρα στον χώρο από τον οποίο προήλθαν τα μεγάλα εκλογικά ποσοστά. Δηλαδή να ξεκινά από εκεί που τελειώνει η συντηρητική Δεξιά και να φθάνει μέχρι εκεί που που αρχίζει η κομμουνιστική αριστερά. Δηλαδή ένας πολιτικός χώρος που πάντοτε καλύπτει το 55-60% του εκλογικού σώματος. Απ’ αυτόν τον χώρο ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έφθασε στο 36% και 32%.
Επομένως, είναι επιτακτική ανάγκη να εκφράσει αυτόν τον ευρύτατο δημοκρατικό, κεντροαριστερό χώρο. Όσοι ζουν ακόμη τις “ηρωικές” εποχές του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν γνώριζε μέχρι το πρωί των εκλογών αν πάρει 3% και μπει στη Βουλή, οφείλουν να “αφουγκραστούν” τη λαϊκή βούληση. Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. δεν ξεκινά τον αγώνα για τις επόμενες εθνικές εκλογές με 3%, αλλά με 32% και θα πρέπει να γίνει συνείδηση στα στελέχη που κρατούν… “αριστερόμετρα”, ότι ο λαός μας ξεπέρασε τον μπαμπούλα της αριστεράς. Ας ξεπεράσουν κι αυτοί το “σύνδρομο” του 3%!
Το δίλημμα για τον λαό μας ήταν παλιά Δεξιά ή Κέντρο, αργότερα Δεξιά ή ΠΑΣΟΚ και σήμερα Δεξιά ή ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές, λοιπόν, οι προσδοκίες του πρέπει να αποτέλεσαν τον κύριο άξονα της στρατηγικής του. Η ανανεωτική αριστερά στη χώρα μας πάντοτε διακρινόταν για τον πολιτικό ρεαλισμό της και γι’ αυτό εξάλλου την ακολουθεί αυτό το μεγάλο εκλογικό ποσοστό. Είναι, λοιπόν, παράδοξο ορισμένα στελέχη της, που μάλιστα πέρασαν από κυβερνητικές θέσεις και ήλθαν αντιμέτωποι όχι με ιδεοληψίες αλλά με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, να μη θέλουν ή να μην μπορούν να προσαρμοστούν σε μια πολιτική αναγκαιότητα που καθόρισε ο λαός μας.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τι συνέβη στον νομό μας, μετά τις εκλογές του 2015. Μέχρι τότε η ανανεωτική αριστερά έπαιρνε το 2-3% της εκλογικής βίας του νομού μας. Στις εκλογές του 2019 και παρά τη νίκη της Ν.Δ., ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έλαβε το 40% και κατέστη πρώτη εκλογική δύναμη. Αυτό το ηχηρό μήνυμα το πήρε ο αρχηγός της παράταξης Α. Τσίπρας και επιδιώκει να το κάνει πράξη, διευρύνοντας την παράταξη προς τον γόνιμο χώρο του προοδευτικού κέντρου. Σ’ έναν χώρο που θα κρίνει τον επόμενο εκλογικό αγώνα. Αλίμονο σ’ έναν πολιτικό αρχηγό, όταν δεν συμπορεύεται με τα μηνύματα της λαϊκής βάσης και όταν η πολιτική του δεν προσαρμόζεται προς αυτήν.
Ας αφήσουν, λοιπόν, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στην άκρη τις… “ομπρέλες”. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βρίσκεται σε περίοδο βαρυχειμωνιάς να τις χρειάζεται, αλλά σε εαρινή περίοδο. Το κόμμα πρέπει να μείνει ανοιχτό στην κοινωνία, για να μπει ανοιξιάτικος άνεμος. Δεν χρειάζεται ιδεολογικές… “ομπρέλες”.
Αυτές ήταν χρήσιμες, όταν βρισκόταν στην βαρυχειμωνιά του 3%! Απαιτείται λοιπόν συσπείρωση γύρω από την πολιτική που χαράσσει ο αρχηγός Α. Τσίπρας. Σήμερα δίνει μια τιτάνια μάχη, σχεδόν μόνος του. Με μοναδικό όπλο τη δύναμη της λαϊκής βάσης. Αυτός εκφράζει τις βασικές αξίες της παράταξη, την επικοινωνιακή στρατηγική που αποτελεί το κύριο πολιτικό του όπλο και τις κεντρικές επιλογές του κόμματος.
Όσοι διαφωνούν, μεμψιμοιρώντας για δήθεν ιδεολογική καθαρότητα ή για δήθεν δημοκρατική οργάνωση λειτουργίας του κόμματος, πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι ένας αρχηγός που κατάφερε να κάνει κυβέρνηση ένα κόμμα του 3% και χωρίς να ανήκει στο καθεστώς της οικογενειοκρατίας, δεν επιτρέπεται να υπάρχει ούτε σαν σκέψη, ότι πρέπει να βρίσκεται υπό κηδεμονία!
Αξιότιμε κύριε,διάβασα με πολύ ενδιαφέρον τις απόψεις σας. Για τα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχω άποψη.Ομολογώ ότι η ανάλυση σας με πήγε στο παρελθόν όταν φοιτητές σε ευρωπαΙκό πανεπιστήμιο ξενυχτούσαμε για να “αλλάξουμε τον κόσμο” και σπαταλούσαμε ώρες προκειμένου να καταλάβουμε αν ο Jean Paul Sartre η ο Herbert Markuze είχαν δίκιο με τις ιδέες τους.Τελικά η ζωή μας απέδειξε στην πράξη ότι η μόνη ιδεολογία που είναι ωφέλιμη για τις κοινωνίες είναι αυτή της παραγωγής ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών που δίνει στο κράτος την δυνατότητα νά έχει και ικανοποιητική κοινωνική πολιτική,αντλώντας μέσα από λελογισμένη φορολογία τα απαραίτητα χρήματα.Αντιληφθήκαμε πολύ γρήγορα ότι μιας και δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα πρέπει να υπάρχει περιβάλλον που να ευνοεί τις επενδύσεις,δηλαδή την αύξηση των θέσεων εργασίας.Αν δεν υπάρχει αυτό τα επενδυτικά κεφάλαια πάνε παραδίπλα,παραπάνω η παρακάτω και σε αφήνουν να διανέμεις την μιζέρια σου.Νομίζω ότι τρόπος που αναφέρεστε στον κεντρώο-μεσαίο χώρο είναι αυταρχικός και απολυταρχικός.Από που ως που βάζεται ταμπέλες σε ανθρώπους που δεν άγονται και φέρονται προβατοϊδώς από κομματικά νταούλια και κομματικές παμφόλυγες; Μήπως ειναι οι πολίτες που διατηρούν την αυτονομία της σκέψης τους και κρίνουν από τα πεπραγμένα και από την διαχρονική συνέπεια λόγου και έργων,κoπάδι από γαλοπούλες που τις οδηγείτε με το καλάμι στο μαντρί που θέλετε;Από που βγάλατε το συμπέρασμα ότι η στην μεταπολίτευση το κέντρο έπαψε να έχει ρόλο;Οι πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι,ακομμάτιστοι, φιλελεύθεροι και πατριώτες στο πνεύμα του Ελευθερίου Βενιζέλου, είναι πολύ καλά ενημερωμένοι για το γίγνεσθαι στην χώρα και στο πλανήτη,κρίνουν και συγκρίνουν και δεν χρειάζονται κομματικά φερέφωνα και ντελάληδες να τους κατευθύνουν.΄Εχουν καλή μνήμη,πατούν γερά και με τα δύο πόδια στην γή και κρίνουν με ρεαλισμό και όχι με σουρεαλιστικά μπλά-μπλά που εκτοξεύονται από πολυλογάδες.Νομίζω εν τέλει ότι ο παρακάτω στοίχος του Μιχάλη Μπουρμπούλη εκφράζει το κομμάτι αυτό της κοινωνίας μας: Μες σε ταβέρνες σκοτεινές
και κρύα καφενεία
με ένα ρεμπέτικο μου λες
πως φταίει η κοινωνία
Σου στέλνω χαιρετίσματα
με δυό μικρά πουλιά
λιγότερα συνθήματα
και πιο πολλή δουλειά…..
Με εκτίμηση.