Σε τζούστικα χρόνια εγεννήθηκα και σε δύσκολα χρόνια, και από μιτσό κοπέλι, μα και προπάντω όντεν εγίνηκα κοπελιάρης, εβασανίζουμουνε σκληρά, ετσά απου εβασανίζουντανε ούλοι ετοτεσιδά.
Nύχτα εσηκώνομέστανε με το λύχνο, για να ετοιμαστούμενε και πρίχου βγει ο νήλιος, πολλές βολές και πρίχου ξημερώσει εβρίχνουμέστανε στο βάσανο. Γή στην ελιά από κάτω γή στο χωράφι. Έσκαψα ξένες ελιές, ξένα αμπέλια, σε ξένα τυροκομεία, σε ξένες φάμπρικες, μα εδούλεψα και σε καμίνια απου εκάναμενε ασβέστη. Εδούλεψα και σαν χτίστης μια δεκαπενταετία και τελικά εκατάληξα “γραμματεύς εξ αγραμμάτων” (ήμουνα του δημοτικού, μα τότες δεν εμετρούσανε μόνο τα χαρτένια τυπικά προσόντα). Εμπατσιαρίστηκα το γραφείο τση κοινότητας Ασφένδου και τα κατάφερα. Εδά όμως εκουνάλιασα και μόνο με τσοι εφημερίδες καταγίνομαι, να γράφω και να διαβάζω.
Οπροχθιάλλης εδιάβασα στα “Χανιώτικα νέα” και έγραφενε ένα Ολλανδικό περιοδικό, για τσοι “τεμπέληδες του Νότου”. Άγια να ‘ναι η μπούκα ντου, μα την αλήθεια είπενε. Είπα ‘δα πως τα βολεύαμενε εμείς όντεν ήμουνε κοπελιάρης, μα μερικοί απου τσοι σημερνούς κοπελιάρηδες σηκώνουνται απού το κρεβάτι ντωνε μόνο ότι να πεινάσουνε.
Δεν είναι απού δεν έουνε ίντα να κάμουνε. Τσοι κήπους τωνε έχουνε άσπορους, τσ’ ελιές τωνε έουνε άκλαδες, ένα χοχλιό δε μπάνε να μαζώξουνε. Μα δεν είναι απού θελά κερδίσουνε μεγάλα πράματα απού το γ-κήπο ντωνε, μα χάρη δίδει στο σπίτι απ’ ομρός ο σπαρμένος κήπος και μόνο με τη μπρασινάδα ντου, και θωρείς εδά χαλασμένους τοίχους, αμάζωχτες ελιές και πού να σας τα αναλυγαδιάζω όσα εμπόριε και έπρεπε να γενούνε, μα δε γίνουνται.
Μα μια μ-παροιμία μασε λέει πως “όπου δεν είνιε αφεντικά τα πράματα ρημάσου”. Άχρηστους βγάνομε στσι εξουσίες, ούλοι θα γινούμενε άχρηστοι α δεν αλλάξουνε ταχτική τα αφεντικά μας, γιατί είπενε ένα σοφός πως “ο λαός ομοιούται τοις άρχουσι” και λέει και ο λαός πως “όπου πηδήξει η γι – αίγα πηδά και το ριφάκι”. Εδά, όσοι βγαίνουνε σην εξουσία, μόνο όντε θωρούνε διάφορο σε λεφτά και σε ψήφους εδιαφέρουνται. Μα εγώ χαντώ πως πρέπει να εδιαφέρουνται, σα νάχαν του Παπαδόπετρου, το παλιό ΙΚΑ, το Ιντζεδίν, θελά τ’ αφήσουνε να τα καταστρέφει ο χρόνος; Τα λεφτά απού δίδει το Δημόσιο στα ενοίκια, θελά διορθώσει τα χτήριά ντου απού καταστρέφουνται, απού να τα ‘χει κάθε χρόνο να μην ενοικιάζει ξένα χτήρια.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Μιτσό = Μικρό
Όντεν = Όταν
Κοπελιάρης = Έφηβος, νεαρός. «Δώδεκα βεργολυγερές, ξαθές και μαυρομάτες/ βασιλικούς εποτίζανε και τσ’ εβαγιοκλαδίζανε./ εκειά που τσ’ εποτίζανε και τσ’ εβαγιοκλαδίζα/ Χριστέ κι ας επερνούσανε δώδεκα κοπελιάροι/ να πάρει κάθα εις τη μια κι η κάθα μια τον ένα».
Ετοτεσιδά = Από τη λέξη εδά μπαίνει το δα σαν μόριο στη λήγουσα.
Εσηκώνουμέστανε = Συχνά στο κρητικό ιδίωμα το ρήμα στον πληθυντικό γίνεται διτονιζόμενο.
Πρίχου = Πριν.
Νήλιος = Ήλιος. Πολλοί στα μικρά μου χρόνια τον λέγανε νήλιο.
Φάμπρικα = Ελαιουργείο.
Εμπατσιαρίτσηκα μια δουλειά = Ανέλαβα μια δουλειά.
Εδά = Τώρα
Έουνε, έεις = Σε πολλές περιπτώσεις αποφεύγουμε το σύμφωνο (τραούδι, κατέω αντί κατέχω, επαέ). Σε πολλές περιπτώσεις βάζομε το μόριο επί του προκειμένου το βάζομε στο τοπικό επίρρημα επά και το κάνομε επαγέ, όμως εδώ αποφεύγομε το σύμφωνο γ και γίνεται “επαέ”.
Άκλαδες οι ελιές = Δεν είναι κλαδεμένες.
Αμάζωχτες οι ελιές = Δεν είναι μαζεμένος ο καρπός.
Θελά κερδίσουνε = Θα κερδίζανε.
Ομπρός = Μπροστά.
Θωρώ = Βλέπω. «Σε θωρώ κι αναθαρρεύω», λέει ο Πολέμης στο ποίημα της σημαίας.
Αναλυγαδιάζω = Αναφέρομαι σε πολλά πράγματα.
Α δεν αλλάξουνε = Αν δεν αλλάξουνε (αποφεύγομε το “ν”).
Νάχαν είνιε = Αν θα ήσαν.
Τσι εφημερίδες = Τις εφημερίδες. Το άρθρο, στο πληθυντικό αρσενικού γένους, καλώς γράφεται με “οι”. Όμως θηλυκού γένους πληθυντικός, “τις γυναίκες”, πρέπει να διατηρεί την ορθογραφία του και να γίνεται “τσι γυναίκες”, πρέπει να διατηρεί την ορθογραφία του και να γίνεται “τσι γυναίκες” και όχι “τσοι γυναίκες”. Μόνο μετατοπίζεται το “σ”.
Εκουνάλιασα = Κουναλιασμένο λέμε το πολυγινωμένο φρούτο. Μεταφορικά, “εκουνάλιασα κι εγώ που βαδίζω σα 94”.
Οπροχθιάλλης = Προχθές, την άλλη μέρα.
Μπούκα = Στόμα. «Να πάει η μπούκα μου στο γκαφά μου, α σου λέω ψώματα». (Όρκος του παλιού καιρού, πάνω στη συζήτηση). “Άγια να ‘ναι η μπούκα ντου”. Το λέμε όταν πολύ μας αρέσει αυτό που ακούσαμε μα και που το θεωρούμε πολύ σωστό. (Άγιο να ‘ναι το στόμα σου, λέμε τώρα).
Κάθα εις = Καθένας (Κάθα εις λέμε εμείς, όχι κάθε εις)
Οι γ-ίδιοι = Όταν η προηγούμενη λέξη τελειώνει σε φωνήεν και η επόμενη αρχίζει από φωνήεν βάζομε ένα “γι” για να αποφύγουμε τη χασμωδία. Αν το τελικό της μιας και ο αρχικό της άλλης είναι και τα δύο “ι” ΄ή “η” τότε βάζομε ένα σκέτο “γ” (η γ-ίδια γυναίκα, οι γ-ίδιοι αθρώποι).
Το ήτα όταν το χρησιμοποιούμε για διάζευξη λέξεων ή φράσεων το κάνουμε “γη” (ο Γιάννης γή ο Γιώργης).