Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024

Οϊ θεία δεν ήμουνα ’γω

Μπορεί να μην έπαιρνε τα γράμματα το Σηφαλιό την εποχή εκείνη και να τον έδερνε ο δάσκαλος με την κυδονόβιτσα… στσι πονηριές όμως και στσι διαολιές ήτανε ο πρώτος.
Με το δίκιο της τον εκυνήγα με τσι πέτρες η θειά ντου η Ζαμπιά κι έλεγε στον παπά του χωριού, ότι αυτό το κοπέλι μυρίζει του γέροντο διαόλου κι ανε το πιάσω κιαμιά μέρα στα χέρια μου θα το σουρομαδήσω σαν την όρθα.
Ήταν όμως κι αυτή σαν την απατή τζη… και το Σηφαλιό το κακορίκο την πιλάτευε το φτωχάκι, γιατί τό ’στελνε καθημερνά για θελήματα,και δεν του έδιδε ούτε ένα πενταράκι για ρεγάλο, ούτε μια φέτα με λάδι…
Μια μέρα που παίζαμε μπάλες ξυπόλυτοι έξω από την αυλή τζη, έπαιξε ξεπίτηδες μια σουτάρα με ούλη ντου την δύναμη  και τσή ’κανε θρύψαλα το φεγγίτη τση σοφίτας.
Εμείς εγινήκαμε χασόφτερα μην μας πιάσει και μας ξυλίσει με την μουρνόβιτσα αλλά οι κατάρες της ακούγονταν μέχρι την πέρα μπάντα του χωριού.κι οι νοικοκυρές έκαναν ομαδικά τον σταυρό τους.
– Ακου πάλι την αφορεσμένη βλαστιμίδια που παίζει στο φτωχό κοπέλι, σαν δεν φοβάται τον θεό η θεότροζη.
– Ω φωτιά να σε κάψει καταραμένο, ω κακό χρόνο νάχεις ανεμοκόπελο, ω κακιώρα να σού ’ρθει κακοθάνατο… και δεν θα σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε λιώσω.
Την επόμενη μέρα τσΗ έστησε καραούλι κι αυτό πίσω από ένα βάτο, εκιά στο πηγάδι που γέμιζε το λαΐνι της με νερό, και τση το έκανε θρύψαλα με τη λαστίχα του.
-Ωφου κι ίντα θα γεννώ η άκλερη με τούτονε τον σατανά που έχω μπλέξει, εμουρμούριζε μοναχή τζη στον δρόμο.
Μια άλλη μέρα που τόχε σφίξει η πείνα το Σηφάκι, σκαρφάλωσε στην μουρνιά της για να φάει μαύρα μούρνα, τον πήρε χαμπάρι από τον οντά η στριμμένη και πριν προκάμει να την κοπανήσει το κακορίμαλο, του έκανε τα ατζάκια του μπλάβα με μια μουρνόβιτσα.
– Τα μούρνα μωρέ κουλούκι τά ’χω για να τα τρώνε οι όρθες μου και δεν τά ’χω για τα αντόδια σου του φώναζε με λύσσα.
Το ίδιο βράδυ πήγε κι αυτό κάτσα-κάτσα έξω από την πόρτα της και εσκλήριζε σαν το κακό πουλί για να τη φοβερίσει…
– Ω κακό ψόφο νά ’χεις καταραμένο πουλί… κάψε το θέ μου..
– Ηντα ’χεις θειά και βλαστημάς πάλι βραδιάτικα.
-Α, εσύ μωρέ τελώνη έκραζες προ λίγου στην πόρτα μου και κακόβαλα.
-Οϊ θεία δεν ήμουνα ’γώ, κακό πουλί ήτανε κι εγώ τ’ ακουσα κι ήρθα να το ζυγώξω…
– Ε κακομοίρη μου κι ανέ σε μαγκώσω ,θα σου το κόψω το πουλάκι σου με τον σβαρνά να το πετάξω του κάτη… γιατί σαν πολλά μου τάχεις καμωμένα τση μαυροκακομοίρας…
Ε μα κι εσύ μωρέ θεια… μαύρα μου τά ’χεις κάνει τα κολάκια μου με τη βίτσα…!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα