Τετάρτη, 17 Ιουλίου, 2024

Οι θύµισες για τσι φούρνους και τα φουρνιστά

Αναστορούµαι τω µ-παλιότερω καιρώ απου, µπάρε µου στα χωργιά µας, ήτονε καλά λίγοι εκείνοινα απου ετρώγανε αγοραστό ψωµί και οι πλια πολλοί το ζυµώνανε στα σπίθια ν-τωνε.

Ετότεσας οι  γι- αθρώποι εσπέρνανε τα στάργια, κριθάρια, ταές, ούλα τα χρειγιαζούµενα σπορικά, τα βάνανε στο µαγατζέ ν-τωνε για να τσι πορέψουνε ούλη τη χρονιά, να περισσέψει και για το σπόρο τση επόµενης. Ένας µπάρµπας, απου έβανε γράντο σε όσα έλεγε κι έκανε, είχε πωµένο: Όποιος έχει δυο αµάθια παίρνει στάρι, όποιος έχει ένα αµάτι παίρνει αλεύρι κι όποιος είναι στραβός κι απου τα δυο αµάθια παίρνει ψωµί.
Κάθε σπιτικό είχε το φούρνο ν-του κι ακόµης σε πολλά σπίθια τον έχουνε βαστήξει. ∆εν τσι άφτουνε όµως µπλιο για να ψήσουνε ψωµί, άντε να ψήσουνε κιανένα τεψί φαΐ (προσπάντως) στο πανηγύρι, για τη νοστιµιά απου δούνει. Μόνο για τσι θύµισες δεν τσι χαλούνε. Σήµερο θα σασε πω, όσα µπορεί να φέρει ο νους για τσι φούρνους και τα φουρνιστά του ψωµιού, απου έκανε κάθε νοικοκυριό.

Το φούρνο, όσοι εµπορούσανε τον εθειάζανε σε ένα ξεχωριστό σπιτάκι, όξω απου το σπίτι. Εχτίζανε ένα ν-τετράγωνο δυο µέτρα ποθές κάθε µπάντα κι επάνω απού ένα µέτρο στο ύψος. Για δώµα τονε σκεπάζανε µε πυρολύκι κι αργιλόχωµα, για νάναι µαγλινό. Το σπιτάκι απου γίνουντονε απου κάτω το λέγανε κούµο κι εβάνανε το χοίρο, κουνέλια, κοιµητέ τω ορνίθω, ό,τι ήθελε κάθε νοικοκυργιό. Απάνω στο δώµα του κούµου εχτίζανε το φούρνο. Τον εθειάζανε (το πλια συνηθισµένο) από σπασµένα κεραµίδια και λάσπη. Ήτονε στρόγγυλος και ψηλά οθεν τη γ-κορφή του αφήνανε µια ν-τρύπα, κάτολα την ελέγανε για να φεύγει ο καπνός και να µην πουµώσει όντε ν-εκαίγανε ξύλα για να πυρώσει. Ήθελε µεγάλη µαστοριά στο χτίσιµο, έπρεπε να γενεί το «ζύγιασµα» του θόλου για να µην πέσει στο χτίσιµο, να µπει σωστά ο κάτολας και το πάχος νάναι κανονικό. ∆εν έπρεπε να γραίνεται καθόλου για τούτονα τονε σκεπάζανε µε λαµαρίνες, γή όπως αλλιώς εµπορούσανε. Απής τον ετελειώνανε ανάβανε µέσα φωθιά µια δυο ώρες κι ήτονε το ψήσιµο του φούρνου. Ήθελε µαστοριά να µην πυρώσει απότοµα και σκάσει.
Όσοι δεν εµπορούσανε να τονε θειάξουνε όξω από το σπίτι, τονε κάνανε στη γ-κάµερα απου λέµε σήµερο κουζίνα. Σε ένα τοίχο χαµηλά αφήνανε µια τρύπα για πορόφουρνο κι απόξω εθειάζανε το φούρνο. Να πούµε εδά πως, όσοι είχανε ετσά το φούρνο, σε κάθε άναµµα, όσο κιανε τον επυρώνανε σιγά σιγά για να µην βγάνει πολλούς καπνούς απου το πορόφουρνο, το σπίτι επούµωνε απου τη κάπνα.

Ο πάτος έπρεπε νάναι ντίπις ίσιος για να µπορεί να καθαριστεί καλά αλλά και να ΄ναι µαγλινό το ψωµί από τη µπάντα που ακούµπα στο φούρνο. ∆ε γ-κατέω πότες ήρθανε στα µαζαγιά κάτι ειδικά τούµπλα, απου τα βάνανε στον πάτο του φούρνου και ήτονε µεγάλη εφκολία. Απου τη µια µπάντα είχανε τρύπες να µπαίνει τσιµεντόλασπη να το βαστά και η γι-άλλη µπάντα, απου ήτονε η πάτα του φούρνου, ήτονε ντίπις µαγληνή.
Το πορόφουρνο ήτονε στρόγγυλο κι είχανε κι ένα σκέπαστρο απού χοντρή λαµαρίνα, (κοµµένη από πάτο σιντερένιου βαρελιού) θαρρώ πως το λέγανε σάτσι κι αυτό. Σάτσι ητονε κι η πλάκα απου σίντερο γή πέτρα, απου ψήναµε τα καλιτσούνια. Όπως ήτονε στρογγυλό το πορόφουρνο και στη κάτω µπάντα ίσιο, ετσα εδιπλώνανε σε µια µπάντα και τη λαµαρίνα για να πατεί στο πάτο του και να κλείνει καλά το πορόφουρνο. Για το ζύµωµα και το φούρνισµα είχανε καµπόσα ζυµπράγκαλα, απου θα σας τα πω εδά:
Τη σκάφη που την λέγανε και πινάκι. Παλιά τηνε θειάζανε από ένα χοντρό πλάτανο, καστανιά γή κερασιά. Απής εκόβανε το δεντρό, επαίρνανε ένα ίσιο κούτσουρα ενάµιση µέτρο ποθές στο µάκρος και χλωρό ακόµης τον ισιώνανε καλά από µια µπάντα, απου θα ν-ήτονε ο πάτος τση σκάφης. Απόης τονε εξεγκουφίζανε από µέσα µε τη σκεπάρνα, απου ήτονε σαν ν-τη τσάπα αλλά καλά ακονισµένη. Για να µην ραΐσει ο κούτσουρας το γεµώζανε συνέχεια µε νερό. Όντε ν΄ αποτελειώνανε το πελέκηµα ετρίβανε µε ξυλοφά απου την οξω µπάντα για να µαγλινίσει. Ετούτηνα η δουλειά, απου την αρχή ως το τέλος ήθελε δέκα µεροκάµατα ποθές.
Άµα δεν την έθειαζε κιανείς αµοναχός για την αγοράσει ήθελε 25 οκάδες λάδι.

Τα µεροκάµατα επλερώνουντονε 20 µε 30 φράγκα και µια οκά λάδι έκανε 10 µε 12 φράγκα.
Απού τα 1960 κι ύστερα, οι πλια πολλοί αγοράζανε σκάφη απου το µαραγκό, απου την έθειαζε µε µηχανήµατα κι ήτονε φτηνότερη, λιγάκι παράνω απου εκατό φράγκα.
Στο σπιτικό µας είχαµε µια πολλά µεγάλη σκάφη µονοκόµµατη από ένα γ-κούτσουρα πλατάνου, απου την είχε θειάξει ο λάλος µας και το ξύλο και δεν έει χαλάσει ακόµης.
Το πλαθοσάνιδο, ένα µαγλινό σανίδι, απάνω κάτω ένα µέτρος το µάκρος και δυόµισι απιθαµές αντρούς το φάρδος. Στο σανίδι ετούτονα εθειάζανε τα ψωµιά.
Το διχάλι ένα ξύλο δυο µέτρα στο µάκρος ποθές µε ένα διχάλι στην άκρα να σπρώχνουνε τα ξύλα µέσα στο φούρνο
Ο συντρίφτης, ένα ξύλο τρία µέτρα ποθές στο µάκρος, πλατανένιο τσοι πλια φορές. Με τούτονα εσκορπούσανε τα κάρβουνα για να πυρώσει ούλος ο πάτος του φούρνου Το κιλµπερί, ένα σίντερο δυο απιθαµές ποθές (σαν ν-το γράµµα απου το λέµε µεγάλο γάµα) και το βάνανε στην άκρα ενιούς µακρού ξύλου, σαν ν-τη δέµπλα. Άλλοι το λέγανε και σέρτη. Με τούτονα, απής επύρωνε ο φούρνος εµαζώνανε τα κάρβουνα και τον πολύ – πολύ άθω να τα βγάλουνε όξω απου το φούρνο.

Το πάνιστρο Ήτονε ένα µακρύ ξύλο απου στη γ-κεφαλή ν-του είχανε δεµένο ένα
παλιόπανο (παλιοτσούβαλο ή παλιοσέντονο). Το βρέχανε λιγάκι για να µην καεί κι απής επύρωνε ο φούρνος, εσκουπίζανε το µ-πάτο. Ήτονε το πάνισµα του φούρνου.
Το φουρνόφκυαρο για να βάνουνε τη ζύµη δουλεµένη στο σκέδιο ψωµιού και να βγάνουνε τα ψωµιά, απής εψήνουντωνε. Ήθελε µεγάλη µαστοργιά και δεν εµπόργειε να το θειάξει κάθα γείς. Ήτονε ένα πελεκηµένο σανίδι από κούτσουρα 4 πόντους στο πάχος κι αφήνανε πόρο να µπει το στελιάρι, που ητονε πλατανόδεµπλα, απάνω κάτω 3 µέτρα στο µάκρος. Έπρεπε να ΄ναι βολικό στη δούλεψη για να σηκώνει έφκολα το ψωµί, που ένα µεγάλο άψητο, είχε βάρος σκιας τρεις οκάδες. Στο φούρνισµα το πασπαλίζανε µε αλεύρι για να µην κολλήσει η ζύµη στη σανίδα.

Όντε εσίµωνε η ξεζυµωσιά ορντινιάζανε στο κάθε σπιτικό για την καινούργια φουρνισιά. Έπγαίνανε µε το χτήµα στάρι στο µύλο (τσι πλια φορές ήτονε σταρένιο το ψωµί) κι επαίρνανε το αλέβρι τη µέρα απου των έλεγε ο µυλωνάς. Ξάϊ για τα αλεστικά εβάστα απου δέκα ένα, ανε θυµούµαι καλά. Τα αλεβροτσούβαλα τά ΄χανε µόνο για τούτηνα τη δουλειά, καλοστερεµένα µην τα φάνε οι µ-ποντικοί και πάντοτες καθαρά, το στάρι έµπαινε σε άλλα τσουβάλια.
Η νοικοκερά το κνησάριζε (κατά πως ήτονε το ψυχοµέτρι τση φαµελιάς, από δέκα οκάδες αλεύρι κι απάνω) στη σκάφη για να φύγει το χοντρό πίτερο, απου το δίνανε στσι χοίρους και στσι όρθες. Το πλια πίτερο όµως απόµενε στο αλέβρι κι εµαύριζε το ψωµί, όµως τό ΄κανε πλια νόστιµο και καλό για την υγειά. Χάσικο αλεύρι επαίρνανε απού το µπακάλη για ξεροτήγανα και άλλα κουλουράκια απου θέλανε νάναι χάσικα.
Σήµερο, απου το αλέβρι απου µασε πουλούνε, έχουνε πάρει ούλο το φλούδι απου το στάρι, (ούλο το πίτερο) τάξε µου για να µασε κάµουνε χάσικο το ψωµί, επειδής φοβούµαστε πως ανε µαυρίζει λιγάκι, θα µασε κάτσει στον κακοπλύτη. Το φλούδι µας το πουλούνε ύστερα στα φαρµακεία βοηθητικό για το άντερο.

Οι νοικοκεράδες είχανε φυλαµένο προζύµι απου προηγούµενη ζυµωσιά κι απής το κνησάρισµα το λιώνανε σε δυο τρεις οκάδες φτόχλιο νερό να γενεί ντίπις νερουλό. Το ανακατώνανε έλιγο έλιγο στη σκάφη µε τρεις τέσσερεις οκάδες αλέβρι, το ζυµώνανε καλά καλά και τούτονα το λέγανε ανάπησµα.
Αν ήτονε χειµώνας το βαροσκεπάζανε και το αφήνανε αποβραδίς ως ταϊτέρου, για να ανεβεί. Απόης το ανακατώνανε σιγά σιγά µε το αποδέλοιπο αλεύρι κι εβάνανε το χρειγιαζούµενο νερό, για να γενεί ούλο µια ζύµη. Το ζύµωµα ετούτονα εβάστα µιαν ώρα ποθές κι ετέλειωνε άµα δεν εκόλα η ζύµη στα χέργια. Ήτονε σκότωµα για τη νοικοκερά, απου επάλαιβε µε τσι γροθιές τση για να δουλεφτεί καλά η ζύµη, δε έπρεπε νάχει µουδέ κουκί αλέβρι αδούλευτο, επειδής θα τό ΄βριστες στο ψωµί. Εβάνανε αλάτι, µερικοί εβάνανε και λάδι. Το ψωµί όµως µε λάδι, άµα µπαγιάτεβε, δεν εκόβγουντονε καλά επειδής εθρούλα.
Απής ετέλειωνε, το σκέπαζε µε µάλλινες πατανίες και το άφηνε απάνω -κάτω δυο ώρες για να φουσκώσει η ζύµη, ανέβασµα το λέγανε. Πολλές νοικοκεράδες για να δούνε αν είναι ανεβασµένη, εβάνανε τη γροθιά ντωνε µέσα στη ζύµη. Άµα έκλεινε γλήγορα η τρύπα απου άφηνε η γροθιά ντωνε, ήτονε ανεβασµένη κι έτοιµη να πλάσσουνε τα ψωµιά και να τα πάνε στο φούρνο.

Απού την ανεβασµένη ζύµη επαίρνανε ένα κοµµάτι και το βάνανε σε ένα πήλινο λεκανάκι, του βάνανε λιγάκι αλάτι και λάδι για να µη ξεραθεί, το βάνανε σ΄ ένα ντολάπι, να µην το φάνε οι µ-ποντικοί και το σκεπάζανε για τσι σκόνες. Ήτονε το προζύµι τση επόµενης φουρνισιάς, άλλα έπρεπε να µην ξεραθεί επειδή άµα εξεραίντουνε ντίπις ήτονε για πέταµα.
Ώφου κακορίζικα να µη δει πάλι η γυναίκα πως επαραίτησα τη σκαλίδα για να πχιάσω τσι γιαφτάδες και σε µιαν άλλη απαραµετέ θα θασε πω και τ΄ αποδέλοιπα για τα φουρνιστά και το ψωµί, όπως τα φέρνει ο παντέρηµος νους. Να κάµω εδά ένα δράµι δουλειά, να καθαρίσω κιανένα µπουµπουλέ επειδής µουρµουρίζει για το «µ-προκοµµένο τζη απου κάνει το γραµµατικό κι όπου νάναι οι βάτοι θα πιάσουνε και τσ΄ αυλές».

*Ο Κατωκεφαλιανός


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα