Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024

Οι Tουρκοκρητικοί της Σµύρνης

» Ένας 93χρονος αναστοράται

Ο γνωστός, τώρα και καιρό,στους αναγνώστες των Χανιώτικων Νέων, 93χρονος Περβολιανός, Καρεφυλάκης Γεώργιος, ναυτικός στο επάγγελµα, αναστοράται , για χάρη των αναγνωστών µας, ιστορίες και εµπειρίες αλησµόνητες.

 

Ως ναυτικός, έχω επισκεφτεί πάρα πολλές χώρες σε όλο τον κόσµο, είδα και γνώρισα τόπους και ανθρώπους και νιώθω ‘‘πλούσιος’’ από γνώσεις και εµπειρίες.
Μια όµορφη πόλη ελληνική, µα σε ξένα χέρια, τακτικά την φέρνω στο µυαλό µου και αυτή σαν πόλη, µια πιο πολύ για τους ανθρώπους που γνώρισα εκεί.
Είναι η  Σµύρνη και οι άνθρωποί της, οι Τουρκοκρητικοί, όπως τους γνώρισα και τους έζησα στα πολλά ταξίδια που έκανα  λίγο µετά το 1960.
Με την ανταλλαγή των πληθυσµών, πολλοί Τουρκοκρητικοί,  Κρητικοί δηλαδή που είχαν εξισλαµιστεί και λόγω της συµφωνίας, αφού ήταν µουσουλµάνοι  έπρεπε να φύγουν µε το ‘‘στανιό’’, µεταφέρθηκαν στο άλλοτε  πλούσιο και όµορφο Αϊβαλί.
Οι Τούρκοι , ‘‘τσέτες’’ και στρατιώτες, όµως το είχαν καταστρέψει  εντελώς και έκαναν παράπονα.
– Τι θα κάνουµε εδώ; πώς θα ζήσουµε αφού δεν είµαστε γεωργοί;
Τους µετέφεραν, λοιπόν, στην Σµύρνη, τάζοντας τους  σπίτια και µαγαζιά. όµως δεν τους έδωσαν τίποτα και γίνανε οι πιο πολλοί λιµενεργάτες και µε δίχως καµιά ασφάλιση..
Πολλές φορές έρχονταν  στα ελληνικά καράβια και ρωτούσαν αν δουλεύει σε αυτά κανείς Κρητικός
– Να, αυτός είναι Κρητικός, είπαν και έδειξαν οι δικοί  µας εµένα, σε έναν µεσήλικα  που τους ρωτούσε επίµονα.
– Μου  ‘πανε  πως σέρνεις από τα Χανιά, µε ρώτησε µε βαριά κρητική προφορά.
-Ναι, του είπα, από τα  Περβόλια.
– Ω!!!  χωριανοί είµαστε!
-Από πού και ως πού, του κάνω.
-Εγώ είµαι γνήσιος Περβολιανός, απατός σου  µου φαίνεσαι  ‘‘αναµαζωξιάρης’’… Εγώ, είµαι του Τσαµπαντώνα ο εγγονός.
-Έλα κάτσε να κουβεντιάσουµε, γιατί έχω  ακούσει για τον παππού σου.
Ο παππούς του έµενε στην κεντρική πλατεία, εκεί που µένουν τώρα οι Μανταράκηδες,  και ήταν ζωέµπορος αλλά πολύ κατεργάρης  Όπως µου είχε κάνει την ιστορία του ο Βλάµης ο Γιάννης.
Κάποιος  χωριανός πήγε στον Τσαµπαντώνα να αλλάξει το µουλάρι του γιατί είχε γεράσει, το  έδωσε  και περίµενε  να του βρει ο  ‘‘µαντραµπάζης’’ (ο ζωέµπορος) ένα άλλο νέο και  ‘‘πραγιό’’.
Ο  Τσαµπαντώνας, το τάισε  καλά το καλοκαίρι, δεν ήταν και δουλειές και ξεκουράστηκε, πάχυνε και έγινε µια χαρά, το πασάλειψε  και µε ‘‘αµµουζουδιές’’ και το πάει στον ‘‘µουστερή’’ παίρνοντας την ανάλογη αµοιβή.
Σε λίγο καιρό έβρεξε,  βράχηκε το µουλάρι, ξεπλύθηκαν οι αµουζουδιές και φάνηκε η κατεργαριά.
Με το τέλος της ιστορίας έσκασε στα γέλια ο Τουρκοκρητικός.
Μια άλλη φορά, µε πλησίασε  ένα γεροντάκι και µου πιάνει την κουβέντα.
-Αχ !  κοπέλι µου, να µπόρουνες να µε πάρεις , νάρθω στα Χανιά να αποθάνω.
– Τόσο πολύ σ΄αρέσουν τα Χανιά; Τι δουλειά έκανες;
-Τα  καράβια, στο λιµάνι έµεναν απ΄όξω και είχα δική µου βάρκα και έβγαζα τον κόσµο έξω.  Έβγαζα πολλούς παράδες, είχα καλή ζωή στα Χανιά. Υπηρέτησα και στον ελληνικό στρατό, έκανα ιπποκόµος στον στρατηγό  Σηφάκη… Νά ‘ναι τρόπος να µε κρύψεις στο αµπάρι και να µε βγάλεις στα Χανιά, εδώ στερούµαστε τα πάντα ούτε µια ασφάλεια για τα γερατειά δεν έχουµε. Επαέ λιγωθήκαµε και τσι ‘‘φρίσσες’’ (ρέγγες)  ακόµα.
Τότε, πάω και βρίσκω τον τροφοδότη του πλοίου και τον ρωτώ αν έχει να µου δώσει µια δυο ρέγγες για να τις δώσω στον γέρο.
-Έχω ένα τελάρο, γιατί οι δικοί µας  δεν τις θέλουν, άµα τις βάλω στο συσσίτιο όλο µουρµουρίζουν.
Μου έδωσε το τελάρο, τους το µοίρασα και εκουζουλαθήκανε.
-Θα  βράσουµε χόρτα, µε µπόλικο λάδι και θα θυµήθουµε την Κρήτη έλεγαν.
Κάποια φορά ξεφορτώναµε και επέβλεπε  ένας αξιωµατικός κι εγώ ως µηχανικός, µην τυχόν και συµβεί κάτι  στο βίντσι.
Ένα  Τουρκάκι µετρούσε  και σηµείωνε τις ‘‘σαµπανιές’’, ξαφνικά έρχεται ξεγλωσσισµένο δίπλα µου και µου λέει:
-Πού ‘ναι ο  ‘‘απόπατος’’; τού δειξα και πήγε τρεχάτο.
– ∆εν τόξερα, µάστρο – Γιώργη, πως ξέρεις και τούρκικα µού ‘πε ο συνάδελφος.
Όταν γύρισε το Τουρκάκι, το ρώτησα, πώς ξέρει τα Κρητικά.
– Ετσά µιλούµε εµείς στο σπίτι µας, µούπε µανισµένο.
Μια δυο φορές πήγαµε βόλτα στο Μπουρνόβα και στο Κορδελιό, ωραία µέρη και προάστια της Σµύρνης, σε ένα καφενείο µας λέει το  γκαρσόν – Γιουνάν;  (Έλληνες;).
Ναι, του λέω… Στη συνέχεια µε έφαγε ο φίλος µου, που του είπα ότι είµαστε  Έλληνες, αυτός φοβόταν ότι ίσως να µας έκαναν κάποιο κακό. Εγώ ποτέ δεν ένιωσα τον παραµικρό φόβο.
Εκείνο τον καιρό, στην Τουρκία δικαζόταν ο Μεντερές, πρώην πρωθυπουργός  που είχε ανατραπεί πραξικοµατικά και που στο τέλος τον κρέµασαν
Οι Τουρκοκρητικοί και οι εργάτες γενικά τον συµπαθούσαν γιατί είχε κάνει έργα, είχε ανοίξει δουλειές και το βράδυ που σχολνούσαν, έτρεχαν όλοι να ακούσουν νέα από το ραδιόφωνο, από φόβο όµως δεν µιλούσαν.

* Ο Γεώργιος Μανιαδάκης είναι συν/χος  δάσκαλος.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα