Οι Τρεις Ιεράρχες, ο Βασίλειος ο Μεγάλος, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όπως είναι σε όλους γνωστό, έζησαν και έδρασαν τον 4ο αιώνα μ.Χ..
Ο 4ος αιώνας είναι πολύ σημαντικός και για το Χριστιανισμό και για το Ρωμαϊκό κράτος, εφόσον, με το διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.) και την 1η οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.), τίθενται οι βάσεις για την κυριαρχία της χριστιανικής θρησκείας σε όλον σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο αφενός και, με τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη από το Μ. Κωνσταντίνο (330 μ.Χ.), αφετέρου μετατοπίζεται πλέον το πολιτικό και διοικητικό κέντρο βάρους της Αυτοκρατορίας στην αναγεννώμενη χριστιανική Ανατολή μακριά από την παρακμάζουσα και ειδωλολατρική Δύση.
Η συμβολή των Τριών Ιεραρχών – εκ των οποίων ο Γρηγόριος και ο Ιωάννης ήσαν δεινοί ρήτορες και αναρριχήθηκαν και στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, χωρίς, όμως, να εκμεταλλευτούν, προς ίδιον όφελος, το ύπατο εκκλησιαστικό αυτό αξίωμα ενώ το ήθος του Βασιλείου τον καθιστά αέναο παράδειγμα προς μίμηση – στην εδραίωση της χριστιανικής πίστης, διά της ενίσχυσης της Θεολογίας, είναι, ομολογουμένως, μεγάλη. Συνετέλεσαν και οι τρεις, και με την υψηλή παιδεία που έλαβαν, με τα γραπτά τους και με τις ιδέες τους και με τις πράξεις τους, να έρθει το πλήρωμα της Εκκλησίας πιο κοντά στο Θείο Λόγο. Κάτι που δεν ήταν εκείνα τα χρόνια και τόσο εύκολο, καθώς η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης είχε να αντιμετωπίσει και εσωτερικούς (αιρέσεις ή αρχομανείς κληρικούς π.χ.) και εξωτερικούς (αυτοκράτορες ή αυλικούς που ήθελαν να «εμπλέκονται» και στα εκκλησιαστικά θέματα ή/και αλλοεθνείς και αλλόθρησκους εισβολείς) «εχθρούς».
Στη μνήμη τους, λοιπόν, και προκειμένου να τιμηθεί η προσφορά τους στα Γράμματα, καθώς συνέβαλαν τα μέγιστα και στη με σαφήνεια και γλαφυρότητα και ζωντάνια χρήση της ελληνικής γλώσσας και στην «αξιοποίηση» του φιλοσοφικού στοχασμού των Ελλήνων στη Θεολογία, και στη χριστιανική πίστη, θα θέλαμε να αναδημοσιεύσουμε κάποια αποσπάσματα από έργα τους και τα οποία, κατά τη γνώμη μας, έχουν διαχρονική αξία και ωφέλεια προς κάθε άνθρωπο, λειτουργούν ως οδοσήμαντρα για κάθε φιλομαθή και χριστιανό.
Έτσι, πρώτα απ’ όλα, από το Βασίλειο το Μεγάλο διαλέξαμε τούτο το απόσπασμα, χάρη στη απόδοση στα νεοελληνικά του Βασιλείου Μουστάκη, από το λόγο του «Προς τους Νέους»: «[…]Ο φρόνιμος άνθρωπος τίποτε άλλο δεν πρέπει να αποφεύγει περισσότερο από τη ζωή των επιδείξεων, από το να τον επηρεάζει το τι θα πει γι’ αυτόν ο κόσμος, από το να μην έχει πυξίδα της ζωής του τη λογική. Αν τα έχει αποφύγει αυτά, τότε δεν φοβάται να πάει αντίθετα προς τη γνώμη όλης της κοινωνίας, να τον κατηγορήσουν, να κινδυνέψει για χάρη του αγαθού, να σταθεί ακλόνητος στην ορθή απόφαση […]».
Και από το Γρηγόριο το Ναζιανζηνό ας ξαναδιαβάσουμε μαζύ αυτά εδώ τα λόγια, που προέρχονται από το «Λόγο Κ΄ – Περί δόγματος και καταστάσεως επισκόπων» (μετάφραση διά χειρός Στέργιου Σάκκου): «Όταν βλέπω την φλυαρίαν της εποχής μας και τους σοφούς που αναδεικνύονται εντός μιας ημέρας και τους αυτοχειροτονήτους θεολόγους, οι οποίοι μόνον επειδή θέλουν να είνε σοφοί, νομίζουν και ότι είνε, τότε ποθώ την ανωτάτην φιλοσοφίαν και αναζητώ την πλέον απόμακρον έρημον, καθώς λέγει ο Ιερεμίας, και θέλω να συζητήσω συγκεντρωμένος με τον εαυτόν μου. Διότι τίποτε άλλο δεν θεωρώ τόσον σπουδαίον, όσον το να κλείσω τας αισθήσεις, να ευρεθώ έξω από την σάρκα και τον κόσμον, να μη έχω επαφήν με τίποτε το ανθρώπινον, εκτός από τα απολύτως αναγκαία, και τα συζητώ με τον εαυτόν μου και τον Θεόν, να ζω υπεράνω των ορατών πραγμάτων […]».
Και, τέλος, από τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, σε μετάφραση του Σταύρου Τσιτσιρίδη, ας παρουσιάσουμε ένα εδάφιο από τον «Κατηχητικό εις το άγιον πάσχα» για το μήνυμα της Αναστάσεως: «Εισέλθετε λοιπόν όλοι στη χαρά του Κυρίου μας. […] Κανείς ας μη θρηνεί τη φτώχεια· εμφανίστηκε η κοινή βασιλεία. Κανείς ας μην οδύρεται για τα σφάλματά του· γιατί ανέτειλε από τον τάφο η συγχώρεση. Κανείς ας μη φοβάται το θάνατο· γιατί ο θάνατος του Σωτήρα μάς ελευθέρωσε. Τον έσβησε, ενώ ήταν υπό την εξουσία του. Τιμώρησε τον Άδη, αφού πρώτα κατέβηκε στον Άδη. Τον επίκρανε, όταν εκείνος γεύτηκε τη σάρκα του […]».