Νέα επιστημονικά ερείσματα ενισχύουν την υπόθεση ότι η ζέστη του καλοκαιριού, η υγρασία, η άφθονη ηλιοφάνεια και η δυνατότητα των ανθρώπων να βγαίνουν έξω, λειτουργούν συνδυαστικά ώστε να εμποδίζουν –σίγουρα πάντως όχι να σταματούν- την εξάπλωση του κορωνοϊού, αναφέρει σε εκτενές δημοσίευμά της η Washington Post παραθέτοντας πρόσφατες μελέτες.
Όπως αναμεταδίδει η Καθημερινή, οι επιστήμονες όμως, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου πως τα όποια οφέλη από τις θερινές συνθήκες μπορούν να χαθούν εάν ο κόσμος πιστέψει ότι ο ιός δεν εξαπλώνεται με τη ζέστη και εγκαταλείψει τις προσπάθειες, όπως η τήρηση αποστάσεων, για περιορισμό των κρουσμάτων.
Η επίδραση του καιρού στον κορωνοϊό υπήρξε αντικείμενο εντατικής έρευνας τους τελευταίους μήνες καθώς το Βόρειο Ημισφαίριο πλησιάζει προς το καλοκαίρι.
Αναπόφευκτα, παραλίες, πισίνες, πάρκα και τόποι αναψυχής μπαίνουν στο μικροσκόπιο των επιστημόνων ως προς τις πιθανότητες μετάδοσης του ιού.
Το κολύμπι στο χλωριωμένο νερό της πισίνας μπορεί να είναι ασφαλές εφόσον οι λουόμενοι τηρήσουν την απόσταση των δύο μέτρων, σύμφωνα με τις πρόσφατες οδηγίες του αμερικανικού Κέντρου Πρόληψης Νοσημάτων
«Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο ιός μπορεί να μεταδοθεί από το νερό σε πισίνες, σπα, θερμά λουτρά, νεροτσουλήθρες κλπ υπό την προϋπόθεση της απολύμανσης και της χλωρίωσης, λέει η εκπρόσωπος του Κέντρου, Κέιτ Γκρούσιχ.
Ωστόσο η μετάδοση του ιού παραμένει εφικτή μέσω της κοντινής επαφής σε όλες τις συνθήκες, εντός ή εκτός σπιτιού, στον ήλιο ή τη βροχή.
Χώρες με θερμά κλίματα, όπως η Σιγκαπούρη, η Ινδονησία, η Βραζιλία και ο Ισημερινός υφίστανται σημαντική εξάπλωση του ιού.
Τους τελευταίους μήνες, διάφορες μελέτες βασισμένες σε εργαστηριακά πειράματα, υπολογιστικά μοντέλα και ανώτερη στατιστική ανάλυση έχουν υποστηρίξει την άποψη ότι ο ιός περιορίζεται από τον καλοκαιρινό καιρό.
Μία νέα εργασία σε συνδυασμό με βάση δεδομένων που δημιούργησαν επιστήμονες από την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, το MIT και άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα εξέτασαν την σχέση καιρού και ιού σε 3.739 τοποθεσίες παγκοσμίως.
Βρήκαν ότι μέσες θερμοκρασίες πάνω από 25 βαθμούς Κελσίου σχετίζονται με μία μείωση της μετάδοσης του ιού.
Ειδικότερα, κάθε μισός επιπρόσθετος βαθμός Κελσίου (1,8 στην κλίμακα Φάρεναϊτ όπου είναι και τα νούμερα στο πρωτότυπο της έρευνας) προέκυψε ότι σχετίζεται με μία περαιτέρω μείωση κατά 3,1% της αναπαραγωγής ιού πιέζοντας προς τα κάτω (δηλαδή επί τα βελτίω) τον αριθμό μετάδοσης «Ρ».
Ωστόσο, όπως έχουν δείξει και προηγούμενες μελέτες, έτσι και η έρευνα του Χάρβαρντ και του MIT βρήκε ότι η μετάβαση προς τον καλοκαιρινό καιρό δεν επαρκεί για να αναχαιτίσει πλήρως τη μετάδοση του ιού.
Αλλοι κορωνοϊοί, όπως ο SARS και ο MERS, έχουν επίσης επιδείξει εποχικότητα, υποχωρώντας σταδιακά κατά τη διάρκεια θερμότερων περιόδων περίπου όπως η εποχική γρίπη.
Πολλοί ειδικοί εικάζουν ότι εδώ και μήνες ότι και ο νέος κορωνοϊός θα έχει ανάλογη πορεία.
Οι εποχικοί παράγοντες στη μετάδοση του λειτουργούν επίσης και αντίστροφα: Την πτώση στη μεταδοτικότητα το καλοκαίρι μπορεί πιθανώς να ακολουθήσει μία εποχική αύξηση των κρουσμάτων το φθινόπωρο.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες στην εποχική συμπεριφορά. Ο ιός εξασθενεί έξω από ένα κύτταρο ξενιστή και αυτό συμβαίνει ραγδαία όταν εκτίθεται στη ζέστη ή στην υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία.
Η υγρασία παίζει έναν σύνθετο ρόλο. Η επιστημονική έρευνα έχει δείξει ότι οι ιοί εξαπλώνονται εύκολα τον χειμώνα στον ξηρό αέρα κλιματιζόμενων χώρων. Αντιθέτως, η υψηλότερη υγρασία κάνει τα αναπνευστικά σταγονίδια, να πέφτουν στο έδαφος ή το πάτωμα πιο γρήγορα, περιορίζοντας την αερομεταφερόμενη μετάδοση.
Ακόμη και το καλοκαίρι, οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν μέσα στα σπίτια τους και πολλά από όσα θα συμβούν αυτό το καλοκαίρι περιστρέφονται γύρω από το πόσο προσεκτικά τηρούν τα μέτρα απόστασης και περιορίζουν την επαφή τους με άλλους ανθρώπους. Σε περιοχές όπου τα μέτρα καραντίνας χαλαρώνουν, κάποιοι θα επιστρέψουν στα γραφεία και τις κατοικίες τους. Η ιική μετάδοση είναι συνήθης σε περιορισμένους χώρους όπου οι άνθρωποι βρίσκονται σε στενή επαφή.
Ερευνα που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες με αντικείμενο πώς η ανθρώπινη ομιλία δημιουργεί μικρά αναπνευστικά σταγονίδια που μπορούν να επιβιώνουν στην ατμόσφαιρα για πολλά λεπτά, έχει εγείρει εκ νέου το ερώτημα για το πώς ο ιός εξαπλώνεται και κατά πόσον τμήμα της μετάδοσης γίνεται μέσα από αυτά τα μικρά σταγονίδια. Αυτό παραμένει άλυτο.
Ο Ντέιβιντ Ρούμπιν, διευθυντής του PolicyLab στο νοσοκομείο Παίδων της Φιλαδέλφειας και οι συνάδελφοί του έχουν ενσωματώσει καιρικούς παράγοντες στο μοντέλο που έχουν αναπτύξει, δείχνοντας πότε και πού θα είναι σχετικά ασφαλές να χαλαρώσουν κάποια από τα μέτρα που επιβλήθηκαν στο lockdown.
«Σαφώς, πιστεύω ότι ο καιρός έχει μια επίδραση, απλά αυτή δεν είναι τόσο μεγάλη για να εξαλειφθεί εντελώς η μετάδοση», δήλωσε ο Rubin. «Γι ‘αυτό εξακολουθούμε να βλέπουμε κρούσματα στη Φλόριντα και στο Τέξας και στο Τενεσί. Φαίνεται ότι αποτρέπει μια μεγάλη εκθετική αύξηση των κρουσμάτων».
Πολλές πρώιμες μελέτες παρέχουν στοιχεία στατιστικής σύνδεσης μεταξύ της θερμοκρασίας και της υγρασίας και των γεωγραφικών περιοχών όπου έχει αναπτυχθεί αυτός ο ιός. Αν και καμία από αυτές τις μελέτες δεν ήταν πειστική, όλες δείχνουν την ίδια γενική πιθανότητα: Η πανδημία θα μπορούσε να αποδυναμωθεί σε περιοχές της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αν και θα μπορούσε να επιστρέψει το φθινόπωρο.
Ο Ριτς Σόρκιν, συνιδρυτής της Jupiter Intelligence, μιας εταιρείας διαχείρισης κινδύνων που βοηθά τους πελάτες να κατανοήσουν την επίδραση του καιρού στην covid-19, δήλωσε πως οι χώρες με τα περισσότερα κρούσματα και τα υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας μέχρι σήμερα βρίσκονται σε πιο δροσερά κλίματα.
«Υπάρχει ένα ισχυρό μοτίβο καιρικών χαρακτηριστικών που επηρεάζουν τη θνησιμότητα», είπε. Ωστόσο, πρόσθεσε ότι οι κυβερνητικές πολιτικές και άλλες πτυχές του ιού είναι επίσης σημαντικές.
Η κυβέρνηση Τραμπ προκάλεσε εργαστηριακές μελέτες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο εργαστήριο βιοασφάλειας υψηλού επιπέδου του Στρατού των ΗΠΑ στο Fort Detrick, Md., και αποκάλυπταν την ευαισθησία του ιού σε θερμότητα και ηλιακό φως. Τα αποτελέσματα, που αποκαλύφθηκαν στις 23 Απριλίου, ταίριαζαν σε μεγάλο βαθμό με άλλες εργαστηριακές μελέτες και τις υποψίες ορισμένων ερευνητών, δείχνοντας ότι ο νέος κορωνοϊός, όπως και πολλοί άλλοι ιοί, δεν επιβιώνει για τόσο καιρό σε ορισμένες επιφάνειες και στον αέρα όταν εκτίθεται σε υψηλές ποσότητες υπεριώδους ακτινοβολίας και σε θερμές και υγρές συνθήκες.
Ωστόσο, ο Ντέιβιντ Χέϊμαν, καθηγητής στη Σχολή Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, δήλωσε ότι οι εργαστηριακές μελέτες σχετικά με τη συμπεριφορά του κορωνοϊού σε διαφορετικές καιρικές συνθήκες πρέπει να εξεταστούν με επιφύλαξη.
«Οι εργαστηριακές μελέτες είναι ακριβώς αυτό και δεν είναι κάτι που συμβαίνει σε πραγματικές συνθήκες», είπε. «Βλέπουμε ακόμα να μεταδίδεται στα περισσότερα μέρη του κόσμου, ακόμη και σε τροπικές περιοχές».
Οι επιδημιολόγοι, είπε ο Χέιμαν, εξετάζουν τι συμβαίνει σε πραγματικές συνθήκες, όπως το σύνολο των περιπτώσεων σε εγκαταστάσεις συσκευασίας κρέατος και γηροκομεία, τα οποία είναι περιορισμένοι χώροι με άτομα σε στενή επαφή. Οι εργαστηριακές μελέτες, είπε, πρέπει να ακολουθήσουν τέτοιες παρατηρήσεις για να δοκιμάσουν τον καλύτερο τρόπο προστασίας των ανθρώπων σε αυτές τις συνθήκες, καθώς αν στηριχθεί κανείς στα αποτελέσματα εργαστηρίου θα μπορούσε να υιοθετήσει πολιτικές που ενδεχομένως να μην αντικατοπτρίζουν πού και πώς οι άνθρωποι αρρωσταίνουν στον πραγματικό κόσμο.