Ο υδράργυρος είχε ανηφορίσει και κόντευε να χτυπήσει καμπανάκι με τους 41 βαθμούς Κελσίου μέσα στο σπίτι και με πορτοπαράθυρα σφαλιγμένα μη μπαίνει αντί δροσιά καυτός αγέρας. Όξω, 45, δεν ξέρω ακριβώς πού αναρριχήθηκε ο υδράργυρος.
Το μόνο καλό ότι πριν τις οχτώ το πρωί είχαμε κάνει μια βουτιά στη γαληνεμένη θάλασσα. Ακόμα κράταγε η δροσινάδα.
―Αύριο πάλι. Τώρα και μπρος, στο σπίτι. Ούτε βόλτες μηδέ κι άλλη δραστηριότητα όξω απ’ την πόρτα, μουρμουρίσαμε με τη συμβία μου τη Φωτεινή.
Μη τα πολυλογώ, μια ατμόσφαιρα αποπνικτική.
Ένα κουδούνισμα στο τηλέφωνο με ανάγκασε να σταματήσω το γράψιμο και σχεδόν ιδρωμένος, άκεφα, το σήκωσα.
Ήτονε η άλλη η Φωτεινή που άξαφνα, απρόσμενα, σκόρπισε μια δροσινάδα, θαρρείς, κι ένα αεράκι φύσηξε στο σπίτι. Λες κι ήμουνα στην ακρογιαλιά βραδινές ώρες κι η θαλασσινή αύρα χάιδευε τ’ αυτιά μου. Τόσο μελωδική, τόσο γλυκόλαλη, κοριτσίστικη θα ‘λεγα, ακούστηκε η φωνή της που μέρεψε το είναι μου.. …Έλα, έλα, δυναμικό ή φλοίσβος γλυκύς, / ψιθυριστός στ’ ακροθαλάσσι…// …Έλα και φέρε μου τα μάγια του πελάγου, / το κρυφό δώρο του αδελφοκτού σου Αλβίωνα…(σ. 101). Ναι. Θάρρεσα πως με καλνούσε, και, ναι, δεν έσφαλα.
―Πέρασε από της Τζούλιας, το δώρο μου σε περιμένει. Και του αδελφοκτού σου του Γιάννη, που το δίνεις του όταν τον δεις.
Αστραπή γίνηκα, βρέθηκα στον τόπο που μου είπε.
―Κύριε Γιώργο, για σας είναι. Η Φωτεινή Σεγρεδάκη το άφησε να σας το δώσω.
Ανέλπιστο το δώρο της, του Οινοχόου το γλυκό το κέρασμα. Λες και θέλησε …ν΄ ανταμωθεί με τα πορφυρά θαύματα των αμπελοῒδων! / Πλημμυρισμένα με τον ηδύ χυμό της ωρίμανσής τους / αδημονούσαν το τρυγητό χέρι της. // Γέμισε αμέσως πανευτυχής, το πανσέληνο τάσι, / με ολόθερμο ευχαριστώ / και μ΄ ευλάβεια απολήγουσα στην αίσθηση των δαχτύλων, / τ΄ απίθωσε ξέχειλο αργά, τελετουργικά, / στα χέρια του παλληκαριού! / Να γευτεί την ευφροσύνη, που θα φτάσει ως την καρδιά….. Μόνο που εγώ, όχι παλληκάρι μα πολύχρονος, εγώ, λέω, εκφράζω της, δημόσια, το δικό μου ευχαριστώ για την όλο ευγένεια και θύμηση προσφορά της.
Θύμηση! Ναι τότε σου που στο Αιγαιοπελαγίτικο νησί, ίδιο πλατανόφυλλο αφημένο στα σμαραγδένια νερά να μαγεύει, βρισκόμουνα στα πάτρια εδάφη που δεν ξεχνώ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε. Θυμάμαι, λέω, μέσ’ τον Κερασάρι ή τον Πράσινο μήνα, κατά που λένε στην παράδοση τον Πενταδείλινο μήνα, το Μάη, όταν μου ήρθε το μήνυμα για την παρουσίαση ενός βιβλίου μου στο Καστέλι. Βρέθηκα έγκαιρα εδώ και μου είπε η Κατερίνα στην άγνοιά μου να ζητήσω εκτός των άλλων στο τιμ τη Φωτεινή τη Σεγρεδάκη, άγνωστή μου ως τα τότε. Στις 7/6/2010, έγινε η εκδήλωση κι η Φωτεινή με εντυπωσίασε για το μεστό της λόγο.
Κι ήτανε μια βραδιά που χαρήκανε όλες οι αισθήσεις, κατά που γράφει στο αντίστοιχο ποίημά της τώρα η Σεγρεδάκη ….Μάζεψα όλες τις αισθήσεις μου… / Όλες, όμως. / Την Όραση, την Ακοή, τη Γεύση, την Αφή, την Όσφρηση… / Όλες! // Γέμισα τις χούφτες μου, / να τις δωρίσω ολόψυχα … // Αντέδρασε όμως έντονα η Αφή! ….(σ. 59)
Άθελά μου, τούτη την ώρα που διαβάζω τα ποιήματα, ήρθε στο νου μου η μαντινάδα που είπε μου, ο Μιχάλης ο Μελισσιανός:
Φτερό σπασμένο εύρηκα / κι όποιο πουλί περάσει / ρωτώ να μάθω αν έγιανε, / αυτό που το ‘χει χάσει.
Ναι, λέω, το θυμήθηκα, γιατί με παραπέμπει στο ποίημά της Φωτεινής για το Λαβωμένο Φτερό ―Μα τι είναι αυτά τα κατακόκκινα γαρεφαλάκια / που πέφτουν από τον ουρανό μοσχοβολιστά; / / ―Δεν είναι γαρεφαλάκια… Είναι στάλες το αίμα / από τη λαβωμένη φτερούγα του Σταυραετού… // ―Ω, κρίμα…. Μα πετά πληγωμένος ο Σταυραετός; / Πώς μπορεί; // ―Ασφαλώς και μπορεί!… / Πώς αλλιώς θα κεράσει τον άνθρωπο γενναιότητα και αντοχή; // Ως διδαχή, εννοείται, ως διδαχή… (σ. 66).
Πλημμυρισμένα διδαχή, αίσθημα κι ευαισθησία τα ποιήματά σου Φωτεινή. Τι άλλο να πω; Να σε παινέσω; Ο έπαινος αυθόρμητα έρχεται στα χείλη του αναγνώστη.
Πρέπον είναι, Φωτεινή, δώρο να σου πέψω, αντίδωρο για το δικό σου δώρο, μα σκέφτομαι για ένα κομμάτι παρμένο απ’ το βιβλίο, δηλαδή, απ’ το δικό σου δώρο;… Θέλω να σου χαρίσω την εξομολόγηση της Αυγής, / γραμμένη στο πρώτο σάλεμα των αετόφτερων… / Μιλεί για την πεθυμιά της να παίρνει δύναμη και θέρμη / και φως από τον Ήλιο, ώσπου να γίνει Ημέρα!.// Κι ύστερα, ακολουθώντας τον φλογερόν / άνακτα στη Δύση του, να χαθεί στον ερυθρό βυθό του, / και να σβήσει σιωπηλή και γαλήνια… // Μα, μα τι Μυστήριο Θεϊκό! / Ήδη κυοφορεί το επόμενο χάραμα! // Κι αυτό θα σου το χαρίσω! (σ. 98).
Εύχομαί σου, καλοτάξιδο το βιβλίο σου με την συλλογή ετούτη των ποιημάτων, υγεία, και δύναμη να συνεχίσεις να προσφέρεις.