» Κώστας Μιχόπουλος (εκδόσεις Νήσος)
Τέλος µιας ανάγνωσης και αναζήτηση της επόµενης. Ανάµεσα σ’ άλλα βιβλία, έπιασα στα χέρια µου και το Όλα χαµένα. Ξεκίνησα για να του ρίξω µια µατιά, κατέληξα να το διαβάσω σε λίγες ώρες. Είναι κάτι που δεν συµβαίνει συχνά, δυστυχώς. ∆εν υπάρχουν πάντοτε προσδοκίες πίσω από κάθε ανάγνωση, ενίοτε υπάρχει καχυποψία, πότε-πότε απλή περιέργεια για ένα βιαστικό ξεφύλλισµα, µια ψευδαίσθηση εποπτείας της εκδοτικής παραγωγής, µια διασφάλιση της λειτουργίας του αισθητικού κριτηρίου. Ωστόσο, δεν είναι πάντοτε κακό να µην υπάρχει προσχηµατισµένος ορίζοντας, ίσα-ίσα, θα έλεγα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ένα πρωτόλειο έργο, όπως αυτό.
Ένα ζευγάρι, η Μαρία και ο Άρης, αποφασίζουν να πάνε διακοπές Σεπτέµβρη µήπως και αποφύγουν τον συνωστισµό και απολαύσουν το κόπασµα των µελτεµιών και τη χαλαρότητα των ντόπιων στη λήξη της σεζόν, παρατείνοντας µ’ αυτό τον τρόπο το τέλος του καλοκαιριού. Ο Άρης βουτάει για ψαροντούφεκο, εκείνη διαµαρτύρεται, της λέει πως σήµερα είναι η τελευταία µέρα που µπορεί να πέσει, ο άνεµος από αύριο θα είναι απαγορευτικός και εκείνοι θα ‘χουν όλο τον χρόνο δικό τους, η Μαρία µένει στην παραλία. Η ώρα περνά, ο ήλιος αρχίζει κιόλας να χαµηλώνει στον ορίζοντα, Σεπτέµβρης γαρ. Η Μαρία αρχίζει να ανησυχεί, ο θυµός της υποχωρεί, γύρνα και δεν θα πω κουβέντα, σκέφτεται, µόνο γύρνα.
Αφήνει τα πράγµατα του Άρη στην παραλία, να τα βρει βγαίνοντας. Ανεβαίνει την απότοµη πλαγιά, οδηγεί µέχρι τη χώρα, φτάνει στο λιµεναρχείο, ακούει τον λιµενικό, που από µέσα του καταριέται την τύχη του, να της εξηγεί τη διαδικασία, ελικόπτερο δεν προβλέπεται, το σκάφος είναι χαλασµένο, θα στείλει σήµα να στείλουν κάποιο άλλο, όλα αυτά το πρωί ωστόσο, εκείνη ως τότε να παραµείνει ήρεµη, να ξεκουραστεί, να φάει κάτι, να µην αγχώνεται, όλα καλά θα πάνε. Αγοράζει καπνό και δύο µπύρες. Ένας νεαρός θα ενδιαφερθεί να µάθει τι συνέβη, θα του πει. ∆εν µοιάζει αισιόδοξος για τον κρατικό µηχανισµό, άκουσε ωστόσο πως ο καπετάν Λευτέρης θα πάει για ψάρεµα σε εκείνα νερά, είναι έµπειρος, της δείχνει που δένει. Η Μαρία στρώνει τον υπνόσακό της µπροστά από τη βάρκα, δεν καταφέρνει να κοιµηθεί.
Πρώτος φτάνει ο Νίκος, µπατζανάκης του καπετάνιου, δεν είχε ύπνο. Πάνε χρόνια που δεν ψαρεύουν πια παρέα, αν ήταν στο χέρι του δεν θα ψάρευαν ποτέ ξανά µαζί, ούτε κουβέντα δεν θα αντάλλαζαν δηλαδή, αλλά ας όψεται η γυναίκα του που όλο µε το καλό τον παίρνει και του λέει πως ο άντρας της δίδυµης αδερφής της δεν είναι κακός άνθρωπος, µαλάκωσε µε τα χρόνια, έπαιξε τον ρόλο του και το έµφραγµα. Η Μαρία του εξηγεί, εκείνος κατανοεί αλλά τις αποφάσεις τις παίρνει ο καπετάνιος, ο Λευτέρης φτάνει, δυσανασχετεί αλλά δέχεται να έρθει µαζί τους, ωστόσο το ψάρεµα θα γίνει, αυτό είναι αδιαπραγµάτευτο.
Ένας παντογνώστης αφηγητής παίρνει τα γκέµια της ιστορίας αυτής που περιστρέφεται γύρω από την αναζήτηση του Άρη. Η κεντρική ιδέα από µόνη της διόλου πρωτότυπη δεν είναι, το αντίθετο. Η εξαφάνιση ενός ψαρά είναι µια είδηση δυστυχώς γνώριµη, που επιγραµµατικά δίνεται και σύντοµα ξεχνιέται. Ο συγγραφέας διατηρεί την ένταση σε υψηλά επίπεδα, χωρίς ωστόσο να δελεάζεται από µια καταιγιστική δράση, επιτρέποντας στον χρόνο να κυλήσει βασανιστικά αργά, όπως κυλάει ο χρόνος σε τέτοιες περιπτώσεις δηλαδή. Ο Μιχόπουλος καθιστά λογοτεχνική µια ιδέα µάλλον κινηµατογραφική και, µε πλήθος ευρηµάτων, δίνει επαρκείς διαστάσεις στον χρόνο της αναζήτησης, προσδίδοντας στην ιστορία το ικανό εµβαδόν επί του οποίου θα οικοδοµηθεί η αναγνωστική αγωνία και η ανάδειξη των προσώπων της πλοκής, η απαραίτητη λογοτεχνική συνθήκη. Άλλωστε, ο αναγνώστης λογοτεχνίας δεν ενδιαφέρεται τόσο για το τι έγινε όσο για το πώς έγινε.
Η παρουσία του Νίκου και του Λευτέρη, εκτός από λειτουργική ως προς την εξέλιξη της κεντρικής πλοκής, προσφέρει και µια παράλληλη ιστορία, που στέκει αυτόνοµη, χωρίς να αποτελεί ένα απλό παραγέµισµα σελίδων. Ο Μιχόπουλος τα καταφέρνει ικανοποιητικά στην κατασκευή των χαρακτήρων, που, µε την υποβοήθηση των καλογραµµένων διαλογικών µερών, δείχνουν πειστικοί και αληθινοί, παρά την αναπόφευκτη µάλλον στερεοτυπία. Για να υποστηρίξει την κεντρική ιδέα, ο συγγραφέας παρατάσσει τις εµφανείς γνώσεις του γύρω από την καθηµερινότητα της θάλασσας. Αποφεύγει τον σκόπελο της γλωσσικής υπερβολής, της χρήσης όρων και λέξεων προς εντυπωσιασµό. ∆ιατηρεί την αµεσότητα και την απλότητα µιας γλώσσας καθηµερινής χρήσης, µιας γλώσσας που ο Μιχόπουλος γνωρίζει και δεν φαντάζεται.
Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, αναρωτιόµουν πώς θα επέλεγε ο συγγραφέας να εξέλθει από την ιστορία του, καθώς πίστευα πως η απόφαση αυτή θα ήταν η πλέον καθοριστική για τη συνολική λειτουργία της κατασκευής. Αποδείχτηκε πως ο Μιχόπουλος γνώριζε εξ αρχής το τέλος, όλα τα κοµµάτια µπήκαν αβίαστα στη θέση τους και καµία συγγραφική απόφαση δεν απέµεινε έρµαιο του τυχαίου και της ευκολίας.
Το Όλα χαµένα υπήρξε µια αναγνωστική έκπληξη, ένα καλογραµµένο µυθιστόρηµα µε ισχυρές δόσεις αγωνίας, που διαπραγµατεύεται µε λογοτεχνικό τρόπο ένα δύσκολο θέµα