Κύριε διευθυντά,
όταν άκουσα από την κρατική τηλεόραση, ότι μετά από αιώνες θεατρικής σιωπής το αρχαίο θέατρο της Απτέρας θα άνοιγε τις πόρτες του στο ευρύ κοινό, στις 29 Ιουνίου 2018, ανατρίχιασα από συγκίνηση κι ένιωσα ευγνωμοσύνη γι’ αυτήν την προσφορά του Υπουργείου Πολιτισμού και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων, η οποία περιείχε και το σημαντικό πλεονέκτημα της δωρεάν εισόδου με αριθμημένα ατομικά δελτία.
Έσπευσα, λοιπόν, και τις δύο Δευτέρες του Ιουνίου (18 και 25) κατά τις οποίες και μόνον θα διετίθεντο οι προσκλήσεις, στα γραφεία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων, για να προμηθευτώ το πολυπόθητο δελτίο εισόδου.
Την πρώτη Δευτέρα η επιτετραμμένη υπάλληλος μού είπε ότι είχα πάει αργά (10 το πρωί), ότι τα δελτία είχαν ήδη διανεμηθεί και ότι δεν μπορούσε να γίνει ούτε τηλεφωνική ονομαστική κράτηση, επειδή αυτό δεν θα ήταν δίκαιο για τους υπολοίπους.
Ετσι, την επόμενη Δευτέρα έσπευσα πρωί-πρωί και ενώ ήμουν ανάμεσα στους πρώτους αναμένοντες πολίτες, έμαθα αίφνης ότι και πάλι είχαν εξαντληθεί τα δελτία εισόδου, πράγμα απολύτως αδύνατον, αφού υπήρχαν προς διάθεση τα μισά τών συνολικά 350 δελτίων και δεν υπήρχε καμμία περίπτωση να είχαν προηγηθεί εμού περισσότεροι από δέκα άνθρωποι.
Ενιωσα προδομένη. Κατάλαβα ότι όλη η ιστορία ήταν σικέ, ότι είχαν μοιράσει μεταξύ τους οι υπεύθυνοι τις προσκλήσεις σε πρόσωπα της αρεσκείας τους.
Και γνωρίζοντας τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας δεν εξεπλάγην τόσο όσο πικράθηκα από το γεγονός της κοροϊδίας και της ταλαιπωρίας, στην οποία υπέβαλαν αρκετούς συμπολίτες μας, κάτι το οποίο θα είχε αποφευχθεί εάν πολύ απλά πραγματοποιούσαν σε κλειστό κύκλο την εκδήλωση αυτή χωρίς να τη δημοσιοποιήσουν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για λόγους εντυπωσιασμού και μόνον.
Όμως, η ιστορία έχει και συνέχεια.
Αφού, “με τον σταυρό στο χέρι” δεν μπόρεσα να προμηθευτώ το πολυπόθητο δελτίο εισόδου, το απέκτησα ως δώρο πολύτιμο εκλεκτής επιστημόνισσας φίλης, που κατανόησε τη λαχτάρα μου να ζήσω τη συγκεκριμένη εμπειρία.
Κι όταν έφτασε η μέρα της Παρασκευής 29 Ιουνίου, ήμουν δύο ώρες πριν από την ορισμένη ώρα προσέλευσης στον αρχαιολογικό χώρο της Απτέρας μέσα σε απόλυτη ευφορία και ανυπομονησία.
Η δουλειά που έχει γίνει εκεί είναι αξιοθαύμαστη, επιστημονικά άρτια και εξαιρετικά παρουσιασμένη από τους αρχαιολόγους (και όχι μόνον) μέσα στο Βυζαντινό μοναστήρι του Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου. Σε μεγαλόσχημα ταμπλώ αποτυπώνονται φωτογραφίες και κείμενα σχετικά με την πολύπλευρη ιστορία της Αρχαίας Απτέρας, την πορεία των ανασκαφών και την ανάδειξη του αρχαίου θεάτρου καθώς και ενημερωτικό βίντεο.
Και ύστερα από την περιδιάβαση στον αρχαιολογικό χώρο με τους ναούς, τα λουτρά, τις δεξαμενές και τα δημόσια κτίρια, έφτασε η ώρα της εισόδου στο θέατρο.
Ολα ειδυλλιακά. Η θέση του θεάτρου, ο έναστρος ουρανός, η θέα των βουνών και κυρίως η αίσθηση, ότι θα μετείχα σ’ ένα μουσικοθεατρικό δρώμενο καθισμένη στην ίδια πέτρα που κάθονταν αιώνες πριν άλλοι άνθρωποι ακούγοντας μία ραψωδία από την Οδύσσεια του Ομήρου.
Τι περισσότερο μπορεί να επιθυμήσει κανείς;
Αντιπαρερχόμενη το γεγονός ότι ένα μέρος των θεατών ήταν ξένοι (ενώ οι Έλληνες δεν μπορούσαμε να βρούμε θέσεις), ότι ο διπλανός μου με ρώτησε τι είναι αυτό που ήρθαμε να δούμε και ότι μία κυρία μπροστά από μένα έτρωγε τυροπιτάκια και σπόρους, ενώ ένας άλλος αγενής φώναξε προς τους ηθοποιούς -που είχαν καθυστερήσει να προσέλθουν στον χώρο- “Τώρα ξυπνήσατε;” προσπάθησα να κάνω μία αφαίρεση και να συγκεντρωθώ στο δρώμενο.
Και ήταν ωραίο. Ηθοποιοί και μουσικοί μέσα σ’ έναν δροσερό αέρα, σ’ ένα συνωμοτικό σκοτάδι, με λιτότητα και περισσή εκφραστικότητα, μάς ταξίδεψαν στον μύθο, πού ’χει τις ρίζες του στην Ιστορία. Κι όταν, αίφνης, φωτίστηκε ο απέναντι λόφος κόκκινος κι ένας τυμπανιστής ξεπρόβαλε μέσα απ’ τις ελιές, νόμισα πως θα σταματήσει η καρδιά μου από την ένταση των συναισθημάτων.
Η ραψωδία αποδόθηκε ωραιότατα στη νεοελληνική γλώσσα από τους δύο ηθοποιούς Αντώνη Μυριαγκό και Σοφία Χιλλ. Κι ενώ η απαγγελία ολοκληρώθηκε, ξαφνικά η Σοφία Χιλλ αρχίζει ν’ απαγγέλλει δραματικά κάτι ακατάληπτο.
Για μερικά δευτερόλεπτα σκέφτηκα μήπως ακούω Όμηρο στο πρωτότυπο, αλλά αμέσως συνειδητοποίησα έκπληκτη ότι απήγγελε Ομηρο στην Αγγλική γλώσσα (!!!).
Και ναι μεν, έχουμε δει πάμπολλες φορές να παίζεται αρχαίο ελληνικό θέατρο σε διάφορες γλώσσες και ευλόγως μπορεί κάποιος να πει ότι ο Ομηρος είναι παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, αλλά η ένστασή μου βρίσκεται στο εξής:
Υστερα από εκατοντάδες χρόνια το αρχαίο θέατρο της Απτέρας ευτύχησε να ξαναλειτουργήσει και είναι ελάχιστος φόρος τιμής προς τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και προς τους αρχαίους μας προγόνους, που μιλούσαν κι έγραφαν την αρχαία ελληνική γλώσσα το να ακουστεί ξανά η γλώσσα αυτή στον τόπο που γεννήθηκε.
Το ν’ ακούσουμε, λοιπόν, μία ραψωδία του Ομήρου στο πρωτότυπο (αφού έτσι κι αλλιώς η περίληψή της στη νέα ελληνική γλώσσα είχε διανεμηθεί προς όλους τους θεατές, τυπωμένη στην πίσω όψη της πρόσκλησης) θα ήταν το ιδανικό.
Αλλά και η απόδοσή της, όπως έγινε, στη Νεοελληνική γλώσσα, με την προσθήκη ενός μικρού μόνο αποσπάσματος στο πρωτότυπο, θα ήταν και φυσικό και κατανοητό.
Αλλά, το ν’ ακούσουμε τη ραψωδία στ’ αγγλικά -εν είδει τουριστικής ατραξιόν- μ’ ένα μέρος των σύγχρονων θεατών ν’ αποτελείται από την εγγλέζικη κοινότητα των Χανίων (και όχι μόνο) πάει πολύ και παραπέμπει σε διάφορες ζοφερές σκέψεις…
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία
Κατιλένα Π. Σταθάκου
Νομικός – Ιστορικός