» 40 χρόνια από τον θάνατο του Μάνου Λοϊζου
«Τώρα που τα πολυβόλα ξανάρχισαν, τώρα που ο Μπράουν, ο Φίσερ και ο Κραφτ δε φτιάχνουν μόνο τανκς αλλά και έξυπνες βόμβες. Τώρα που ο Τσε έμεινε μόνος. Τώρα που τον νέγρο Τζο, τον ήρωα, τον κουλοχέρη, τον ξανάστειλαν στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Τώρα που ο μικρός καφενές έγινε McDonalds. Τώρα που τα πουλιά δεν τα βρίσκει ο χάρος στο φτερό, αλλά στο πετρέλαιο. Τώρα που το ακορντεόν σωπαίνει για να περάσει ο φασισμός. Τώρα που ο Κουταλιανός δε μασάει σίδερα αλλά τσίχλα στα καλλιστεία. Τώρα είναι που σε ψάχνουμε στα λαμπρά σφαγεία των δρόμων! Τώρα όλα σε θυμίζουν! Τώρα που οι φοιτητές και οι μαθητές εμψυχώνουν με τα τραγούδια σου τους δίκαιους αγώνες τους. Τώρα, Μάνο, σ’ ευχαριστούμε που μας έμαθες πως τίποτα δεν πάει χαμένο!».
Αυτά ήταν τα λόγια του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, σε συναυλία – αφιέρωμα στα 70 χρόνια από τη γέννηση του Μάνου Λοΐζου, το 2007.
22 Οκτώβρη, 85 χρόνια μετά από τον ερχομό του στον κόσμο, το έργο και τα πιστεύω του είναι πιο πολύτιμα από ποτέ. Υπήρξε στρατευμένος αγωνιστής ο Λοΐζος, πάλεψε στο πλάι του ΚΚΕ, για μια δίκαιη κοινωνία. Πίστευε πως η στρατευμένη Τέχνη, εκτός του ότι μπορούσε να γεννήσει αριστουργήματα, ήταν κι «ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών, που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά». Είχε δει και το επεσήμαινε σε συνέντευξή του, στη «Δημοκρατική Αλλαγή», το 1966, ότι «ο ιμπεριαλισμός με την εξουθενωτική εκμετάλλευση εκατομμυρίων ανθρώπων, βρίσκεται σε τρομακτική υπερλειτουργία στις δυτικές χώρες» και ότι «το τεράστιο τέρας που άλλοτε λέγεται φασισμός, άλλοτε μιλιταρισμός και άλλοτε δημοκρατία δυτικού τύπου – που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά προσωπεία του ιμπεριαλισμού – στέκεται από πάνω μας απειλητικό». Γι’ αυτό και υπογράμμιζε και προέτρεπε: «Τα αποτελέσματα είναι σε όλους γνωστά: Ο πόλεμος του Βιετνάμ, το φυλετικό, το Κυπριακό, η αναβίωση του φασισμού σε πολλές χώρες, ο κίνδυνος της δικτατορίας στον τόπο μας. Η αντίδρασή μας πρέπει να είναι να τα ξεσκεπάσουμε και να φωνάξουμε μ’ όλη μας τη δύναμη ενάντιά τους – μια και η ζωή μας είναι άμεσα συνδεδεμένη μαζί τους. Είμαστε πια συνειδητοί, «γνωρίζουμε»».
«Ο δημιουργός εκπολιτίζει»
«Τον ίδιο τον Λοΐζο δεν τον ήξερα προσωπικά για να σχηματίσω μια γνώμη για την προσωπικότητά του», έγραφε σε άρθρο του, το 1997, ο Περικλής Κοροβέσης στην «Ελευθεροτυπία». «Και όταν άκουγα τα τραγούδια του, ιδίως αυτά που ερμήνευε ο ίδιος, προσπαθούσα να ανασυνθέσω το πρόσωπό του με ένα υλικό λιγότερο φθαρτό από την ίδια τη ζωή. Εννοώ μέσα από το «υλικό» των τραγουδιών του. Είχα φτιάξει, λοιπόν, το πορτρέτο ενός ανθρώπου με μια ψυχική ηρεμία, με πάθος για τη ζωή και τον έρωτα και υψηλή αφοσίωση και συνέπεια τόσο στη δημιουργία του όσο και στην αριστερή του στράτευση. Ένας άνθρωπος δηλαδή ενιαίος, που δεν είναι λιγότερο ερωτικός στο «Ακορντεόν» από το «Σ’ ακολουθώ», που με τη σειρά του κι αυτό δεν είναι λιγότερο στρατευμένο από το πρώτο. Όσο περνούν τα χρόνια, τα τραγούδια του Λοΐζου τα αγαπάω όλο και περισσότερο. Είναι αυτό που συμβαίνει πάντα με την πραγματική δημιουργία. Το βίωμα που εκφράζει ο καλλιτέχνης μέσα από μια αισθητική φόρμα δίνει έκφραση σε κάποιο δικό μας συναίσθημα, που θα μπορούσε να εκφραστεί με κραυγή και τώρα πια βγαίνει με μουσική. Ο δημιουργός μάς εκπολιτίζει. Και αυτό πρέπει να το πάρουμε κατά γράμμα». Έτσι είναι. Ο Μάνος Λοΐζος υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του ελληνικού τραγουδιού. Δημιούργησε μουσική σπουδαίας έμπνευσης και, όπως έχει πει ο Μίκης Θεοδωράκης, «ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν, καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ, όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: Η καρδιά του ανθρώπου».
Ο πολιτικός Λοΐζος
«Ο Μάνος Λοΐζος ήταν ένας αντιπροσωπευτικός διανοούμενος που πάσχισε και κατάφερε, περισσότερο απ’ όλα με το έργο του, να μείνει μ’ εκείνους με τους οποίους ξεκίνησε, με τους πολλούς. Σύνθετος, αλλά και απλός στη ζωή του, διαφανής στα προτερήματα και τα ελαττώματα…». Έτσι περιέγραφε τον συνθέτη, σε άρθρο του στον «Ριζοσπάστη», ο Φώντας Λάδης, τονίζοντας: «Η πολιτική πλευρά του Μάνου Λοΐζου, που εξάγεται αβίαστα από το έργο του, την καθημερινή του δραστηριότητα και από τις μαρτυρίες όλων όσοι τον ήξεραν, επιδιώκεται να υποβαθμιστεί εδώ και χρόνια. Ακόμα και αν οι εποχές έχουν ριζικά μεταβληθεί και αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει χρεία πολιτικών τραγουδιών σήμερα, ακόμα και αν όλοι μας σήμερα είχαμε αλλάξει, καθώς αλλάζουν οι εποχές και τα δεδομένα, θα ήταν λάθος απέναντι στην αλήθεια, να μη βρίσκονται τρόποι να κρατάμε φωτεινή αυτήν την πλευρά του Λοΐζου. Πρώτα απ’ όλα, δε θα το ήθελε εκείνος. Αυτή η προσπάθεια – ή η ασυνείδητη, αν θέλετε, στάση – να υπερτονίζεται το ερωτικό, το νοσταλγικό ή το απλώς ψυχαγωγικό μέρος της δουλειάς του, αυτή η ανάδειξη του τρυφερού και παρεΐστικου προφίλ του δημιουργού, που μας καλεί, λες, σε μια διαρκή ξενοιασιά, θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι επόμενες γενιές φωτίζουν τα γεγονότα της Ιστορίας, ρίχνοντας σκιά σε άλλες πλευρές και αντλώντας κατά προτίμηση. Η Ιστορία, όμως, έχει και κάποια ελάχιστα υλικά αντικειμενικής σύστασης. Ο Δρόμος, το Ακορντεόν, ο Γ’ Παγκόσμιος, Τα Νέγρικα, ο Τσε Γκεβάρα, κάποια τραγούδια που έγραψε με τον Λ. Παπαδόπουλο στη διάρκεια της δικτατορίας, το Δέντρο, η Τσιμινιέρα, το Λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη, το Τίποτα δεν πάει χαμένο, τα Γράμματα στην αγαπημένη, σε ποίηση Χικμέτ και τόσα άλλα είναι ο πολιτικός Λοΐζος. Τα πρώτα του τραγούδια, που πολλοί δεν ξέρουν, όπως η Πρωτομαγιά, η συμμετοχή του μέρα με τη μέρα στους πολιτικούς αγώνες της δεκαετίας του ‘60, όπως και η συμμετοχή του σε συναυλίες, όπου νέοι ποιητές απάγγελναν πολιτικά ποιήματα, οι συνάξεις στο σπίτι του στα Σεπόλια, τους πρώτους μήνες της δικτατορίας, η σύντομη αυτοεξορία του στη Ρώμη και το Λονδίνο, οι ενοχλήσεις και η κράτησή του στην Ασφάλεια, η ένθερμη συμμετοχή του, κατά τη μεταπολίτευση, στα Φεστιβάλ των πολιτικών νεολαιών, είναι επίσης ο πολιτικός Λοΐζος. Η έντονη συνδικαλιστική του δράση, ως πρόεδρος της ΕΜΣΕ, είναι επίσης ο πολιτικός Λοΐζος. Σίγουρα, αν ζούσε σήμερα, θα ήταν ευχαριστημένος, ίσως και ενθουσιασμένος, που θα έβλεπε τη νέα γενιά να αποκτά συνείδηση του εαυτού της και της δύναμής της μέσα από τους αγώνες για καλύτερες συνθήκες ζωής και παιδείας, παρ’ όλη την απαξίωση με την οποία θέλει να την περιβάλλει η κουρασμένη και αμήχανη κοινωνία μας. Πολύ περισσότερο, που θα έβλεπε ότι σε αυτούς τους αγώνες, αλλά και στις στιγμές της σχόλης και παντού, τα τραγούδια του, σαν ενιαίο σύνολο, είναι πάντα – και απ’ ό,τι φαίνεται θα είναι – στα στόματα των νέων…».
Έργο που συγκινεί και εμπνέει
Το έργο του Λοΐζου δεν παραμένει απλώς ζωντανό, γίνεται ακόμη πιο δυνατό με τα χρόνια. «Ντύνει» ακόμη – και θα «ντύνει» για πολύ τους φοιτητικούς, τους κοινωνικούς και τους πολιτικούς αγώνες. Συγκινούν και εμπνέουν η ιδεολογική του προσήλωση στα ιδανικά του κομμουνισμού, η ευαισθησία του για τους αδικημένους, η αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους σε όλο τον κόσμο για μια καλύτερη ζωή. Τα τραγούδια του ξαναμοιράζονται στις επόμενες γενιές, με τον ίδιο ενθουσιασμό, όπως τότε στη δεκαετία των Λαμπράκηδων, των διαδηλώσεων για το 114, και των αγώνων για ισότητα, αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη. Πέρασε σύντομα από τη ζωή. Πέθανε ξαφνικά το 1982, στα 45 του χρόνια. Δεν έφυγε όμως ποτέ. Βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή των λαϊκών αγώνων, κάτω από τις κόκκινες σημαίες, με τα τραγούδια και τη φωνή του ενωμένη με τις χιλιάδες φωνές αυτών που δεν υποτάσσονται ποτέ.
*O Σπύρος Δαράκης είναι πρόεδρος μαρτυρικής ΜΑΛΑΘΥΡΟΥ
Πρώην Δήμαρχος Μηθύμνης και μέλος
του Δ.Σ. του Δικτύου Μαρτυρικών πόλεων
και χωριών της Ελλάδος περιόδου 40΄- 45΄
(ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ)