Το περιστατικό της κακοποίησης μέχρι θανάτου του άκακου Όλιβερ στην Αράχωβα και οι προσπάθειες συγκάλυψης που ακολούθησαν, μας θέτουν όλους προ των ευθυνών μας.
Δεν είναι μόνο η Αράχωβα, όλη η Ελλάδα είναι τελικά μια Αράχωβα. Με παρόμοια περιστατικά είναι και ο Βόλος, τα Φιλιατρά, η Λήμνος, τα Βίλια, η Ξάνθη, η Λάρισα, είναι ασφαλώς κι η δική μας Κρήτη.
Φέτος μέσα σε δύο μήνες, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, οι καταγγελίες κακοποίησης που έγιναν ανά την Ελλάδα ήταν 1.240 και φυσικά πολύ περισσότερες ήταν εκείνες που δεν έγιναν ποτέ. Δεν μιλάμε για τις συνθήκες μεταφοράς και σφαγής των προς κατανάλωση ζώων, τις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να κάνει πιο υποφερτές, με την ψήφιση νέου κανονισμού, αφού κι ο υπάρχων πολλές φορές δεν εφαρμόζεται στη χώρα μας. Όλοι έχουμε συναντήσει, νομίζω, τα άτυχα ζώα στοιβαγμένα σε διώροφα και τριώροφα φορτηγά αυτοκίνητα, οδηγούμενα στα σφαγεία, νόμιμα και παράνομα, τρέχοντας στις ευθείες και στις στροφές των δρόμων και διασχίζοντας μεγάλες αποστάσεις, με ζώα που παραμένουν πεινασμένα και διψασμένα, προκειμένου να μην πνιγούν από τους εμετούς τους.
Όλοι έχουμε επίσης συναντήσει στους δρόμους, ιδιαίτερα νωρίς το πρωί, σκοτωμένα ζώα από αυτοκίνητα. Ασφαλώς κάποια απ’ αυτά δεν σκοτώθηκαν επίτηδες, αφού οι οδηγοί θα είχαν επιχειρήσει να φρενάρουν χωρίς αποτέλεσμα ή δεν θα πρόλαβαν να τα δουν πριν χωθούν κάτω από τροχούς τους. Όμως πολλά απ’ αυτά είναι σκοτωμένα επί τούτου, όπως αποδεικνύει ο κατά πολύ αυξημένος πληθυσμός τους στους δρόμους της Κρήτης σε σχέση μ’ εκείνους της υπόλοιπης Ελλάδας. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος που ψάχνει δικαιολογίες να ισχυριστεί ότι τα ζώα στον τόπο μας είναι περισσότερα, κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει, αφού σε πολλούς άλλους τόπους είναι εκεί περισσότερα, για παράδειγμα οι αλεπούδες στην στεριανή και νησιωτική Ελλάδα, που στην Κρήτη δεν υπάρχουν καν ως είδος, όπως και τα αγριογούρουνα, τα τσακάλια και οι αρκούδες. Το γεγονός επίσης ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους σκοτωμούς γίνονται βράδυ, εν κρυπτώ και από οδηγούς πιωμένους, ανατρέπει τέτοιου είδους αιτιάσεις. Κι είναι επίσης γνωστή και ερευνημένη η συνάφεια των δολοφονιών των ζώων με εκείνες των ανθρώπων, εφόσον στους δράστες τους δοθεί η ευκαιρία να μεταφέρουν τα αισθήματά τους από τα ζώα σ’ εκείνους.
Δεν είναι όμως μόνο οι εκατόμβες των ζώων στους δρόμους, που πολλοί από τους οδηγούς τις επιδιώκουν, πατώντας γκάζι αντί για φρένο και κινδυνεύοντας μερικές φορές να βρεθούν οι ίδιοι σε γκρεμούς. Θυμάμαι αξέχαστα το 1987 έναν μαθητή μου σε σχολείο ορεινού κρητικού χωριού, τον οποίο μετέφερα μια φορά την εβδομάδα κατά την επιστροφή μου στην πόλη, όπου παρακολουθούσε μαθήματα μουσικής. Το βράδυ την επιστροφή έκανε ο πατέρας με το αυτοκίνητό του, μέχρι που ο πιτσιρικάς μου περίγραψε μια απίστευτη σκηνή:
-Κύριε, οψάργας που εγυρίζαμενε με τον κύρη μου απαντήξαμε έναν κατσόχοιρο κι εκείνος επάτησενε γκάζι, μα δεν επρόκανε να τον ε-πατήσει. Μού ’πε το λοιπόν κι εβγήκα και του τον έβγαλα με τ’ άρβυλο από τη βάγκα στο δρόμο κι εκείνος έβαλενε την όπισθεν και τον έκαμενε λιώμα!
Στην απορία μου αν συνηθίζεται στα μέρη τους να τρώνε τους σκαντζόχοιρους ο μαθητής μου απάντησε αρνητικά, μ’ εμφανή αποτροπιασμό στο πρόσωπό του. Στην ερώτησή μου γιατί τότε χρειάστηκε να γίνει τόση κινητοποίηση για τον θάνατο ενός ζώου, η απάντησή του ήταν: -Έτσι, για να σπάσομενε πλάκα!
Στην περίπτωση αυτή η αγωγή που παρέχει η εκπαίδευσή μας έρχεται σ’ αντίθεση με την αγωγή που προσφέρει όχι αμελητέο τμήμα της κοινωνίας μας στα παιδιά της. Κι όπως όλοι καταλαβαίνουμε, εκείνη που επικρατεί τελικά είναι πάντα η οικογενειακή, αφού μάλιστα στην εκπαίδευσή μας δεν υπάρχει πρόβλεψη για την ανάπτυξη του φιλοζωισμού, όπως δυστυχώς κι άλλων αξιών. Το ίδιο όμως συμβαίνει κι όταν οι εκπαιδευτικοί προσπαθούμε να τους διδάξουμε, επίσημα πια, την αναγκαία κοινωνική συμπεριφορά, στο μάθημα της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής. Για παράδειγμα διδάσκουμε ότι για να εξυπηρετηθούμε σε μια υπηρεσία σχηματίζουμε ουρά, φροντίζοντας να δίνουμε προτεραιότητα σε ηλικιωμένους, εγκύους και γενικά σε άτομα με ειδικές ανάγκες. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν γονείς που τους διδάσκουν τα ακριβώς αντίθετα και μάλιστα εμπράκτως, πώς δηλαδή θα υποδυθούν τους έχοντες ανάγκη ή πώς θα καταφύγουν σε «μέσα» για να παρακάμψουν τη σειρά τους.
Και πάλι όμως στον τομέα της ευζωίας, όλοι νομίζω ότι έχουμε συνειδητοποιήσει το πρόβλημα των αδέσποτων ζώων και της ανάγκης περίθαλψης και στείρωσής τους. Δεν θ’ αναφερθώ εγώ, το κάνουν καλύτερα και με συνέπεια οι φιλοζωικοί σύλλογοι της Κρήτης, οι οποίοι μάλιστα δεν παραμένουν στα λόγια. Δυστυχώς η απήχησή τους είναι μικρή και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των μελών τους είναι αλλοδαποί που διαμένουν μόνιμα στον τόπο μας. Δυστυχώς το σχολείο και η κοινωνία στην Ελλάδα δεν καλλιεργούν τον φιλοζωισμό, όπως άλλωστε και άλλες αξίες, της συνεργασίας, της αλληλοβοήθειας, του σεβασμού στο περιβάλλον -φυσικό και πολιτισμικό- του εθελοντισμού και της διαφορετικότητας. Κι όμως, αυτά διδάσκονται στα σχολεία όλης της Ευρώπης κι έχουμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε όλοι, εκπαιδευτικοί και μαθητές, που τα επισκεπτόμαστε με τα προγράμματα Erasmus. Πολύ πιο εύκολα όμως το βλέπουμε στην πράξη, από τη συμπεριφορά των αλλοδαπών που είχαν την ευκαιρία να τύχουν τέτοιας παιδείας, που πρωτοστατούν σε παρόμοιες προσπάθειες, πάντα εθελοντικά και έμπρακτα. Γι’ αυτό και οι αναγνώστες θα μου επιτρέψουν να αφιερώσω το σημερινό κείμενο σε μια τέτοια εσαεί εθελόντρια, του φιλοζωισμού και όχι μόνο, την Antgie Ntorotea Terchart, που έκανε την Κρήτη δεύτερη πατρίδα της και κηδεύτηκε προ ημερών στο Ρέθυμνο.
Δεν θα μακρηγορήσω, σταματώντας στο «κοινό» πρόβλημα των «βαρελόσκυλων», όπως αυτά στη φωτογραφία που φυλάνε τα βοσκοτόπια παντού στην Κρήτη και στην περίπτωση αυτή νοτίως της Μονής Βωσάκου. Τα άτυχα αυτά ζώα ανανεώνονται μετά τον θάνατό τους, εδώ και είκοσι χρόνια, όντας ζωές αναλώσιμες, αν φυσικά οι ιδιοκτήτες τους τα αντιμετωπίζουν ως ζώα και όχι ως απλά εργαλεία. Δεν θα επεκταθώ στις αγχόνες των σκυλιών, οι οποίες συνεχίζουν την παλιότερη αποτροπιαστική παράδοση των βαράθρων με το όνομα «Σκυλογκρέμνι». Δεν θ’ αναφερθώ αναλυτικά ούτε στην παράδοση που όριζε, όταν τα ταπεινά γαϊδουράκια έπαυαν να εξυπηρετούν, είτε από γηρατειά ή από ασθένεια είτε από αλλαγή επαγγέλματος των ιδιοκτητών τους, να οδηγούνται σε γκρεμούς – καιάδες, κι εκεί να σπρώχνονται στο κενό. Γιατί, δυστυχώς, οι παραδόσεις δεν είναι πάντα προς έπαινο ούτε βέβαια και προς διαιώνιση. Για λόγους όμως δικαιοσύνης πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι σε άλλα μέρη τα άτυχα αυτά ζώα τύγχαναν καλύτερης μοίρας. Οι γεωργοί τα ελευθέρωσαν απλώς στη φύση κι αυτά συγκρότησαν τις γνωστές ζωοκοινότητες των αλόγων της Κεφαλονιάς, της Βαλαώρας, του ποταμού Λούρου κ.ά. Πρέπει επίσης ν’ αναφέρουμε την απλούστερη λύση που εφαρμοζόταν ανά την Ελλάδα και σε ορισμένα χωριά της Κρήτης, τα γαϊδουράκια ν’ αφήνονται ελεύθερα να βόσκουν στις εποχές που οι ιδιοκτήτες τους δεν τα χρειάζονταν και του σαμαρώματός τους στις υπόλοιπες.
Τα περιστατικά συνειδητής κακοποίησης των ζώων στην Κρήτη δεν είναι επίσης λίγα. Στέκομαι στα πιο πρόσφατα, τον περασμένο Ιούλιο, που ένα σκυλί βρέθηκε ν’ αργοπεθαίνει, με κομμένα τ’ αυτιά, δεμένο με σκοινί στου Γάλλου Ρεθύμνης. Ή σ’ εκείνο που βρέθηκε τις ίδιες μέρες κατακρεουργημένο με ψαλίδι στην Αμμουδάρα του Ηρακλείου. Σημειώνω μόνο ότι το πρώτο βρέθηκε αιμόφυρτο έξω από το μεγαλύτερο ακαδημαϊκό ίδρυμα του νησιού και το δεύτερο σ’ έναν από τους τουριστικότερους τόπους του.
Θα παρακαλούσα τους αναγνώστες, για να μη μείνουμε στα λόγια, να ρωτήσουμε τον Δήμο τους ο καθένας για το τι κάνει για τα αδέσποτά του. Τι τμήμα του κρατικού κονδυλίου των ογδόντα συνολικά εκατομμυρίων, μέρος του οποίου μένει τελικά στα αζήτητα, διεκδικεί και προσφέρει ως αντιπαροχή στα άτυχα ζώα που ζουν στα όρια του. Και πρώτος εγώ, για να μην ισχύσει το «δάσκαλε που εδίδασκες», ρωτώ εγγράφως και δημοσίως τον δικό μου Δήμο Ρεθύμνης: γιατί, αφού η σύμβαση που έχει συνάψει με τους κτηνιάτρους έχει λήξει από καιρό, δεν ανανεώνεται; Μήπως οι κακουχίες που υφίστανται τα ζώα στο Ρέθυμνο μπορούν να περιμένουν τον αέναο ρυθμό των γραφειοκρατικών διαδικασιών των δημοσίων υπαλλήλων;
Και για να βάλουμε το θέμα σε πιο πρακτική βάση: αλήθεια, φαντάζεται κανείς από τους υπεύθυνους, Δήμους, Αντιπεριφέρειες κι Αστυνομίες, να ξεκινούσε μια εκστρατεία του τύπου #CanselRethymno ή #CanselIraklio ή κάτι άλλο, σε ανάλογο με την Αράχωβα περιστατικό, απ’ αυτά που δεν λείπουν στον τόπο μας; Ή μήπως σε μια τέτοια περίσταση τα στόματά μας, συνηθισμένα να είναι κλειστά και όπλα να μην είναι άχρηστα, θα αποκαλυπτόταν ο αίτιος; Τι επιπτώσεις θα είχε άραγε κάτι τέτοιο για τον τουρισμό και τον τόπο συνολικά;
Σεβασμός στα ζώα, αλλά, προς το παρόν, σεβασμός στην Γάζα!
Επίσης γνωρίζετε ότι όλες οι τροφές κατοικιδίων είναι εισαγόμενες, σε μία χώρα που ζει με δανεικά.;;;