Αίµα και «αίµα»… Κανείς δεν ξέχασε, πιστεύω, τους εµβληµατικούς στίχους του ποιητή της Ρωµιοσύνης, Γιάννη Ρίτσου (*).
«Αυτά τα κόκκινα σηµάδια στους τοίχους, µπορεί να ‘ναι κι από αίµα… Όλο το κόκκινο στις µέρες µας, είναι αίµα».
Κι αυτό το δεύτερο µέρος της στροφής, ως συµπερασµατικός λόγος θλίψης, συνιστά µια διαπίστωση, σηµερινή, δυστυχώς! ∆υστυχώς και για το αίµα όπως το είδε, αλλά και το «είδε» ο αισθαντικός ποιητής των αγώνων. Στους τοίχους µε το αίµα που είχε εκτιναχτεί από τα βασανιστήρια, στην κυριολεκτική του εκδοχή. Το αίµα στο πρόσωπο, στα χέρια τα µέλη. Το αίµα που έρευσε στους τόπους των εκτελέσεων και των δολοφονιών και των εγκληµάτων πολέµου, στα κατοχικά στοτεινιασµένα χρόνια. Το αίµα και το «αίµα» της εµφύλιας ασχήµιας που δίχασε την πολυβασανισµένη πατρίδα, κι από τους “πληγωµένους αρµούς” δεν σταµάτησε να ρέει ολοπόρφυρο και σπαταληµένο, για χρόνια!! Το πορφυρό, το ερυθρό το κόκκινο, το άλικον το ροδόχρου, το φοινό, το κρεµεζί, το καρνάδο! Το χρώµα της “ξεφαντωτικής χαράς”, αν δεν ήταν χρώµα αιµάτου.
Ξέφυγα, όµως. Επανέρχοµαι:
…Βλέποντας τα πρωτοσέλιδα των εφηµερίδων, τα πρωτοσέλιδα στο moto τους, κυριαρχούσε το κατακόκκινο της φωτιάς. Στην κυριολεξία. Τα πλάνα, αυθεντικά, από την καιόµενη, κατά – και- όµενη Αττική. Κόκκινο της πυρκαγιάς, του έρωτα, του πάθους, του τριαντάφυλλου, της Γιορτής!
Αυτής της “γιορτής” του θανάτου που αφανίζει! Άγνωµος τραχύς, κι αιµάσσει, τη Ζωή! Την πράσινη, µέχρι το τελευταίο φυλλαράκι της, στη δροσερή σηµειολογία της χλωρίδας µας. Το αίµα της δεν ρέει… Γίνεται φλόγισµα που ορχείται δαιµονικά στην καταστροφή, µέχρι να βρει το φαιό χώµα… Γυµνό, “χρεωµένο”… ∆έντρα, καλλιέργειες, οµορφιές ανθισµένων χρωµάτων… Το «αίµα» που ρέει από τους καιόµενους τοίχους, τα κουφώµατα, τα έπιπλα, τα υπάρχοντα. Τα σπίτια που έχτισαν µε στερήσεις και µόχθο για να στεγαστούν – γι’ αυτά µιλούµε – έµειναν σκελετωµένα, µε τ’ αποκαΐδια, κουρέλια “ένδυσης” αποκαρδιωτικά!
Το αίµα που έρευσε από τα κορµάκια, τα έρηµα κορµάκια των ζώων παραγωγικών ή συντροφιάς, πολλά δεµένα κι εγκλωβισµένα, αντιµέτωπα άνισα µε την τραγικότητα του οδυνηρότερου θανάτου! Χριστέ µου! Τι σκληρή εικόνα για τα έσω µας…
Το «αίµα» που έρευσε από τις αχρηστεµένες λαµαρίνες των αυτοκινήτων. Τα αυτοκινητάκια της χαράς, φιλοδοξία ταπεινή, άµορφα παλιοσίδερα. Το αίµα που έρευσε σε αγωνία ιδρώτα και ευθύνη, ως ποταµός “κινηµένος” από τα παλληκάρια της κατάσβεσης! Πυροσβέστες, εθελοντές, ιδιοκτήτες, γείτονες.
… Ναι, όλο το κόκκινο στις µέρες µας – αυτές τις πέντε έξι µέρες µας – µε το παρανάλωµα εκτυφλωτικό κι όµως µαύρες κατάµαυρες, ήταν αίµα! Κι αυτό το “ήταν” ενέχει µια στάλα βάλσαµο ότι το αφήσαµε πίσω µας… Τώρα, άλλο αίµα και «αίµα», για την όποια επούλωση των πληγών. Ίδωµεν.