Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Ομαδική εκτέλεση στον Αλικιανό

Ας αφήσουμε το νου μας να γυρίσει ογδόντα ένα χρόνια πίσω.

Σαν αυτές τις ημέρες του Μάη το 1941, η Κρήτη δεχόταν τις βάρβαρες επιθέσεις των Γερμανών αλεξιπτωτιστών, των “ιπποτών”, όπως τους ονόμασε ο Χίτλερ. Και ήταν πολύ ορμητικές αυτές οι επιχειρήσεις, γιατί τα επίλεκτα αυτά στρατεύματα ήθελαν να τελειώσουν γρήγορα το καταστροφικό τους σχέδιο. Μέσα σε λίγες ώρες, όπως πίστευαν, θα μπορούσαν να γίνουν κυρίαρχοι του σημαντικού αυτού στρατηγικού σημείου της Μεσογείου.

Όμως αστόχησαν στους υπολογισμούς τους. Ο κρητικός λαός, μαθημένος να παλεύει, τώρα και αιώνες, για λευτεριά και αξιοπρέπεια, ξεσηκώθηκε πάλι με μιας και μ’ αντρειοσύνη ρίχτηκε στη μάχη, τη μεγάλη και δύσκολη, γράφοντας σελίδες απαράμιλλου ηρωισμού.
«Στην Κρήτη» θα ομολογήσουν αργότερα Γερμανοί αξιωματικοί «κανένας δε φοβόταν, κανένας δεν έφευγε, κανένας δεν παραδινόταν. Οι σφαίρες σφύριζαν στα αυτιά μας μόλις ξεμπουκάραμε από την καταπακτή του αεροπλάνου μας. Και σαν πέφταμε, βλέπαμε το πλήθος να μας επιτίθεται, χωρίς να φοβάται τα επαναληπτικά όπλα και τις χειροβομβίδες μας. Στην Κρήτη, μόνο οι πέτρες δεν σηκώνονταν μοναχές τους να μας χτυπήσουν. Κάθε άλλο έμψυχο μας πολεμούσε».

Αθάνατη Κρήτη, αδούλωτη, ανυπόταχτη!

Για μια φορά ακόμα έδειξες στον κόσμο πως «Η μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα. Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα».

Και πραγματικά αυτό τόλμημα των ανθρώπων μας, αυτή η ηρωική αντίσταση απέναντι στους σιδηρόφρακτους “ιππότες” πληρώθηκαν ακριβά, με πολύ αίμα και ανυπολόγιστες καταστροφές και στον Αλικιανό, το πανέμορφο κεφαλοχώρι της πεδινής Κυδωνίας.

Η εκδικητική απάντηση των “Ούνων” ήρθε πολύ γρήγορα για τον τόπο μας. Το βράδυ της πρώτης του Ιούνη του 1941, οι ταλαιπωρημένοι κάτοικοι του Αλικιανού είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους. Γιατί κυνηγημένοι από τους αλεξιπτωτιστές και φοβισμένοι είχαν καταφύγει στα ορεινά χωριά της περιοχής προκειμένου εκεί να είναι πιο ασφαλείς. Καθησυχασμένοι από τις απατηλές υποσχέσεις «ότι κανείς δεν θα τους πειράξει», κοιμόντουσαν έναν ύπνο βαθύ.

Δυστυχώς ξεγελάστηκαν. Γιατί όταν γλυκοχάραζε, το πρωινό της δεύτερης του Ιούνη, καθώς η φύση ανυποψίαστη ετοιμαζόταν να επαναλάβει τον συνεχή κύκλο της δημιουργίας της, η ναζιστική χιονοθύελλα, τρομερή και σαρωτική ξέσπασε και συντάραξε τα πάντα.

Βαριά βήματα και άγριες φωνές αντηχούσαν στους δρόμους και στα σοκάκια του χωριού, ενώ την ίδια ώρα, τα βαριά οπλισμένα ανδρείκελα των κατακτητών, με κλωτσιές και βάναυσα χτυπήματα άνοιγαν τις πόρτες των σπιτιών. Πετούσαν στους δρόμους τους ανθρώπους, πριν εκείνοι προλάβουν να ρίξουν ένα ρούχο πάνω τους, σπρώχνοντας τους βίαια. Οι εικόνες ήταν φοβερές. Ολόκληρε;ς οικογένειες τρέχουν στους δρόμους, τσακισμένες από τα χτυπήματα των Γερμανών και τρομοκρατημένες από τις άγριες κραυγές τους. Κάθε αίσθημα ανθρώπινης αξιοπρέπειας έχει καταπατηθεί εκείνο το πρωινό. Είναι απίστευτο να βλέπει κανείς ανθρώπους νοικοκύρηδες, με τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά στις αγκαλιές των, ξυπόλυτους, αναμαλλιασμένους, με την έκφραση της κατάπληξης του τρόμου ζωγραφισμένη στα μάτια τους, να αγωνίζονται να σταθούν όρθιοι, ενώ σπρώχνονταν βίαια και οδηγούνταν προς την αυλή του σχολείου και τον κήπο του Μετοχιού του Ησυχάκη.

Στη συνέχεια ξεχώρισαν τους άνδρες, οδηγώντας τους στην αυλή της εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού, ενώ τα γυναικόπαιδα παρέμειναν φρουρούμενα στο σχολείο και στο Μετόχι.

Με απλωμένα χέρια, αυτοί που έμεναν και αυτοί που έφευγαν πραγματοποιούσαν άθελα τους τον τελευταίο αποχαιρετισμό με δάκρυα στα μάτια και πόνο στις καρδιές τους.

Στην άκρη του περιβολιού της εκκλησίας, υποχρέωσαν τους μελλοθάνατους να σκάψουν το χώμα και να ανοίξουν μεγάλο λάκκο, που έμελε να γίνει ο τάφος των. Επάνω στο ανάχωμα αυτού του λάκκου τους έστησαν, χωρισμένους σε μικρές ομάδες, αφού πρώτα τους έδεσαν τα χέρια με καλώδια.

Η σκέψη ότι η γη που έσκαβαν θα δεχόταν τα κορμιά τους, αποκορύφωνε την αγωνία και την απόγνωση τους. Σαν άλλοι νεομάρτυρες της θρησκείας μας, αλλά και ήρωες της ιστορίας μας, περίμεναν καρτερικά τη μοίρα τους, με αξιοπρέπεια και γενναιότητα. Η τραγική σκηνή αυτής της κόλασης συμπληρωνόταν με τους εκτελεστές να στήνουν τα πολυβόλα τους στα σκαλοπάτια της εκκλησίας απέναντι ακριβώς στους μελλοθάνατους.

Όμως αρχή, εντολή, συνήθεια, μεγαλοψυχία (όπως θέλετε ονομάστε την και καμαρώστε την!) των δολοφόνων ήταν να εξαιρείται από τρεις αδελφούς, που ήταν προς εκτέλεση, ο ένας. Αυτό ανακοίνωσαν στους αδελφούς Γκανακάκηδες που βρίσκονταν στο ανάχωμα.

Έγινε έντονη συζήτηση μεταξύ των. Ο ένας ήταν παντρεμένος και είχε μικρό παιδί. Μετά από πολλές διαμαρτυρίες του, οι άλλοι δύο τον έπεισαν να εξαιρεθεί. Έπρεπε να ζήσει με την οικογένεια και το παιδί του. Συγκινητική και μεγαλοπρεπή απόφαση. Εκείνοι που έμειναν ψυχρά και αδιάφορα ήταν οι Γερμανοί. Αλλά φαίνεται να τους απασχόλησε προς στιγμή η προηγούμενη σκηνή (ποιος ξέρει άλλωστε) και ξέφυγε από την προσοχή τους ένας άλλος από τους δεμένους στη γραμμή, δεκαεφτάχρονος Λευτέρης Κορακάκης, καθώς ένιωσε για μια στιγμή να χαλαρώνουν τα καλώδια στα δεμένα χέρια του, πήρε τη μεγάλη απόφαση της απόδρασης. Με την τόλμη και τη γρηγοράδα, που του χάριζε η νιότη του, έτρεξε προς το περιβόλι, που βρισκόταν ακριβώς πίσω του. Κάνοντας ελιγμούς, κατάφερε να ξεφύγει και να γλυτώσει από τους πυροβολισμούς των Γερμανών. Πηδώντας τον μαντρότοιχο του περιβολιού χάθηκε από τα μάτια των εκτελεστών και σώθηκε.

Μετά απ’ αυτό το περιστατικό και αφού έστησαν στη γραμμή άλλο μελλοθάνατο, τον Νικόλαο Βατσάκη, οι σφαίρες των δολοφόνων ξεχύθηκαν από τις κάννες των όπλων τους, αφήνοντας νεκρούς σαράντα δύο ήρωες.

Μέσα στον χωμάτινο λάκκο, τα μάτια των νεκρών που έμεναν ακόμη ανοιχτά, πρόδιδαν τη μεγάλη αγωνία και τον αβάσταχτο πόνο τους. Όμως οι σφαγείς, για να βάλουν τη σφραγίδα της αγριότητας και της απανθρωπιάς τους, έριξαν και χειροβομβίδες μέσα στο λάκκο με τα πτώματα. Η αιμόφυρτη ανθρώπινη μάζα παρουσίαζε μια φρικιαστική εικόνα που αναστάτωνε και έκαιγε την ψυχή κάθε ανθρώπου. Ήταν τόσο μακάβριο το σύμπλεγμα των νεκρών κορμιών εκεί μέσα, κι ήταν τόσο το αίμα που ανάβλυζε από τα διαλυμένα μέλη των. Αυτοί που απόμειναν ζωντανοί για να τους σκεπάσουν, συγκλονισμένοι, δεν μπορούσαν να καρφώσουν το φτυάρι στο νιοσκαμμένο χώμα, που εξακολουθούσε να τρέμει και μετά το σκέπασμα του τάφου. Άλλη μια θυσία είχε τελειώσει στο όμορφο μα πολύπαθο χωριό του Αλικιανού.

Κατάρες έβγαιναν από τα μισόκλειστα χείλη όλων για τους φονιάδες. Και μετά ο θρήνος και ο αβάσταχτος πόνος για τον χαμό των αγαπημένων.

Για τους Γερμανούς το έργο είχε τελειώσει, τουλάχιστον για εκείνη την ημέρα. Ο ήχος της σάλπιγγας αντήχησε σαν κολασμένη μελωδία, που τους καλούσε σε συγκέντρωση και στη συνέχεια αναχώρηση. Επιβιβάστηκαν στα αυτοκίνητα των κι έφυγαν τραγουδώντας χορωδιακά τραγούδια, αυτοί οι διάβολοι της καταστροφής, αφήνοντας πίσω τους σαράντα δύο νεκρούς και τα ασταμάτητα κλάματα των ζωντανών κατοίκων.

Η ανθρωπότητα άναυδη πληροφορήθηκε και αυτό το έγκλημα. Ενίσχυσε, για μια ακόμη φορά, την πεποίθηση της ότι ο ναζισμός ήταν μια τρομερή απειλή εναντίον της. Έπρεπε να αγωνιστεί και αυτό έκανε για χρόνια μέχρι να έρθει η λύτρωση.

Ογδόντα ένα χρόνια μετά, τα παιδιά και τα εγγόνια αυτών των μαρτύρων, αλλά και όλοι οι νεότεροι Έλληνες στεκόμαστε με δέος μπροστά στο Μνημείο της θυσίας των, κάθε χρόνο αυτή την ημέρα (δεύτερη Ιουνίου), για να αποτίσομε τον οφειλόμενο φόρο τιμής στους ηρωικούς μάρτυρες. Τα αγιασμένα κόκκαλα τους, που αναπαύονται μέσα σ’ αυτό, μοιάζουν να μας λένε: «Εμείς φύγαμε νωρίς, γιατί αρνηθήκαμε να παραδώσουμε τα ιερά και τα όσια στους βαρβάρους και γιατί αγωνιστήκαμε να παραμείνει ψηλά ο ήλιος της δικαιοσύνης και να ‘ρθει ξανά, η λευτεριά σ’ αυτόν τον όμορφο αγαπημένο τόπο».

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα