Πέμπτη, 15 Αυγούστου, 2024

To ομόλογο και η επιστροφή στις αγορές

» Τα υπέρ, τα κατά, το timing και οι προοπτικές
Φτάσαμε λοιπόν στη στιγμή της εξόδου της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές μετά από τέσσερα χρόνια υπό τη σκέπη των δανειστών της Ευρωζώνης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί τις τελευταίες εβδομάδες και ημέρες για το αν είναι θετική ή αρνητική αυτή η κίνηση της ελληνικής κυβέρνησης, για το αν το timing είναι σωστό, για το αν είναι “φτιαχτή” η έξοδος στις αγορές και εντάσσεται στο πλαίσιο της προεκλογικής περιόδου, για το αν θα είναι χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού και άλλα πολλά. Σήμερα όμως που αυτός ο διεθνής δανεισμός παίρνει σάρκα και οστά και γίνονται γνωστές οι λεπτομέρειες της έκδοσης, καλό θα ήταν να βάλουμε τα πράγματα σε μία σειρά.

Θετική ή αρνητική η έξοδος στις αγορές;
Από πολιτική άποψη η έξοδος στις αγορές είναι μία ιδιαίτερα θετική εξέλιξη για τη διεθνή θέση της χώρας, και μπορεί κάλλιστα να θεωρεί επίτευγμα για μία χώρα που μόλις πριν 2½ χρόνια προέβη στη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους που έχει γίνει ποτέ διεθνώς. Η Ελλάδα έφτασε από την πλήρη αναξιοπιστία και το χείλος της ολοκληρωτικής οικονομικής καταστροφής, να μπορεί -έστω και με τη στήριξη των εταίρων της- να απευθύνεται πάλι στις διεθνείς αγορές, στο σύνολο της διεθνούς κοινότητας ουσιαστικά, ως μία κανονική, μία σοβαρή χώρα. Σε αυτό το πλαίσιο είναι μία αναγνώριση της σθεναρής και επώδυνης στάσης ορισμένων ανθρώπων που βοήθησαν, ώστε η χώρα να σταθεί στα πόδια της και να μην οδηγηθεί σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, κυρίως όμως είναι μία αναγνώριση της πίστης, της υπομονής και της καρτερικότητας που επέδειξε η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού αυτά τα πέτρινα χρόνια. Ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα και στην πορεία υπήρξαν και θύματα. Πολλά. Η ουσία όμως είναι ότι μέσα απ’ όλες αυτές τις οδυνηρές, τις δραματικές καταστάσεις η Ελλάδα βρίσκεται ένα βήμα πριν από την έξοδο από το τούνελ. Βγαίνει κάπως πληγωμένη, σχεδόν διχασμένη, αλλά βγαίνει ζωντανή. Δυο ήταν οι πιο κρίσιμες και δραματικές βραδιές που έκριναν σχεδόν τα πάντα: Η 12η Φεβρουαρίου 2012 με την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου και του PSI και η 17η Ιουνίου, τέσσερεις μήνες αργότερα.
Σήμερα, δύο χρόνια αργότερα, η Ελλάδα με την έκδοση 5ετούς ομολόγου σηματοδοτεί μια συμβολική επιστροφή στη κανονικότητα και μία πρώτη κίνηση προς την ανάκτηση της χαμένης κυριαρχίας. Ο πολιτικός και εθνικός συμβολισμός είναι ισχυρός. Παραμένει όμως συμβολισμός, αφού η πορεία προς την κανονικότητα προϋποθέτει ακόμη αρκετές πράξεις και συνθήκες, οι οποίες χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά και χρόνος για να εκπληρωθούν.

“Μνημόνια τέλος” για να αρχίσει ξανά η αυθαιρεσία;
Ως προς το εσωτερικό όμως της χώρας δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι είναι θετική εξέλιξη. Η κυβέρνηση, δύο σχεδόν χρόνια μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας, δείχνει να θεωρεί δεδομένη τη διάσωση και την ανάκαμψη και συνδέει ανοιχτά τον δανεισμό της χώρας με την αποδέσμευση από τα “Μνημόνια”. Είναι όμως έτσι; Οχι ακριβώς, ή μάλλον σχεδόν καθόλου. Η χώρα θα βρίσκεται σε Μνημόνιο μέχρι τουλάχιστον το 2016, οπότε λήγει η χρηματοδότηση και από το Δ.Ν.Τ., αλλά για όλο αυτό το διάστημα η επιτήρηση της Οικονομίας και της Δημόσιας Διοίκησης θα είναι στενή. Βέβαια, δεν θα υπάρχει η γνωστή ιστορία των επισκέψεων των κλιμακίων της τρόικας στην Αθήνα και όλη εκείνη η δυσάρεστη, και εν πολλοίς υποτιμητική για τη χώρα διαδικασία. Ο έλεγχος από εδώ και πέρα θα είναι σαφώς πιο διακριτικός αλλά θα παραμένει έλεγχος. Το να διαλαλεί η κυβέρνηση με κάθε τρόπο ότι “Μνημόνια τέλος”, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να δημιουργεί σε ένα μέρος της κοινωνίας την ψευδαίσθηση ότι οι απαραίτητες προσαρμογές έχουν ολοκληρωθεί και η Ελλάδα θα επιστρέψει από αύριο σε μία κανονική οικονομική και κοινωνική ζωή. Η αλήθεια όμως είναι ότι για να φτάσουμε σε αυτό το στάδιο θα απαιτηθούν αρκετά ακόμη χρόνια, αν πάρουμε τις σωστές αποφάσεις. Είναι σε όλους γνωστό ότι με την υπάρχουσα κατάσταση στην οικονομία, την τεράστια ανεργία και τη δραματική έλλειψη νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας, η επόμενη επώδυνη, αλλά αναγκαία προσαρμογή στο ασφαλιστικό σύστημα είναι προ των πυλών, όπως μας διεμήνυσαν τα στελέχη της τρόικας κατά την επίσκεψή τους πριν έναν μήνα. Και όσοι θυμόμαστε τις δραματικές ημέρες του Απριλίου – Μαΐου του 2001, τις συγκεντρώσεις και την πολιτική κρίση τότε για το ασφαλιστικό, καταλαβαίνουμε τη σημασία μιας τέτοιας παρέμβασης, τη στιγμή που τα ελλείμματα δεν μπορούν πια να κρυφτούν κάτω από το χαλί, όπως έγινε τότε.
Παράλληλα, το δόγμα “Μνημόνια τέλος”, οδηγεί το πολιτικό σύστημα ιδιαίτερα ευάλωτο σε αιτήματα και εκβιασμούς από οργανωμένες ομάδες και συμφέροντα, τα οποία γνωρίζοντας την ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τις μειωμένες αντοχές πολλών βουλευτών θα ασκήσουν ισχυρές πιέσεις για ανάσχεση των υπεσχημένων μεταρρυθμίσεων αλλά και ανατροπή ή μη εφαρμογή πολλών που έχουν ήδη ψηφισθεί, αλλά δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί.
Είναι εξαιρετικά πιθανό, έως και σίγουρο, ότι από σήμερα θα είναι πολύ, μα πολύ δύσκολο να εγκριθούν από τη παρούσα Βουλή μέτρα και νόμοι που θα θίγουν συγκεκριμένα συμφέροντα και καθεστηκυίες αντιλήψεις.

Αρνητική από οικονομική άποψη η έξοδος στις αγορές αυτή τη στιγμή
Από οικονομική άποψη καταλήγω μετά από αρκετή σκέψη στο συμπέρασμα ότι η            -πρόωρη- έξοδος στις αγορές σ’ αυτό το χρονικό σημείο είναι αρνητική εξέλιξη. Οι λόγοι είναι το κόστος και η επιβάρυνση του χρέους. Το επιτόκιο που φαίνεται να διαμορφώνεται, αν και πολύ χαμηλό σε σχέση με ό,τι είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια, θα είναι υψηλό: 4,95%. Αυτό σημαίνει ότι είναι 3,5 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο από τα δάνεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (ESM). Το επιπλέον κόστος που θα προκύψει απ’ αυτή τη διαφορά του επιτοκίου για το σύνολο της πενταετούς διάρκειας θα είναι περίπου 350 εκατομμύρια ευρώ, περίπου 70 εκατομμύρια το χρόνο. Με αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να καλυφθούν μέρος των σοβαρών ελλείψεων στον χώρο της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας. Είναι περίπου τα διπλάσια χρήματα ετησίως (περίπου 75 εκατομμύρια) από αυτά που αναζητούσαμε πριν τρεις μήνες για να καλυφθεί το περίφημο 25ευρω εισιτήριο στα Νοσοκομεία για τους απόρους.
Υπάρχει βέβαια ο αντίλογος που εκφέρει η κυβέρνηση πως μέσω της συγκεκριμένης έκδοσης, αλλά και αυτής που προγραμματίζεται για το “20 εξάμηνο”, θα εξοικονομηθούν χρήματα από την αντίστοιχη μείωση της έκδοσης των πανάκριβων έντοκων γραμματίων του Δημοσίου. Η απάντηση είναι ότι με το τεράστιο πρωτογενές πλεόνασμα που προβλέπεται για το 2014 και ακόμη περισσότερο για το 2015 θα συνεχίζαμε τις εκδόσεις εντόκων γραμματίων; Για ποιό λόγο;

Επιβαρύνεται το χρέος
Η δεύτερη αρνητική πλευρά της έκδοσης είναι η επιβάρυνση του χρέους. Αφενός οι υπερβάλλοντες τόκοι αλλά             -κυρίως- ο βραχύς χρόνος της έκδοσης επιβαρύνουν το προφίλ βιωσιμότητας του χρέους. Η συγκεκριμένη έκδοση θα πρέπει να πληρωθεί τον Απρίλιο του 2019, όταν είναι γνωστό ότι η Ελληνική Οικονομία έχει απόλυτη ανάγκη την μετάθεση της λήξης των δανειακών υποχρεώσεων των επομένων δέκα ετών, ώστε η χώρα να αποκτήσει ένα δημοσιονομικό περιθώριο και να μην πνίξει την πραγματική Οικονομία αγκομαχώντας να καλύπτει τις λήξεις των ομολόγων και των δόσεων του Δ.Ν.Τ. από το 2015 μέχρι το 2022. Μόλις την περασμένη Κυριακή ο πρόεδρος του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ σε συνέντευξή του στο “Βήμα” προειδοποίησε ότι ο δανεισμός με τα επιτόκια σε αυτά τα επίπεδα επιβαρύνει το -ήδη πολύ βεβαρημένο- χρέος:
«[Το επιτόκιο] Παραμένει όμως ακριβό. Κάθε ομόλογο με τόσο υψηλά επιτόκια προσθέτει στο βάρος του χρέους».
Αν δούμε τον πίνακα με τις ανάγκες αποπληρωμής ομολόγων και δανείων των επομένων ετών βλέπουμε πόσο βεβαρημένο είναι ήδη το 2019 με κοντά στα 8 δισ.

Κλειδί για την ομαλοποίηση των επιτοκίων η αναβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης, όχι οι εκδόσεις
Δυο ακόμη επιχειρήματα υπέρ της έκδοσης του ομολόγου είναι η ομαλοποίηση της καμπύλης απόδοσης των επιτοκίων (yield curve) και η βοήθεια προς τις επιχειρήσεις που θα μπορούν -ενδεχομένως- να δανείζονται πλέον πιο εύκολα.
Η πρώτη απάντηση είναι ότι ουσιαστική μείωση της επιτοκίων θα έρθει αφενός όταν υπάρξει διευθέτηση του χρέους, αφετέρου δε όταν τα ελληνικά ομόλογα αποκτήσουν βαθμολόγηση investment grade από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε ακόμη αρκετά μακριά. Η Moody’s μας βαθμολογεί με Caa3, 9 βαθμίδες κάτω από το investment grade, ενώ η S&P και η Fitch 6 βαθμίδες κάτω, με B-. Οι σοβαροί και μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι δεν επιτρέπεται από το καταστατικό τους να επενδύουν σε non-investment grade ομόλογα. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις, αυτές εξαρτώνται ακόμη σε τεράστιο βαθμό από τον δανεισμό από τις εγχώριες Τράπεζες, οι οποίες τώρα ξεκινούν τις προετοιμασίες τους για να περάσουν τα κρίσιμα και πολύ δύσκολα stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο 3ο τρίμηνο της χρονιάς. Αρα, σε αυτή τη φάση οι Ελληνικές Τράπεζες δεν είναι ακόμη σε θέση να υποστηρίξουν σοβαρά με δανεισμό τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Η δεύτερη απάντηση είναι το timing, ο χρόνος της έκδοσης.

Το timing της έκδοσης
Σκεπτόμενος κάποιος το πότε θα ήταν η καλύτερη στιγμή να επιχειρηθεί η έξοδος στις αγορές καταλήγει λογικά στο διάστημα αμέσως μετά την συζήτηση με τους δανειστές για τη διευθέτηση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Είναι γνωστό σε όλους ότι ο βασικός λόγος που διατηρεί -πια- υψηλά τα ελληνικά επιτόκια είναι η αβεβαιότητα για τη βιωσιμότητα του χρέους. Η Ελληνική Οικονομία πρέπει να επιτύχει εξαιρετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στα επόμενα 6 ~ 8 χρόνια για επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, κάτι που εκτός από πολύ δύσκολο, δεν εξαρτάται μόνο από την ίδια την χώρα αλλά και από την ευρύτερη πορεία της Οικονομίας στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Υπό αυτή την πίεση λοιπόν υπήρξαν πριν από λίγους μήνες δηλώσεις από την ελληνική κυβέρνηση, που έδειχναν ότι επιθυμούσε η σχετική συζήτηση να επισπευσθεί και να αρχίσει την επομένη της ανακοίνωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2013 από την Eurostat που θα πραγματοποιηθεί στις 23 Απριλίου. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι όμως [εδώ & εδώ], είτε για λόγους προεκλογικούς είτε για αντικειμενικούς λόγους, μετέθεσαν τη συγκεκριμένη συζήτηση για το καλοκαίρι. Ακόμη και έτσι όμως το διάστημα που μεσολαβούσε από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο, τον Αύγουστο ή έστω τον Σεπτέμβριο δεν είναι και τόσο μεγάλο. Τι μεσολάβησε λοιπόν και επισπεύσθηκε τόσο πολύ η έκδοση του ομολόγου; Εδώ αρχίζουν τα πολιτικά σενάρια και οι αντιπαραθέσεις αλλά δυστυχώς η αλήθεια κρύβεται στους αριθμούς.
Η απάντηση της κυβέρνησης, μέσω του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα, ήταν ότι η εν λόγω έκδοση δεν συνδέεται με τις Ευρωεκλογές, αλλά είναι μία προγραμματισμένη διαδικασία, ενώ οι διαρροές έλεγαν ότι είναι ευκαιρία να εκμεταλλευτούμε την ευνοϊκή διεθνή συγκυρία για να έχουμε σημαντική κάλυψη και καλό επιτόκιο (όντως η διεθνής συγκυρία για έκδοση ομολόγου είναι ευνοϊκή). Η αντιπολίτευση από τη μεριά της κατηγόρησε τη Κυβέρνηση ότι προχωρά στην έκδοση για προεκλογικούς λόγους και για να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από το σκάνδαλο Μπαλτάκου. Είναι όμως όντως προεκλογικοί οι λόγοι;

Δεν έφταναν τα χρήματα για να πληρωθούν τα ομόλογα τον Μάιο
Εδώ και πολύ καιρό είναι γνωστό ότι τον προσεχή Μάιο λήγουν ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου αξίας περίπου 9,6 δισ. ευρώ, και είναι ευνόητο ότι δεν υπάρχουν τα σχετικά κεφάλαια για να καλυφθούν αυτές οι υποχρεώσεις. Ηταν επίσης γνωστό ότι η πρόβλεψη ήταν να γίνει η κάλυψη από τις δόσεις που εκκρεμούν από την τρόικα και που απελευθερώθηκαν με τη συμφωνία που έκλεισε στα τέλη Μαρτίου μετά από πολλούς μήνες διαπραγματεύσεων. Το σύνολο των δόσεων που εκκρεμούν φτάνουν τα 11,7 δισ. (8,3 δισ. από την Ευρωζώνη και 3,4 δις από το Δ.Ν.Τ.), ποσό που υπερκαλύπτει τις υποχρεώσεις των 9,6. Εδώ όμως αρχίζουν τα “αλλά”. Το πρώτο “αλλά” έρχεται από το γεγονός ότι το Eurogroup στη συνεδρίαση της 1ης Απριλίου που ενέκρινε το καλώς έχειν του προγράμματος έσπασε τα 8,3 δισ. σε τρεις δόσεις θέτοντας προαπαιτούμενα, όπως τη διαθεσιμότητα των 25.000 δημοσίων υπαλλήλων που εκκρεμεί κ.ά. Το δεύτερο “αλλά” έρχεται από το Δ.Ν.Τ., το οποίο δεν πρόκειται να συνεδριάσει πριν τα μέσα Μαΐου για να εγκρίνει την εκταμίευση των 3,4 δισ. Αρα για να καλυφθούν τα ομόλογα του Μαΐου προκύπτει ένα κενό 3,3 δισ., το οποίο έπρεπε να καλυφθεί με κάποιον τρόπο από την Ελλάδα. Ο ένας τρόπος, γνωστός και πετυχημένος, αλλά περιορισμένος είναι τα έντοκα γραμμάτια. Και έτσι έγινε: Την περασμένη Τρίτη αντλήθηκαν 1,3 δισ. Ο δεύτερος τρόπος θα ήταν η προσωρινή χρήση κεφαλαίων από το Τ.Χ.Σ. και η τρίτη η έκδοση ομολόγου.
Ποιο είναι λοιπόν το συμπέρασμα για το timing; Οτι είναι πολύ πιθανότερο η απόφαση για την εσπευσμένη έκδοση του ομολόγου να καθορίστηκε από την αδυναμία της κυβέρνησης να ολοκληρώσει τα προαπαιτούμενα του Μεσοπρόθεσμου -γεγονός που οδήγησε στην αναβολή των εκταμιεύσεων από την τρόικα-, παρά από μικροπολιτικούς υπολογισμούς εν όψει Ευρωεκλογών.

Τι μπορεί και τι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα;
Η -επιτυχής- έκδοση του ομολόγου είναι πλέον γεγονός. Ας κρατήσουμε τα θετικά και ας δούμε τι πρέπει και τι μπορεί να γίνει από εδώ και πέρα. Κατ’ αρχήν έχουμε την ολοκλήρωση των προαπαιτούμενων του πολυνομοσχεδίου και της συμφωνίας με την Τρόικα για να εκταμιευθεί η πρώτη από τις τρεις δόσεις της Ευρωζώνης και η δόση του Δ.Ν.Τ. Αμέσως μετά θα έχουμε την ανακοίνωση της Eurostat για το πρωτογενές πλεόνασμα, οπότε πρέπει να διαμορφώσουμε τη στρατηγική μας για το τι θέλουμε να πετύχουμε στη διαπραγμάτευση για το χρέος. Παράλληλα, υπάρχει το ζήτημα του χρηματοδοτικού κενού του 2015 και 2016, λόγω κυρίως της υστέρησης των ιδιωτικοποιήσεων και της μη επιστροφής των τόκων των ομολόγων από όλες τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης (Γιατί άραγε δεν έχει ανακοινωθεί ποιές χώρες επέστρεψαν τους τόκους και ποιες όχι;).

Λύση μέσω του E.S.M.
Θεωρώ ότι πλέον συμφέρουσα λύση για τη χώρα είναι η σύναψη ενός νέου δανείου με τον E.S.M. που ιδανικά θα πετύχει δύο στόχους:
1) Να εξαγοράσει από την Ε.Κ.Τ. και τις άλλες Κεντρικές Τράπεζες της Ευρωζώνης μέρος των ελληνικών ομολόγων που διακατέχουν (τα SMPs και τα ANFAs) και να τα κάνει swap με 50ετή δάνεια (μετά την αποπληρωμή των ομολόγων του Μαΐου θα πρέπει να απομένουν ομόλογα αξίας περίπου 25 δισ.). Μ’ αυτό τον τρόπο θα ελαφρυνθεί σε τεράστιο βαθμό η δημοσιονομική πίεση της Ελλάδας τα επόμενα 8 χρόνια και θα απελευθερωθούν κεφάλαια ώστε να υπάρξει σοβαρή μείωση της φορολογίας και στοχευμένες δημόσιες επενδύσεις.
2) Σε συνδυασμό με μείωση των επιτοκίων των δανείων του πρώτου Μνημονίου και επιμήκυνση συνολικά όλων των δανείων, θα καταστεί το ελληνικό δημόσιο χρέος τελειωτικά βιώσιμο και διαχειρίσιμο.
Η ευρωζώνη, μέσω και του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, και του αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ολι Ρεν και του προέδρου του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, έχει δηλώσει έτοιμη να παράσχει νέο δάνειο στην Ελλάδα. Ολα αυτά όμως προϋποθέτουν την τήρηση των μέχρι τώρα συμφωνιών και σύναψη ενός δεσμευτικού νέου Μνημονίου.

Νέο Μνημόνιο λοιπόν;
Βλέποντας τι μπορεί να επιτευχθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα με μια σοβαρή διαπραγμάτευση με την Ευρωζώνη και εξετάζοντας τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις, θεωρώ ότι ένα νέο Μνημόνιο όχι μόνο δεν πρέπει να προκαλεί τρόμο αλλά πρέπει να είναι και επιθυμητό. Και οι λόγοι είναι συγκεκριμένοι: Στα επόμενα χρόνια ο φορέας που θα επιβλέπει την τήρηση των συμφωνιών στην Ευρωζώνη πιθανότατα θα είναι μόνο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Δ.Ν.Τ. επετέλεσε τον όποιο σκοπό του και δεν θέλει και το ίδιο να συνεχίσει στο ίδιο ρόλο και η Ε.Κ.Τ. ουσιαστικά αποδεσμεύεται αφού αποκτά ούτως ή άλλως την εποπτεία των Τραπεζών από την 1η Νοεμβρίου. Μετά τις επερχόμενες Ευρωεκλογές ο νέος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι πολύ πιθανό (το πιθανότερο) να είναι ένας εκ των Ζαν – Κλοντ Γιούνκερ και Μάρτιν Σουλτς. Και οι δύο είναι άριστοι γνώστες των ελληνικών πραγμάτων και πολύ φιλικά διακείμενοι προς την Ελλάδα. Οι συνθήκες λοιπόν αναμένεται να είναι ευνοϊκές για τη χώρα μας στη νέα Κομισιόν που θα αναλάβει το φθινόπωρο. Η Ελλάδα, αφού θα έχει πετύχει ελάφρυνση του χρέους και μετακύλιση/ swap των ομολόγων που λήγουν το 2015 ~ 2022 δεν θα έχει πίεση για περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή. Ένα νέο Μνημόνιο λοιπόν θα επικεντρωθεί σε ζητήματα ανταγωνιστικότητας, βελτίωσης των συνθηκών στην Οικονομία και εξορθολογισμού της δημόσιας διοίκησης. Η ελληνική κοινωνία όχι μόνο δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από όλα αυτά αλλά έχει κάθε λόγο να τα πιστέψει και να τα στηρίξει και η ίδια.

* ο Γιάννης Κουτσομύτης είναι σκηνοθέτης – παραγωγός και αρθρογραφεί στον ελληνικό και ξένο Τύπο για θέματα Ευρωζώνης και διεθνούς πολιτικής.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα