Δε χρειάζονται πολλά. Μονάχα καλή καρδιά, διάθεση κι απλόχερη έκφραση καρδιάς φτάνουν για να περνάμε όμορφα.
Να μη μετράμε, να μη κρατάμε κακία, να μη κατηγορούμε ούτε να σχολιάζουμε, μα να τα βλέπουμε όλα με καλό μάτι, βουτηγμένα στση καρδιάς μας τον παφλασμό. Να αγαπάμε τον άθρωπο, το περιβάλλον και τα ζωντανά τριγύρω μας. Και να έχουμε πίστη. Πίστη δυνατή στο Θεό, στα όνειρά μας και τα όσα διδαχτήκαμε απ’ τους προγόνους μας.
Κι όχι θεωρίες, υποκριτικά ναι και πικρόχολα χαμόγελα που σκεπάζουν μια υπεροψία, αδιαφορία ή και ειρωνεία καμιά φορά. Οχι.
Αμα λέμε τση καρδιάς τον παφλασμό, το εννοούμε.
Σαν και προψές.
Ένα τηλεφώνημα ήτανε αρκετό να πάρουμε φωτιά.
– Έχουμε καλή παρέα, μα, λάτε, είπε η Μαρία χαρούμενη.
Σε μισή ώρα, βρισκόμασταν στο Βλάτος με τα λιγοστά κατοικούμενα σπίτια, την όμορφη εκκλησιά και τον δραστήριο πολιτιστικό σύλλογο.
Ο Γιάννης, ο αδερφοχτός, μας περίμενε στο δρόμο μ’ ένα χαμόγελο να πετιέται απ’ το μουστάκι του.
Παραδίπλα, η συντρόφισσά του Μαρία. Πιο κάτω ο αδερφός του Γεράσιμος με τα περήφανα αυτιά που λες και τα έχει για διακόσμηση και το μόνιμο χαμόγελο του. Μα χάθηκε γρήγορα μια και μόλις είχε γυρίσει απ’ τα ζώα κι έπρεπε να πλυθεί.
Μια φωνή όμως με υποχρέωσε να γυρίσω και να δω τον τρίτο αδερφό Ηλία, καθισμένο στην κρεβατίνα από κάτω.
– Καλώς τονε. Τόση ώρα σε έχει με δίχως νερό το αδέρφι μου… Έλα κοντά.
Υπάκουσα, χαιρετηθήκαμε, έκατσα στο πεζούλι δίπλα του, μα αυτός σηκώθηκε.
– Α πιούμε, θέλει, μια, που θα στέγνωσε ο λαιμός σου απ’ το ταξίδι, είπε κι έφυγε.
Γύρισε μ’ ένα μπουκάλι, ποτηράκια και δυο τρία κουτάκια με ξηρούς καρπούς στην αγκαλιά του. Θέλησε να πάει για πιατάκια, δεν τον άφησα, τα σκορπίσαμε εκεί, στο πεζούλι απάνω, τσουγγρίσαμε το πρώτο. Κείνη την ώρα, δυο κορυδαλλοί πέταξαν απ’ τη φωλιά τους κι ο σκύλος που κοιμότανε αγκαλιά με τη γάτα, τους είδε, δεν κούνησε. Ήταν τόσο όμορφα, τόσο απλά, που η μια, έγινε μερικές τσικουδιές. Οταν ήρθε η γυναίκα του Ρίτα, έφριξε για του αντρός της την… περιποίηση, μα ήταν αργά.
Φάνηκε κι ο Γιάννης, ήπιε μια, να κι η Κατίνα με μια πιατέλα γιομάτη μελωμένα μυζηθροκαλτσούνια, τα απίθωσε στην πέτρα απάνω. Μα θαρρείς κι ήτανε μέλι, τραβήξανε και τους άλλους, σμαρώσαμε σαν ένα τσαμπί μέλισσες κρεμασμένο στους νιόβγαλτους αβλαστούς της κρεβατίνας. Άλλος καθότανε στο πεζούλι, άλλος σε σκαμνάκι κι ο φρεσκοπλυμένος Γεράσιμος, σε ένα κουτσούρι.
Εκεί που κουτσοπίναμε και μασουλάγαμε, να κι η γενιά η δεύτερη, ο Παναγιώτης με το Δημήτρη κι η τρίτη, με τα κοπελάκια τα μικιά. Μιλάγαμε, γελούσαμε, βλέπαμ’ ο εις τον άλλον. Άξαφνα, ένα σπουργίτι φτερούγησε, στάθηκε στς αμυγδαλιάς τ’ ακρόκλαδο. Το είδε ο Σφηναριώτης, άνοιξε το στόμα του.
Την έγνοια πούχουν τα πουλιά
ήθελα να ‘χα μόνο
που τραγουδούν στς αμυγδαλιάς
τον ανθισμένο κλώνο.
Συλλογίστηκ’ ένα λεπτό, ξανάπε.
Ετούτη μας η μάζωξη
αντάλλαγμα δεν έχει
π’ η συντροφιά ‘ναι όμορφη
και στο κρασί αντέχει.
Τσουγκρίσαμε μαζωμένοι λες και ξεχαρβαλώτανε ο τράχαλος, ανταπάντησαν καμπόσοι με μαντινάδες και ο κόσμος, θαρρείς, μίκρανε, ομόρφυνε, γίνηκε μια σπιθαμή σκέτο αγαλλίαση.
Όλοι μαζί πέντε φαμίλιες, τρώγαμε, πίναμε, λέγαμε ιστορίες κι ο Γεράσιμος με την μπουκιά στο στόμα, ξάνοιγε τον καναπέ για ύπνο, αλλά κάτι θυμήθηκε, τον τσίγκλησα, μίλησε.
«Παλιά, θάναι πενήντα χρόνια, μπορεί και παραπάνω, δρόμο δεν είχαμε τότε σου, θυμούμαι, φάνηκ’ έπαε ένας ιερωμένος.
» Κάτσε παπά του λέω, μα ξένος είσαι.
» Του έβανα τυρί, ελιές, τσιγαριαστό, το βρισκάμενο, φχαριστήθηκε μου είπε πως ήταν ερχομένος απ’ την Ελούντα να προσκυνήσει τα μέρη μας και τη θαματουργή Παναγιά τη Χρυσοσκαλίτισσα.
»Μαζωχτήκαμε ούλ’ οι χωριανοί στον καφενέ, κέρασε ο ένας, κέρασε ο άλλος, λυθηκ’ η γλώσσα του παπά.
Τέσσερα ξύλα βάζ’ αητός
και σιάζει τη φωλιά του
όσο κι αν φαίνετ’ άσχημη,
αητοί ‘ναι τα πουλιά του.
Θα πάω θέλει στα βουνά
εις των αιγώ τσι τόπους
για δε μπορώ τη μοναξιά
με τσι πολλούς αθρώπους.»
Έλεγε ο Γεράσιμος, γέλαγε, ζούσε στον κόσμο του.
Κι ο Δημήτρης με τα σειρά του είπε τούτη τη μαντινάδα του Πανηγυράκη.
Είπα να κάνω το βοσκό
και σε μητάτο μπήκα
κι ηύρα στα ζα την αθρωπιά
που σ’ άθρωπο δε βρήκα.
Έτσι πέρασ’ η μέρα. Ωραία δεν είναι η ζωή;