Πάνε πολλά χρόνια που είχα νοικιάσει από το βίντεο κλαμπ -ναι, τόσα χρόνια- μια ταινία, με τον προκλητικό τίτλο Μια πορνογραφική σχέση· η ιστορία ενός ζευγαριού που συναντιόταν σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και ύστερα χώριζε, με τον καθένα να συνεχίζει τη ζωή του. Διαβάζοντας τα διηγήματα της συλλογής του Ανυφαντάκη θυμήθηκα εκείνη την ταινία. Η συλλογή Όμορφοι έρωτες αποτελείται από δεκαπέντε διηγήματα, τα οποία έχουν στο επίκεντρό τους ερωτικές σχέσεις, κρυφές ή φανερές, συνηθισμένες ή ασυνήθιστες, αλλά όλες ανεξαιρέτως, με τον τρόπο τους προβληματικές και δύσκολες.
Εκείνο που χαρακτηρίζει το κάθε διήγημα είναι η αποκοπή του εκάστοτε ζευγαριού από το εξωτερικό περιβάλλον, είτε βρίσκεται σε κάποιον κλειστό χώρο είτε όχι, ο Ανυφαντάκης στρέφει τον προβολέα πάνω τους, δημιουργώντας μία σκηνή λουσμένη στο φως, που περιβάλλεται από σκοτάδι, αναδεικνύοντάς τους σε αποκλειστικό θέαμα για τον αναγνώστη, θυμίζοντας κάποιο εργαστήριο έρευνας.
Τέσσερα μηδέν. Όταν ο Δημήτρης ήταν σαράντα γνώρισε τον Νίκο. Όταν ο Νίκος ήταν σαράντα αυτοκτόνησε. Τώρα η Μαρία είναι σαράντα. Τέσσερα μηδέν. Δεν σκέφτεται να αυτοκτονήσει. Ιππεύει όρθια στο κρεβάτι τον Δημήτρη και σκέφτεται τον Νίκο. Όταν ο Νίκος ήταν είκοσι τέσσερα την παντρεύτηκε. Δύο τέσσερα. Εκείνη ήταν είκοσι χρονών. Δύο μηδέν. Ιππεύει τον Δημήτρη έως ότου εκείνος τελειώσει μέσα της δειλά. Δύο μηδέν. Τώρα είναι σαράντα. Δυσκολεύεται να θυμηθεί πώς τελείωνε ο Νίκος μέσα της. Ρωτάει τον Δημήτρη.
Η σεξουαλική έλξη και η συναισθηματική πληρότητα είναι συχνά ασύμβατες μεταξύ τους. Η σεξουαλικότητα είναι ακόμα και σήμερα ένα θέμα ταμπού, κάποιοι δεν το συζητάνε ούτε με τον ίδιο τους τον εαυτό, ακόμα περισσότεροι δεν μοιράζονται τους καρπούς της προσωπικής τους αναζήτησης με τον σύντροφό τους από ντροπή ή φόβο, μικρή σημασία έχει. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τις σκέψεις και τα συναισθήματα, και τα ζευγάρια χωρίζουν ή δυστυχούν, και τα στερεότυπα διαιωνίζονται: ο έρωτας τελειώνει, η αγάπη τελειώνει, ό,τι απομένει η συνήθεια. Ο αφηγητής, παρών στις ιδιωτικές στιγμές του ζευγαριού της κάθε ιστορίας, αναλαμβάνει τον ρόλο του ρουφιάνου, αποκαλύπτει τις ενδόμυχες σκέψεις, τα σκοτεινά σημεία, φανερώνει το χάσμα που υπάρχει ακόμα και όταν δεν είναι ορατό στους πρωταγωνιστές, ακόμα και αν το σημείο τριβής δεν είναι γνώριμο στον αναγνώστη, η βάση του προβληματισμού είναι οικεία.
Όμως τον Ανυφαντάκη δεν τον ενδιαφέρει τόσο το αύριο της κάθε σχέσης, αλλά το παρόν, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το παρόν αποτελεί πάντα ένα ασφαλές δείγμα για την εξέλιξη των πραγμάτων. Τον ενδιαφέρουν τα σκοτεινά εκείνα σημεία στους ήρωές του, οι συναισθηματικές ανασφάλειες, τα κοινωνικά κατάλοιπα, οι διαφορετικές καταβολές, τα προσωπικά αιτήματα, η απόπειρα γεφύρωσης, η εκλογίκευση του σεξουαλικού ενστίκτου. Θα πόνταρα πως ένας από τους αγαπημένους του συγγραφείς είναι ο Μίλαν Κούντερα, αυτή η ψυχρή ανατομική ματιά στη σεξουαλικότητα και κατ’ επέκταση στα ερωτικά συναισθήματα, στις σχέσεις, στον μικρόκοσμο εκείνον που θα έπρεπε να είναι το καταφύγιο από τον μεγάλο κόσμο, και όμως συχνά αποτελεί μικρογραφία του, πολλές φορές κακέκτυπη.
Θα μπορούσε κάποιος να πει πως ασχολούμενος με το σεξ ο συγγραφέας επιχειρεί να προκαλέσει και να πουλήσει. Αυτή η κατηγορία δικαιώνει και την επιλογή του συγγραφέα να ασχοληθεί με τη σεξουαλική βάση των σχέσεων, ακριβώς αυτή η κατηγορία αποτυπώνει τη γενικότερη αίσθηση που επικρατεί, την ντροπή, τη εσφαλμένη αντίληψη περί ιδιωτικότητας, την άρνηση συνειδητοποίησης του σημαντικού ρόλου του σώματος.
Χωρίς να είναι άνισα, η αλήθεια είναι πως δεν απόλαυσα το ίδιο όλα τα διηγήματα της συλλογής, κάποια από αυτά ήταν εξαιρετικά, κάποια άλλα λιγότερο. Η μικρή φόρμα ταιριάζει πάντως στον Ανυφαντάκη.