Οι Γερμανοί σ’ ωμότητες, προχώρησαν στη Κρήτη
και στην Ελλάδα, μα αλλού, δεν άνοιξ’ ούτε μύτη.
Μιλήσανε γι’ αντίποινα, που κάνανε σε τόπους,
που είχανε απώλειες, σε μέσα και σ’ ανθρώπους.
Του Ελληνα ο τράχηλος, ζυγό δεν απαντέχει,
τη λευτεριά έχει Θεό, ανε βροντά και βρέχει.
Για τούτο και αντίσταση, προέβαλε μεγάλη,
από τη πρώτη τι στιγμή, εσήκωσε κεφάλι.
Κι αφού αντισταθήκανε, οι Ελληνες με πάθος,
γέροι, γυναίκες και παιδιά, πληρώσανε το… λάθος
Αμάχους εκτέλεσανε, Κακόπετρο και Φλώρια,
άψυχ’ αφήσαν τα κορμιά, τέσσερ’ αδελφι’ αγόρια.
Κοντομαρί Μαλάθυρο, εκάμανε τα ίδια,
μα και στο Κουστογέρακο, φαρμακερά τα φίδια.
Στην Κάντανο δεν άφησαν, πέτρα πάνω σε άλλη,
μα σήμερ’ είναι συμμαχοι κι αυτοί όπως κι οι Γάλλοι.
Ο Γαλατάς τη γλύτωσε, γιατί τραυματισμένο,
περιεθάλψαν Γερμανό, αυτό ‘ναι δεδομένο.
Αλλιώς δεν θα τη βγάζανε και τα δικά ντου μέρη
αφού κι εκεί σκοτώθηκε, των Ναζιστών ασκέρι.
Το μεγαλείο του παπά, ήτανε η αιτία,
που σώθηκε ένα χωριό, δεν έγιν’ αλητεία.
Χρόνια εβδομήντα επτά, πέρασαν από τότες,
που πέσανε οι Γερμανοί και τρέξαν οι προδότες
Να τους καλωσορίσουνε, πουλώντας την πατρίδα,
κατάντια τέτοια σαν κι αυτή, αλλού ποθές δεν είδα.
Κι ύστερα εθνικόφρονες, το παίζουνε και μάγκες
παρ’ όλο που από αυτούς, απέχουν παρασάγγες.
Παρόμοια και σήμερα, για να μην πω τα ίδια,
συμβαίνουν και η χώρας, έγιν’ αποκαϊδια.