Πώς να ονειρευτεί κανείς, με όλους τούτους τους ζωντανούς εφιάλτες στην καθημερνοζωή. Κιανίσως και ξεφύγεις μια στιγμή, πόσα όνειρα και σχέδια άραγε προλαβαίνεις να κάνεις σε μια στιγμή;
Δυστυχώς πολλοί από εμάς, καταφέραμε να κάνουμε ρουτίνα και καθημερινότητα το μεγαλύτερο δώρο στην πλάση που είναι η Ζωή. Αλλά εγώ σας το δηλώνω, θα ξεφύγω από αυτή τη ρουτίνα και θα αρχίσω ξανά να κάνω σχέδια και όνειρα, όπως τότε που ήμασταν μικρότεροι. Θα αλλάξω την ανιαρή ζωή που έφτιαξα με καινούργια και ενδιαφέρουσα.
Γνωρίζω πως τούτες εδώ οι λέξεις που σκαρφάλωσαν ξαφνικά στην κόλλα μου, δεν αντιπροσωπεύουν όλους που τις διαβάζουν, αλλά υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που σχεδιάζουν, ονειρεύονται, έχουν όραμα και ζούν ευχάριστα. Ε, λοιπόν δεν είχα άλλη λύση από το να τους επισκεφθώ και να δώ τα μυστικά τους. Να τα βάλω στη κόλλα να τα διαβάσουμε, να τα μάθουμε και να πάψουν να είναι μυστικά, αλλά συνταγές ωφέλιμες για όλους.
Αυτό που ανακάλυψα, είναι πως οι ευτυχισμένοι, δεν έχουν ούτε ηλικία, ούτε συγκεκριμένο τόπο διαμονής, ούτε φτώχεια ούτε πλούτο. Απλά δώσανε λόγο τιμής με την ζωή, να μην την κάνουνε ποτέ βαρετή και τον κράτησαν. Τον κράτησαν έτσι απλά, φυσικά χωρίς κόπο. Η ζωή λοιπόν, δεν περίμενε μόνο από αυτούς που βάλανε τον λόγο, έβαλε κι αυτή ένα χέρι, μιας και είχε να κάνει με ανθρώπους τίμιους που κρατάνε τον λόγο τους. Άρχισε σιγά-σιγά να τους στηρίζει και να τους αποκαλύπτει τα μυστικά της. Λίγο εσείς και λίγο εγώ (τους είπε), με προσπάθεια για να μην ξεχνάμε και τον αγώνα που χρειάζεται, να δείτε πως θα φτάσουμε στα Κύθηρα. Στο λιμάνι που ονειρεύονται να φτάσουν όλοι οι στοχαστές της Ζωής. Αρκεί να μην πούμε τον αγώνα βάσανο, την προσπάθεια παίδεμα και να μην κάνουμε το τραγούδι της ζωής γκρίνια.
ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΔΕΝ ΟΡΦΑΝΕΥΟΥΝΕ ΠΟΤΕ ΑΠΟ ΛΙΑΚΑΔΕΣ
Πρώτη στάση στο σπίτι του σταθμάρχη, που ζεί με την οικογένειά του, την γυναίκα και τα δυο παιδιά του. Διάλεξα να πάω Κυριακή κατά τις δέκα για να μην λείπουν, κι όμως δεν τους βρήκα, έλειπαν. Χτύπησα την πόρτα και το μόνο που μου αποκρίθηκε ήταν ευωδιές φρεσκομαγειρεμένου φαγητού από μέσα. Η γειτόνισσα από δίπλα, μού φώναξε πως αν τους θέλω, ίσα – ίσα τους προλαβαίνω στην εκκλησιά, γιατί μετά πηγαίνουν με τα παιδιά στην εξοχή να παίξουνε. Παίζουνε μου είπε όλοι μαζί, μικροί και μεγάλοι, γονείς και παιδιά και ονειρεύονται λέει και σχεδιάζουνε λέει, για να έχουν κοινά οράματα σαν οικογένεια και να μην τραβάει ο καθένας το δικό του δρόμο και δεν συναντώνται ποτέ! Στην εκκλησιά ο σταθμάρχης προσεύχονταν και ευχαριστούσε τον Θεό γι αυτά που απλόχερα του έδινε, κι ας φαινόταν από τα ρούχα του πως του έλειπαν τόσα, όσα χρειάζονταν για να γκρινιάξει. Αυτός όμως τίποτα, εκεί, Ευχαριστία και Ύμνο στον Θεό.
Τα παράπονα τα είχε αναλάβει ο μεγιστάνας του χωριού και παραπονιόταν γι αυτά πού επιπλέον ζήτησε και δεν του δόθηκαν. Είχε σταθεί εκεί, στην ουρά μαζί με άλλους παραπονιάρηδες και περίμενε στον κισέ απαιτώντας, ενώ επάνω η ταμπέλα δεν έγραφε απαιτήσεις αλλά ΑΙΤΗΣΕΙΣ. Τζάμπα περίμεναν και τζάμπα παράπονα κάνανε, αλλά έτσι είχαν συμφωνήσει με την Ζωή αυτοί, να γκρινιάζουν και η Ζωή δεν τους το απαγόρευσε. Απλά τους άφησε στη γκρίνια τους και πήγε βόλτα μετά την εκκλησιά στην εξοχή, μαζί με τον σταθμάρχη και τα παιδιά του. Μάλιστα τους πήρε γρήγορα-γρήγορα μετά το αντίδωρο να φύγουν, γιατί ήξερε η Ζωή πως η γκρίνια είναι αρρώστια μεταδοτική!
Δεύτερη στάση στο σπίτι του γερο τζαγκάρη. Είχε μεσημεριάσει για τα καλά και βιάστηκα να πάω. Με υποδέχτηκε μια γελαστή κυρά, η κυρά του τζαγκάρη. Είχαν στρώσει τραπέζι Κυριακάτικο μεσημεριανό, όπως κάθε Κυριακή, λες κι είχανε γιορτή. Γύρω από την τράπεζα τα παιδιά και τα εγγόνια του παλιού τζαγκάρη, σαν λιοφυτάκια κύκλω της τραπέζης, έτοιμα να δώσουν κι αυτά καρπούς ελπίδας, πίστεως και αγάπης. Οι δυό γιοί και η κόρη του τζαγκάρη, ευχαριστούσαν τους γονιούς τους για την αγάπη που τα μεγάλωσαν. Ανέλαβε ο μεγαλύτερος γιός να πεί, ότι πήραν από τους γονιούς τους το μεγαλύτερο μάθημα και μυστικό και μεγάλωσαν με το καλύτερο δυναμωτικό κι απ’ την τροφή πιο δυνατό, που είναι η αγάπη μες το σπιτικό. Συνέχισαν να τρών’ όλοι μαζί και μέτρησα τα λόγια που άκουσα και τα’ βαλα δίπλα στις στέρφες Κυριακές των ημερών μας, που δεν γενούνε πια χαρές, αλλά μούρες στριφνές και κουρασμένες από το χθεσινό ξενύχτι. Κυριακές μετανοιωμένες, που δεν μπόρεσαν να φιλιώσουν τους ανθρώπους και τις οικογένειες, για να μην κάνει ο καθένας μοναχός τα δικά του σχέδια, αλλά να σμίγουν και να γιορτάζουν την ημέρα του Κυρίου την ΚΥΡΙΑΚΗ όλοι μαζί.
Είναι από αυτά που χάθηκαν μαζί με άλλα. Χάθηκαν οι Κυριακές. Χάθηκε η ποδιά της Κυράς, της Δέσποινας του σπιτιού, που ήταν η τροφός παντός αγαθού και μοσχομύριζε κάρδαμο μαϊντανό και βασιλικό, μόσχο και κανέλλα. Κρεμάστηκε σε μια γωνιά σαν παράνομη να παλιώνει, γιατί η κυρά αναγκάστηκε να κάνει καριέρα, το επιτάσσουν οι καιροί. Χρειάζονται κι’ άλλα χρήματα γιατί προέκυψαν κι’ άλλα αγαθά που πρέπει να αποκτηθούν και θα προκύψουν κι’ άλλα.
Χάθηκε κι η προσευχή πρίν το φαγητό, γιατί την έκανε ο ντελιβεράς στο δρόμο, να μην σκοτωθεί πουθενά με το μηχανάκι. Μας την έκανε δώρο μαζί με τις πίτσες και τα σουβλάκια που έφερε και τρώει ο καθένας μόνος! Χάθηκαν πολλά, αυτό που δεν χάθηκε όμως, είναι η επιμονή κάποιων να μην χαθούν στον κόσμο που στραβοφτιάξαμε και δείχνουν να τα καταφέρνουν. Είναι οι ήρωες της εποχής που φυλάνε Θερμοπύλες, όχι από τους βαρβάρους, αλλά από τους κουρσάρους που κλέβουν αρετές, παράδοση, έθιμα και βουλές προγόνων αιώνιες. Αυτοί που τα κατάφεραν όμως, μην νομίζετε πως έβαλαν κόπο. Επιλογή και στήριξη βάλανε, διώξανε τον ανταγωνισμό και την ζήλεια και βάλανε την αγάπη να διαφεντεύει τα σχέδια και τα οράματά τους! Τότε βοηθάει και η Ζωή!