» Denis Johnson (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις αντίποδες)
Περίμενα με ανυπομονησία το βιβλίο αυτό, Η γενναιοδωρία της γοργόνας, λίγα χρόνια πριν, με είχε ενθουσιάσει. Στο τότε κείμενο, ένα μεγάλο μέρος είχε αφιερωθεί στην αίσθηση πως κάθε διήγημα έμοιαζε με ένα συμπυκνωμένο μυθιστόρημα. Είχα περιέργεια να δω πώς θα λειτουργούσε μια μεγαλύτερη αφήγηση, έστω και σε μέγεθος νουβέλας. Οι προσδοκίες ήταν ιδιαίτερα υψηλές.
Το καλοκαίρι του 1917 ο Ρόμπερτ Γκρέινιερ πήρε μέρος στην απόπειρα κατά της ζωής ενός Κινέζου εργάτη που τον έπιασαν να κλέβει, ή τουλάχιστον έτσι τον κατηγόρησαν, από ένα μαγαζί της σιδηροδρομικής εταιρείας Σποκέιν Ιντερνάσιοναλ στο βόρειο άκρο του Αϊντάχο.
Αν η θεωρία πως η πρώτη πρόταση είναι ενδεικτική του συνόλου είναι ορθή, τότε είχα κάθε λόγο να ελπίζω στη δικαίωση των προσδοκιών. Χωρίς χασομέρι, ο Τζόνσον εισάγει τον αναγνώστη στον χωροχρόνο της αφήγησης, ενώ, παράλληλα, του συστήνει τον ήρωά του, τον Ρόμπερτ Γκρέινιερ. Αυτό το έντονα κινηματογραφικό επεισόδιο, μια από τις πολλές υποϊστορίες που συνθέτουν τη νουβέλα, εκτός από το κλίμα της εποχής, εκεί που η ανθρώπινη ζωή ελάχιστη αξία έχει, ενώ έννοιες όπως η απόδοση δικαιοσύνης είναι ακόμα άγουρες, καθορίζει και τα όρια εντός των οποίων κινείται ο Γκρέινιερ, που χωρίς δεύτερη σκέψη και αιτιολόγηση βρίσκεται να συμμετέχει ενεργά στην απόπειρα δολοφονίας του φερόμενου ως κλέφτη Κινέζου.
Ο Γκρέινιερ, σε μικρή ηλικία, έφτασε ασυνόδευτος με το τραίνο στα μέρη εκείνα. Μεγάλωσε σε μια οικογένεια που ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε με σαφήνεια αν όντως ήταν κάποιου βαθμού συγγενείς του ή όχι. Ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν. Ο Τζόνσον, στη νουβέλα αυτή, αφηγείται την ιστορία τού Γκρέινιερ, που ήταν εργάτης στην υλοτομία. Πιάνει την αφήγηση in media res, για να προχωρήσει σύντομα σε αναλήψεις και προλήψεις από τη ζωή ενός απλού ανθρώπου. Υπάρχουν δύο σημεία στα οποία διαφαίνεται η απλότητα της σκέψης του Γκρέινιερ· το πρώτο είναι όταν εκφράζει το συναίσθημα δέους που νιώθει μέσα στο δάσος ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα· ενώ το δεύτερο είναι η θεωρία, την οποία πιστά ακολουθεί, να μην τα βάζει με δέντρα των οποίων ο κορμός είναι πιο παχύς από το κεφάλι του. Ο Γκρέινιερ βρίσκεται στον αντίποδα του Θορώ στο Walden, αφού, αντίθετα με εκείνον, δεν διαθέτει μια ιδεολογία στέρεη ως βάση για τη λήψη αποφάσεων και διαπραγμάτευσης των ζητημάτων της ζωής μέσα στη φύση μακριά από την οργανωμένη κοινωνία.
Ο Γκρέινιερ, φαινομενικά, είναι ένας άνθρωπος που η μικρή ζωή του δεν απασχολεί συνήθως τη λογοτεχνία, παρότι του συμβαίνουν πράγματα σημαντικά, εκείνος τα διαχειρίζεται με έναν τρόπο απλό. Ωστόσο, ο Τζόνσον μετατρέπει τη μικρή αυτή ζωή σε σπουδαία λογοτεχνία. Διαβάζοντας την ιστορία αυτή, ένα από τα τελευταία έργα του Τζόνσον, είχα την αίσθηση πως μια από τις συγγραφικές επιδιώξεις ήταν να επιφέρει τη σύγκριση ανάμεσα σε έναν άνθρωπο του 1917 κάπου στις βορειοδυτικές πολιτείες της Αμερικής, χωρίς τεράστιο υπερεγώ, που μοιάζει να έχει αντίληψη της μηδαμινότητάς του σε σύγκριση με τον μεγάλο κόσμο, και τον σύγχρονο άνθρωπο που νιώθει συχνά πως είναι το κέντρο του κόσμου αυτού, πως όλα είναι στο χέρι του. Φαντάζομαι πως κάποιοι αναγνώστες, διαβάζοντας την ιστορία του Γκρέινιερ, θα δουν το ποτήρι μισογεμάτο, μια ζωή πιο απλή, μέσα στη φύση, χωρίς τον θόρυβο και την υψηλή ταχύτητα του σήμερα, κάποιοι άλλοι ωστόσο θα φτύσουν τον κόρφο τους που είχαν την τύχη να γεννηθούν τώρα και όχι τότε, εδώ και όχι εκεί.
Οι περιγραφές του κόσμου, κυρίως της φύσης, διαθέτουν πλούτο και λεπτομέρειες, δημιουργώντας μια αντίθεση με την απλότητα με την οποία ο Γκρέινιερ σκέφτεται και ενεργεί. Ο Τζόνσον δεν εγκαταλείπει στιγμή το πλαίσιο εντός του οποίου γεννήθηκε στην έμπνευσή του ο Γκρέινιερ, τα δεδομένα όρια στα οποία κινείται. Τα Όνειρα τραίνων είναι μια υποδειγματική νουβέλα. Και αν γι’ αυτή τη δήλωση μεγάλο ρόλο παίζουν οι τεχνικές αρετές που τη διαπνέουν, θα ήταν άδικο να μείνει έξω το συναίσθημα το οποίο ο Τζόνσον καταφέρνει να εμφυσήσει στην ιστορία αυτή, τον τρόπο με τον οποίο παίρνει ζωή ο Γκρέινιερ. Το μέγεθος, αλλά και οι συγγραφικές αποφάσεις σχετικά με το ύφος, τη γλώσσα αλλά και τη διάρθρωση της πλοκής, επιτρέπουν στον αναγνώστη να μελετήσει και να κατανοήσει το γιατί αυτή η νουβέλα θεωρείται τόσο σημαντική στο σώμα της αμερικάνικης, και όχι μόνο, λογοτεχνίας, γιατί είναι μέρος της ύλης στη διδασκαλία δημιουργικής γραφής. Υπάρχει ωστόσο και μια παγίδα. Η πιθανότητα να θεωρήσει κάποιος εύκολη τη συγγραφή της, να σταθεί στον αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα της, να υποτιμήσει τη δυσκολία να δεθούν όλες αυτές οι υποϊστορίες, που άνετα θα μπορούσαν να είναι αυτόνομα διηγήματα, να μην αντιληφθεί τη διαφορά ανάμεσα στο απλό και το απλοϊκό.
Και αν η πρώτη πρόταση ήταν ενδεικτική της ποιότητας αυτού που θα ακολουθούσε, τι να πει κανείς για τις δυο τρεις τελευταίες σελίδες της νουβέλας, που με άνεση παίρνουν θέση ανάμεσα στις πλέον συγκλονιστικές λογοτεχνικές αποφωνήσεις. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει και στην μετάφραση του Παναγιώτη Κεχαγιά, που κατάφερε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αντιμέτωπος με δυσκολίες, δυσδιάκριτες ίσως στα μάτια του απλού αναγνώστη. Τα Όνειρα τραίνων είναι μια σπουδαία νουβέλα.