Πέρασε και αυτή η νύχτα. Δεν ήταν σαν τις άλλες. Ένα όνειρο άναψε σαν κερί και κάηκε σιγά-σιγά μέχρι το πρωί. Ήταν ένα όνειρο σαν κι αυτά που λέμε ζωντανό.
Hρθε και με επισκέφτηκε ο Μενέλαος Λουντέμης, ο συγγραφέας της εφηβείας μου. Κάθισε σε μια πολυθρόνα, με κοιτούσε και χαμογελούσε. Εγώ είχα μαρμαρώσει ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, ανήμπορος να κουνήσω ακόμα και το μικρό μου δαχτυλάκι. Τι θέλει αυτός τώρα εδώ, μετά από πενήντα χρόνια, αναρωτήθηκα.
Μην ανησυχείς, μου είπε, απαντώντας στην σκέψη μου. Σε λίγο θα έλθει και ο Μέλιος, τον θυμάσαι τον Μέλιο; Ναι, ο Μέλιος Καδράς, ο ήρωας της τετραλογίας των βιβλίων μου, που σου άρεσαν πιο πολύ από όλα όταν ήσουν νέος.
«Ναι, τα θυμάμαι είπα,
ΣΥΝΝΕΦΙΑΖΕΙ, ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΕΤΡΑΕΙ ΤΑ ΑΣΤΡΑ, ΑΓΕΛΑΣΤΗ ΑΝΟΙΞΗ, ΚΑΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ.
Όλα τα θυμάμαι, αλλά όταν είχα την ανάγκη να μιλήσω μαζί σας, για τα νοήματα των βιβλίων σας, δεν απαντήσατε σε καμία επιστολή μου. Τώρα στα περασμένα εξήντα μου, δεν εχω καμία απορία πιά. Αφήστε που έχει χαθεί και η μαγεία της εποχής εκείνης. Χαίρομαι που σας βλέπω, αλλά δεν έχω την ίδια ανυπόμονη αγωνία και όρεξη να σας μιλήσω για αυτά που ήθελα και αυτά που με απασχολούσαν τότε.»
Η πόρτα άνοιξε χωρίς να χτυπήσει και μπήκε μέσα ένας νέος. Ο Μέλιος είναι, μου είπε ο Λουντέμης, ο ήρωας των βιβλίων μου και των εφηβικών σου χρόνων. «Καλά καθόλου δεν μεγάλωσε; Ρώτησα». Ο Λουντέμης άρχισε να γελάει δυνατά και μου είπε. Καλά τώρα το μαθαίνεις ότι οι ήρωες των βιβλίων δεν μεγαλώνουν ποτέ, αλλά μένουν στην ίδια ηλικία αιωνίως; Ναι, απάντησα, κουτή ερώτηση, αλλά πέστε μου, ποιος καλός άνεμος σας έφερε απόψε στην φτωχική μου κάμαρα;
Ήρθα επειδή με ζήτησες κάποτε και είχες ερωτήματα. Ο κάθε συγγραφέας όμως, έχει και αυτός τα ερωτήματά του, και τα πιο βασικά, θέλει να ξέρει αν τα γραπτά του στο μέλλον έπιασαν τόπο που λέμε. Θέλει να ξέρει αν άλλαξαν έστω και λίγο προς το καλλίτερο οι άνθρωποι διαβάζοντάς τον, και αν κατάφερε να προσφέρει κάτι στην κοινωνία. Πές μου, λοιπόν, υιοθέτησες κάτι από τα γραπτά μου; Σε βοήθησαν στη ζωή σου καθόλου ;
Θα σου κάνω όμως πιο συγκεκριμένα ερωτήματα.
Τίμησες τους γονείς σου; Μορφώθηκες χωρίς να τεμπελιάζεις; Ερωτεύτηκες τίμια; Αγάπησες χωρίς αντάλλαγμα; Δούλεψες τίμια; Συνέχισες με όνειρα, προσδοκίες και στόχους; Ονειρεύτηκες χωρίς αυταπάτες; Αγάπησες τον διπλανό σου; Κοίταζες ψηλά και όχι χαμηλά; Άναψες ένα κερί στους προγόνους σου; Έγινες παράδειγμα για τα παιδιά σου;
Απογοήτευσες ποτέ τους αγαπημένους σου; Τί έκανες όταν αδίκησες συνάνθρωπο;
Θα σταματήσω όμως εδώ, διότι τα καταγεγραμμένα ερωτήματα των βιβλίων μου ξεπερνούν κάποιες εκατοντάδες.
«Δεν περίμενα ποτέ ότι θα είχα μια τέτοια συνάντηση, του απάντησα, και δεν ήμουν προετοιμασμένος για μια τέτοια συζήτηση. Θέλω όμως να ρωτήσω κάτι τον Μέλιο πρίν σας απαντήσω. Πές μου, Μέλιο, πως κατάφερες να κάνεις όλα αυτά τα θαυμάσια στη ζωή σου παρ’ όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα που είχες;»
Ο Μέλιος άρχισε να μου μιλάει πρόθυμα.
«Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έκαναν τα ίδια με εμένα και καλλίτερα, ακόμα και ηρωικές πράξεις, αλλά παραμένουν αφανείς και ας μην ήταν κλεισμένοι σε ένα Βιβλίο όπως εγώ. Δεν αποτελούν ενδιαφέρον να προβληθούν προς μίμηση. Δεν αντέχει η κοινωνία διαφοροποιήσεις εκτός από αυτά που έχει συνηθίσει. Οι ηρωικές πράξεις την τρομάζουν, γι αυτό σίγησαν οι ήρωες. Οι ευγένεια ξενίζει. Οι φιλοφρονήσεις ανήκουν στην ρομαντική εποχή και θεωρούνται ειρωνεία.
Ο πιστός, ο πατριώτης, ο έντιμος δασκαλάκος, το σκυμμένο κεφάλι του σεβασμού, ενοχοποιήθηκαν όλα. Η αρετή μετονομάστηκε βλακεία∙ η προσφορά της θέσης σε ενήλικα θεωρείτε περιττό∙ το γήρας θεωρείτε ξεπεσμός. Οι λέξεις συγγνώμη, με συγχωρείτε, έφταιξα, θεωρούνται πλαστές, έστω και αν ειπωθούν με ειλικρίνεια, και η αγάπη ζητάει αντίκρισμα. Την αλληλεγγύη την έχουν αναλάβει εταιρείες και οργανώσεις για να την αποδιοργανώσουν από το ατομικό καθήκον με γραμματείς και φαρισαίους, υπαλλήλους και διευθυντάς με παχυλούς μισθούς και ιδιοτελείς σκοπούς. Οι όροι συνεργασία, επικοινωνία και τρόποι καλής συμπεριφοράς, δεν μαθαίνονται πια ούτε στο δημοτικό όπως παλιά, ούτε στα Πανεπιστήμια.
Γι αυτό είμαι ευτυχισμένος που βρίσκομαι ασφαλής και κλεισμένος στα βιβλία του κυρίου Λουντέμη, και προστατευμένος από τις κοινωνίες.»
«Για πές μας λοιπόν, Μιχαλάκη, απευθύνθηκε σε εμένα ο Λουντέμης, σαν να ήμουν ο μικρός όταν του έστελνα επιστολές, τι καλό σου έκαναν τα βιβλία μου;»
«Μου έδωσαν όλα τα καλά του κόσμου, απάντησα. Με έντυσαν με αγάπη, σύνεση, αρετές, στόχους, και μετά γδύθηκα, βγήκα στην κοινωνία και έγινα ένα με αυτήν που περιέγραψε ο Μέλιος. Έχετε δίκιο που δεν απαντήσατε στις επιστολές μου και δεν σας κακολογώ, γιατί αν σας συναντούσα τότε θα ήταν μια συνάντηση ενθουσιασμού και όποιες υποσχέσεις και να σας έδινα, δεν θα τις τηρούσα. Μην φύγετε όμως δυσαρεστημένος. Αν δεν είχατε βάλει έστω και αυτό το λιθαράκι, ίσως να ήμουν χειρότερος και πρόεδρος σε κάποια ΜΚΟ, ή ακόμα χειρότερα καρεκλοκένταυρος εις βάρος πολιτών.»
Ο Λουντέμης σηκώθηκε έτοιμος να φύγει.
Εντάξει, Μιχάλη, σε ευχαριστώ που με άκουσες, θα φύγω γιατί έχω κι άλλους να δω. Πρίν φύγω θα σου πω να μην κατηγορείς τους πολιτικούς μας, την δουλειά τους κάνουν. Θα σου πω κάτι που έλεγε ο Σουρής. Οι Έλληνες πολιτικοί, μονίμως έχουν ως επάγγελμα τη σωτηρία της πατρίδας. Γι αυτό και αποφεύγουν επιμελώς να την σώσουν. Γιατί μετά την σωτηρία, δεν θα έχουν επάγγελμα. Πάμε, Μέλιο, καληνύχτα, Μιχάλη.
Ἕνα ὄνειρο, ταῦρος κερατίζων.
Καὶ ἕνα παρελθόν, κριηὴς ζωντανὸς ἑνὸς νεκροῦ παρόντος.
Πολυεπίπεδος γραφή, ἅμα δὲ καὶ συναρπαστική.
Τὰ σέβη μου.
Αγαπητέ μου.
Η απόλυτη ευστοχία του σχολίου σας, δεν περιγράφει απλά.
Συμπληρώνει το κείμενο, επιλογίζοντας με φιλοσοφική λιτότητα.
Η δε ελεγκτική του εκφράζει το νόημα του άρθρου
ΕΠΙΣΗΣ ΤΑ ΣΕΒΗ ΜΟΥ