Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Όνειρο στην εντατική

Ήταν τότε, κείνη την σκληρή εποχή μετά τον διχασμό του εμφυλίου σπαραγμού, που όλοι οι Έλληνες προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να επιβιώσουν αναμοχλεύοντας τ’ αποκαΐδια που άφησαν πίσω τους οι βάρβαροι κατακτητές της πατρίδας μας.

O Πέτρος, ο ήρωας της σημερινής μας ιστορίας, έμεινε ορφανός δρασκελίζοντας το κατώφλι των δέκα χρόνων. Τον πατέρα του, φιλάσθενο άνθρωπο από τις κακουχίες του πολέμου, τον βρήκαν νεκρό οι χωριανοί του μια μέρα, καθώς πήγαινε να κόψει με τον κοσιά τριφύλλι σε ένα μέρος έξω από το χωριό, έχοντας πλάι του τον κοσιά. Οι γιατροί διάγνωσαν ότι είχε πεθάνει από ανακοπή της πολυβασανισμένης καρδούλας του, αφήνοντας πίσω του μια γυναίκα πάμφτωχη και ένα αμούστακο ακόμα παιδί.
Πάλεψε η δόλια η μάνα να μεγαλώσει το μοναδικό της στήριγμα, βλέποντας τον κόσμο μέσα από τα μάτια του Πέτρου της. Τα κατάφερε, ξενοπλένοντας η δόλια και κάνοντας διάφορες εργασίες του ποδαριού, θερίζοντας ή σκαλίζοντας καπνό κλπ στα χωράφια των πλουσίων. Η μοίρα όμως δεν ήθελε να γίνουν τα πράγματα όπως εκείνη ευελπιστούσε. Είχε άλλα γραμμένα στο κρυφό της τεφτέρι. Τι ήταν αυτά που είχε γραμμένα θα το μάθουμε στις επόμενες αράδες.
Ο Πέτρος, το καμάρι της όπως τον αποκαλούσε, δεκαοκτώ χρονών πια, σωστός άνδρας, ανέλαβε εκείνος τις εργασίες του σπιτιού ξεκουράζοντας τη δόλια τη μάνα του. Οι χωριανοί τον έβλεπαν τον Πέτρο της και τον καμάρωναν λέγοντας τα καλύτερα λόγια για το παιδί.
«Θεοδώρα…» έλεγαν, «ο Πέτρος σου πια είναι σωστός άνδρας∙ να τον χαίρεσαι. Να στον χαρίσει ο Θεός..» και άλλα όμορφα και επαινετικά λόγια έλεγαν και η πονεμένη μητέρα καμάρωνε όπως καμαρώνουν όλες οι μανούλες του κόσμου για τα παιδιά τους.
Κι εκεί που όλα τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά, τα πρώτα μελανά σημάδια στη ζωή του Πέτρου έκαναν την εμφάνισή τους.
Στην πέρα γειτονιά ζούσε ένας πάμφτωχος πατέρας, χήρος από τη γέννηση της κόρης του, που με χίλιες δυσκολίες μεγάλωνε το κορίτσι του, τη Μελίνα του – έτσι την έλεγαν – όπως εκείνος μπορούσε και τα κατάφερνε μια χαρά και στα δεκαέξι της χρόνια ήταν ολοκληρωμένη γυναίκα πια. Ξανθιά, με μακριά μαλλιά που το χρώμα τους θα το ζήλευε και το ολόγιομο φεγγάρι, με μαύρα όμως μάτια και με δύο μεγάλες ελιές, ψηλή ροδοκόκκινη σαν τα ρόδα της αυλής, έμοιαζε με νεράιδα και όλοι την καμάρωναν και τη θαύμαζαν για την ομορφιά της. Έλεγαν:
«Χαρά στο νιο, που θα σταθεί νυφούλα πλάι του…» και πολλά άλλα όμορφα και κολακευτικά λόγια.
Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια και για την Μελίνα γραμμένα στο τεφτέρι της. Ποια ήταν εκείνα θα το μάθουμε πιο κάτω.
Εκεί κοντά στο σπίτι της Μελίνας, ο Θεός να το κάνει σπίτι, ένα χαγιάτι ήταν, ζούσε ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, μόνος κι έρημος, ανύπαντρος και το χειρότερο πολύ φιλάσθενος. Εκείνος ο άνθρωπος τόλμησε και ζήτησε από

τον πατέρα της Μελίνας να την κάνει γυναίκα του και όλα τα υπάρχοντά του θα γινότανε δικά της. Σπίτια, χωράφια, χρήματα σε τράπεζα, λίρες κι ότι άλλο είχε. Ο πατέρας της Μελίνας, έτσι ξαφνικά, είπε στην Μελίνα ότι έδωσε το λόγο του στον άρχοντα να την κάνει γυναίκα του και αυτό έγινε. Ήξερε ότι ο πατέρας της δεν θα άλλαζε γνώμη όσο κι αν τον παρακαλούσε. Έκλαψε η δόλια η Μελίνα, πόνεσε, αρρώστησε από τον καημό της γιατί άλλα όνειρα έπλεκε για τη ζωή της, αλλά εκείνες τις εποχές ο λόγος του πατέρα υπερτερούσε. Όλοι οι χωριανοί πόνεσαν που η Μελίνα παντρεύτηκε τον φιλάσθενο χωριανό της αλλά τι μπορούσαν να κάνουν; Απολύτως τίποτα και η δόλια η Μελίνα μαράζωνε από τον καημό της κοντά στον φιλάσθενο και πολύ μεγαλύτερό της σύζυγο και πονούσε η ψυχή της. Έλα όμως που τα πράγματα πήραν πάλι άλλη τροπή και να πως έγινε αυτό.
Ένα πανέμορφο πρωινό θέλησε να βγει λίγο έξω από το ‘’παλάτι της’’ η Μελίνα, να ξεσκάσει λίγο, πράγμα που της έκανε καλό, γιατί, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των ανθρώπων άφηνε λεύτερες τις βρύσες των ματιών της να τρέξουν όσα δάκρυα ήθελαν και απαγάδιαζε λίγο ο πόνος της. Δίχως να το καταλάβει ο δρόμος του περιπάτου της την έβγαλε πάνω στον Πέτρο που εκείνη την ώρα σκάλιζε το καλαμπόκι του. Τον καλημέρισε, εκείνος ανταπέδωσε την καλημέρα του, μίλησαν λίγο τα παιδιά και … ούτε που αντιλήφθηκαν πως ο παμπόνηρος έρωτας, αυτός ο παντοδύναμος γιος της Αφροδίτης, δίχως να στοχεύσει αμόλησε το βέλος του και τους τρύπησε την ευαίσθητη καρδούλα τους. Έπειτα, πως βρέθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου μήτε που το κατάλαβαν.
Άδικα προσπάθησαν με τον καιρό να διακόψουν την παράνομη σχέση τους. Όταν τους δινότανε η ευκαιρία αντάμωναν σε μια ερωτική φωλιά που είχαν επιλέξει, με χίλιες δυο επιφυλάξεις και καρδιοχτύπια, κι ορκίζονταν στο φεγγάρι και στα αστέρια για αιώνια αγάπη λέγοντας:
«Ή θα σμίξουμε να ζήσουμε μαζί ή θα πεθάνουμε αγκαλιά».
Και πάλι όμως η μοίρα τους σχεδίαζε άλλα γεγονότα από εκείνα που έπλαθε το ερωτευμένο ζευγάρι. Κι ήρθε ένα γεγονός που άλλαξε την ζωή τους για πολλοστή φορά και να πως έγινε αυτό.
Ήταν ένα λιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό, Απρίλης μήνας, τα λογής – λογής πολύχρωμα λουλούδια είχαν σκεπασμένη ολόκληρη τη γη ενώ τα πουλιά, άλλα ζευγάρωναν, άλλα έψαχναν να βρούνε το ταίρι τους και τα δέντρα ολάνθιστα έδιναν μια εικόνα απαράμιλλης ομορφιάς. Ήταν χαρά Θεού!
Ο Πέτρος έκοβε το τριφύλλι του, ευτυχισμένος και χαρούμενος για τις εξελίξεις στη ζωή του, αλλά σε κάποια στιγμή ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο στέρνο του. Δεν έδωσε και μεγάλη σημασία έχοντας πάντα την Μελίνα στη σκέψη του. Η Μελίνα του έδινε δύναμη και χαρά. Ο πόνος όμως δεν τον άφηνε να συνεχίσει και τότε συνειδητοποίησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την υγεία του. Αμέσως καβαλικεύει τον Κοκκίνη του, το άλογό του, και επιστρέφει στο σπίτι.
Η μητέρα του βλέποντας τον, φανερά ανήσυχη, τραβώντας τα λίγα μαλλιά της, ζήτησε βοήθεια από τους γείτονες και τους χωριανούς. Εκείνοι, αντιλαμβανόμενοι την σοβαρότητα της κατάστασης, έτρεξαν να βοηθήσουν και έπειτα από μια ώρα περίπου ο Πέτρος βρέθηκε διασωληνωμένος στην εντατική της καρδιολογικής πτέρυγας του νοσοκομείου της πρωτεύουσας, ενώ η μητέρα του τράβαγε να ξεριζώσει τα μαλλιά της, κλαίοντας ασταμάτητα και παρακαλώντας την Παναγία να βοηθήσει ώστε να γίνει καλά ο Πέτρος, κάνοντας συνέχεια τάματα. Ο Πέτρος είχε πάθει έμφραγμα, έτσι τον διαβεβαίωσαν οι θεράποντες γιατροί.
«Η μητέρα μου το ξέρει;» ρώτησε και συνέχισε,
«Σας παρακαλώ, βοηθήστε την!» ενώ στα ξερά χείλη του ερχότανε το όνομα της αγαπημένης του αλλά δεν το ξεστόμισε.
Κι ενώ όλοι, γιατροί και νοσοκόμες του έδιναν κουράγιο και τον διαβεβαίωναν ότι θα γίνει καλά, εκείνος με τα φτερά της σκέψης του ταξίδευε στην αγαπημένη του, λέγοντας ενδόμυχα:
«Κάνε υπομονή αγάπη μου, θα γίνω καλά, η αγάπη μας θα νικήσει».
Η Μελίνα από την πλευρά της, όταν έμαθε το δυσάρεστο γεγονός έκλαψε πικρά. Ήθελε να πάει να τον δει, να τον αγκαλιάσει, να του δώσει κουράγιο, να τον φιλήσει και να του πιάσει το χέρι. Πως όμως… ποια δικαιολογία να βρει… πως να το πει στον άνδρα της… και η δόλια μαράζωνε σαν τον απότιστο βασιλικό. Παρακαλούσε την πολυεύσπλαχνη Παναγία να την μεταμορφώσει σε σύννεφο, να την κάνει πεταλούδα, να πετάξει ανάλαφρα και αθόρυβα να πάει να τον δει και να του πει ότι τον αγαπάει κι ύστερα ας πεθάνει την ίδια στιγμή. Από την άλλη, ο Πέτρος μέσα στην μοναξιά του στο κρεβάτι του πόνου έπλεκε πύρινους στίχους που του έφερναν δάκρυα πικρά στα μάτια:

«Αχ, της αγάπης ο καημός μέσα μου έχει φωλιάσει
και τρώει τα φύλλα της καρδιάς της διπλοπληγωμένης
απ’ της αρρώστιας το καρφί κι απ’ του έρωτα τα βέλη∙
σβήνω μανούλα χάνομε δεν βρίσκω αναπαμό.»

Για να συνεχίσει πιο κάτω πάλι κλαίοντας:

«Αχ, της ψυχής μου στέρεψαν τα μάτια της να τρέχουν
δάκρυα πικρά, σαν τη χολή, που όπου σταλάξουν καίνε
τα λουλουδάκια τα όμορφα της γης την πρασινάδα∙
κι η γης μου λέει με κάκιωμα πως δεν θα με δεχτεί.»

Και πολλούς άλλους πονεμένους στίχους έγραφε στις σελίδες της σκέψης του.
Τέτοιους στίχους πύρινους έγραφε ο δόλιος ο Πέτρος ώσπου ένα ξημέρωμα αποκοιμήθηκε κι εκεί που ο ύπνος τον κράταγε στην ζεστή αγκαλιά του είδε σαν όνειρο, σαν όραμα, την αγαπημένη του Μελίνα να στέκεται μπροστά του και να του λέει χαμογελαστή και χαρούμενη:
«Σ’ αγαπώ Πέτρο μου και σε καρτερώ!»
Ο Πέτρος ξύπνησε και ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή το ωραιότερο ξύπνημα της ζωής του.
Τέλος, ο Πέτρος έγινε καλά και γύρισε στο χωριό του υγιέστατος όπως πρώτα. Τώρα, αν οι δύο παράφορα ερωτευμένοι νέοι εξακολουθούσαν να ζουν τον παράνομο έρωτά τους θ’ αφήσω εσάς να το μαντέψετε αγαπητοί μου. Εγώ θα σας πω μόνο ότι ο παράνομος έρωτάς τους είχε αίσιο τέλος!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα