Πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἔπιασε φωτιὰ στὸ Κακοδίκι ὕστερα ἀπὸ κεραυνὸ ποὺ ἔπεσε σὲ στύλο τῆς ΔΕΗ. Χάρη στὴν ἄμεση ἐπέμβαση τοῦ κλιμακίου τῆς Πυροσβεστικῆς ποὺ σταθμεύει στὴν Κάντανο ἀποφεύχθηκε ἐξάπλωσή της, σὲ μιὰ περιοχὴ μάλιστα μὲ αἰωνόβια ἐλαιόδενδρα.
Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ καταχωρίστηκε στὴν εἰδησεογραφία τῆς ἡμέρας (12 Ἰουνίου). Κάπου γράφτηκε ὅτι ἡ φωτιὰ ἐκδηλώθηκε στὴ θέση “Σταγγόνι”. Διαβάζοντάς το αὐτὸ γνωστός μου μὲ ρώτησε ἂν εἶχα ἀκούσει ἄλλη φορὰ αὐτὸ τὸ τοπωνύμιο. Τοῦ ἀπάντησα ἀρνητικά, θυμήθηκα ὅμως ὅτι παλαιότερα ὑπῆρχε στὸ Κακοδίκι οἰκογένεια μὲ τὸ ἐπώνυμο “Σταγκωνάκης”. Τὸ τοπωνύμιο, ἑπομένως, σχετίζεται μὲ τὸ συγκεκριμένο οἰκογενειακὸ ὄνομα, θὰ ἔπρεπε ὅμως νὰ εἶχε γραφτεῖ “Σταγκώνη” (ἐννοεῖται “τοῦ Σταγκώνη” – τὸ σπίτι, τὸ χωράφι, ἡ περιουσία κ.λπ.).
Πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς ἀπροσδιόριστου ἀριθμοῦ περιπτώσεις τοπωνυμίων τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν ψηφίδες τῆς τοπικῆς (τουλάχιστον) Ἱστορίας. Στὸ Κακοδίκι ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη γενικὰ τὴν ὕπαιθρο δὲν ὑπάρχουν πλέον οἰκογένειες οἱ ὁποῖες, σημειωτέον, κάποτε ἦταν πολυμελεῖς καὶ μὲ σημαντικὴ παρουσία στὸν τόπο τους. Μαζὶ μὲ αὐτὲς χάθηκαν τὰ ὀνόματά τους ὡς παρουσία ζωντανή, διατηροῦνται ὅμως, πολλὰ ἀπὸ αὐτά, εἴτε στὴ συλλογικὴ μνήμη εἴτε μὲ κάποιο ἄλλο τρόπο. Καὶ ἀπόδειξη εἶναι τὰ ὀνόματα τόπων στοὺς ὁποίους κάποτε ζοῦσαν μέλη τῶν οἰκογενειῶν αὐτῶν.
Ζωὴ χιλιετιῶν ἔχει ἡ συνήθεια νὰ δίνονται ὀνόματα ἀνθρώπων σὲ τόπους καὶ περιοχὲς μικρότερης ἢ μεγαλύτερης ἔκτασης. Καὶ ἀπὸ πολλὲς ἀκόμη πηγὲς ἔχει ἀντληθεῖ ὑλικὸ γιὰ δημιουργία τοπωνυμίων – εἶναι εὐρύτερα γνωστὸ αὐτό. Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ζεῖ καὶ κινεῖται μέσα στὸ χρόνο καὶ στὸ χῶρο ἀφήνει τὸ ἀποτύπωμά του μέσω καὶ τοῦ ὀνόματός του. Προηγεῖται, βέβαια, ἡ διαδικασία τῆς δικῆς του ὀνοματοδοσίας, καὶ ἀκολουθεῖ ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὀνόματός του στὴ δημιουργία τοπωνυμίων. Τὸ νὰ γίνει λόγος, ἔστω καὶ σύντομος, γιὰ τὶς κυριότερες τουλάχιστον πτυχὲς τοῦ θέματος εἶναι κάτι ποὺ ξεφεύγει ἀπὸ τὰ ὅρια ἑνὸς σύντομου ἄρθρου στὴν ἐφημερίδα. Μὲ ἀφορμὴ ὅμως τὸ τοπωνύμιο “Σταγκώνη” θὰ παραθέσω λίγα στοιχεῖα ἐνδεικτικὰ τοῦ εὔρους ποὺ ἔχει κάθε πτυχὴ τοῦ θέματος “τοπωνύμια”.
Θὰ θυμίσω πρῶτα, γιὰ παράδειγμα, λίγα ὀνόματα τὰ ὁποῖα ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα εἶχαν δοθεῖ σὲ περιοχὲς ἢ σὲ πόλεις καὶ διατηροῦνται μέχρι σήμερα. Ἡ Πελοπόννησος ἔλαβε τὸ ὄνομα ἀπὸ τὸν Πέλοπα (“νῆσος τοῦ Πέλοπος”), ὁ Ἑλλήσποντος ἀπὸ τὴν Ἕλλη, ἡ Ἀτλαντὶς ἀπὸ τὸν Ἄτλαντα (καὶ σήμερα ὁ Ἀτλαντικὸς Ὠκεανός), ἡ Ἀθήνα (“Ἀθῆναι”) ἀπὸ τὴν θεὰ Ἀθηνᾶ, ἡ Ἰκαρία ἀπὸ τὸν Ἴκαρο, ἡ Θεσσαλία ἀπὸ τὸν μυθικὸ ἥρωα Θεσσαλό, ἡ Αἴγινα (κατὰ τὴ Μυθολογία) ἀπὸ κόρη τοῦ ποταμοῦ Ἀσωποῦ τῆς Κορινθίας ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα αὐτό, ἡ Αἰτωλία ἀπὸ τὸν πρῶτο βασιλέα τῆς περιοχῆς Αἰτωλό, ἡ Θεσσαλονίκη ἀπὸ τὴν ἀδελφὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὁ Μακεδόνας στρατηλάτης ἔδωσε τὸ ὄνομά του σὲ σειρὰ πόλεων (Ἀλεξάνδρεια), μὲ πιὸ γνωστὴ καὶ φημισμένη τὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου. Τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ τὸ ὄνομα πῆρε ἡ Ἀδριανούπολη (τὸ ἴδιο ὄνομα εἶχαν καὶ ἄλλες πόλεις ποὺ δὲν σώζονται), ἀργότερα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἡ βασιλίδα τῶν πόλεων Κωνσταντινούπολη, καί, ἐσχάτως, στὰ μέρη μας ἡ Γεωργιούπολη τοῦ Ἁρμοστῆ πρίγκηπα Γεωργίου. Βγαίνοντας ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα θὰ συναντήσουμε, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, τὴν Πετρούπολη τοῦ Μεγάλου Πέτρου τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία μετονομάστηκε σὲ Λένινγκραντ πρὸς τιμὴν τοῦ Λένιν, τὸ Στάλινγκραντ (ἀπὸ τὸν Στάλιν) καὶ βέβαια τὴν Οὐάσιγκτον (ἀπὸ τὸν πρῶτο Πρόεδρο τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν).
Εὔκολα παρατηροῦμε ὅτι λίγα εἶναι τὰ ὀνόματα ποὺ χρησιμοποιήθηκαν ἀπαράλλακτα (Θεσσαλονίκη, Αἴγινα), ἐνῶ τὰ περισσότερα προέκυψαν ὡς παράγωγο τοῦ ἀρχικοῦ ὀνόματος, συνήθως μὲ μορφὴ σύνθετης λέξης. Αὐτὸ συμβαίνει γενικά, καὶ σήμερα, μὲ τὰ ὀνόματα τόπων τὰ ὁποῖα προέρχονται ἀπὸ ὀνόματα ἀνθρώπων (πρόκειται γιὰ τὰ ἀνθρωπωνυμικὰ τοπωνύμια). Ἄξια δὲ προσοχῆς εἶναι ἡ διαπίστωση ὅτι ὄχι μόνο βαπτιστικὰ ἢ οἰκογενειακὰ ὀνόματα χρησιμοποιήθηκαν, ἀλλὰ καὶ λέξεις μὲ τὶς ὁποῖες εἶχε ἀποδοθεῖ σὲ συγκεκριμένο πρόσωπο κάποια ἰδιότητα: ἐπάγγελμα, καταγωγή, συνήθειες, παρωνύμιο, ἀσθένεια, γνώρισμα ἐπίκτητο ἢ μὴ κ.λπ. Ἀπὸ ἐπαγγελματικά, π. χ., ὀνόματα προέρχονται οἱ ὀνομασίες τῶν χωριῶν Σηρικάρι, Πελεκάνος, Καλαθᾶς, Κατσοματάδος, Κανισκάδες, Τσιβαρᾶς, Κατραμάδος, Λαρδᾶς, Μπαμπακάδος, Καλικᾶς, ἐνῶ σὲ ἰδιότητες προσώπων ὀφείλονται τὰ ὀνόματα ποὺ ἔχουν ὁ Κυρτωμάδος, τὸ Κακοδίκι, τὰ Ζυμβραγοῦ, τὰ Ροδωποῦ.
Σὲ ἐπίκτητα ἢ μὴ χαρακτηριστικά, σὲ ἀσχολίες ἢ σὲ ἀσθένεια παραπέμπουν ὀνομασίες τόπων (“μικροτοπωνύμια”) ὅπως “Λαβωμένου” (στὴν Κάινα), “Χαμάλη” (Βάμος καὶ Ὀρθούνι), “Γιανίτσαρου” (Καλλεργιανά), “Κουτσαύτη” (Βοῦβες), “Κουτσοῦ τὰ μουρέλα” (Καρὲς Κισάμου), “Κουφοῦ” (Δρομόνερο), “Κουλαύτη τὸ ἁλώνι” (Ἀχλαδιάκες), “Κουζουλοῦ τὸ χωράφι” (Πλεμενιανά), “Βουβοῦ τὸ κανάλι” (Ἀσκύφου), “Ἡγουμένου τὸ πηγάδι” (Παλαιόκαστρο). Ἄλλα μικροτοπωνύμια μὲ περιφραστικὴ διατύπωση ὑποδηλώνουν ἁπλῶς τὸν ἰδιοκτήτη: “Καλαμάρη τὸ ρυάκι” (Κακοδίκι), “Βαρδῆ τὸ λιόφυτο” (Ἀνώσκελη), “Γιάννη τὴν κατούνα” (Βάμος), “Ἑλενιᾶς τὸ καμπὶ” (Σπανιάκος). Μὲ μόνο, τέλος, καὶ αὐτούσιο τὸ ὄνομα τοῦ ἰδιοκτήτη συναντᾶμε πλῆθος τοποθεσιῶν: “Κατρῆ” (Μουρὶ Ἀποκορώνου), “Βαρυπάταινα” (Ἀρμενοχώρι), “Διγαλῆ” (Καμισιανά), “Γιακουμῆ” (Μεσκλά), “Ἀνεμογιάννη” (Ἐπισκοπὴ Κισάμου), “Βάκου” (Ραβδούχα), “Καρμπᾶ” (Κακοδίκι), “Ζαχαριάδω” (Καλυβιανή), “Μπακάτση” (Δράπανο), “Καυκαλίνα” (Ροδωποῦ), “Κακαβέλα” (Βάμος), “Πελεκαπίνα” (Χανιά).
Ἄλλη, σημαντικὴ ὁμάδα τοπωνυμίων συνιστοῦν ὅσα δηλώνουν μικρότερους ἢ μεγαλύτερους οἰκισμοὺς καὶ ἔχουν προκύψει κατὰ μεγάλο ποσοστὸ μὲ τὴν προσθήκη τῆς κατάληξης -ιανὰ στὸ οἰκογενειακὸ ὄνομα: “Ξενιανὰ” (Ξενάκης), “Καμισιανὰ” (Καμισᾶς), “Παρδαλιανὰ” (Παρδαλάκης / Παρδαλός), “Νομικιανὰ” (Νομικός), “Δρακιανὰ” (Δράκος / Δρακάκης), “Καπαριανὰ” (Καπαράκης), “Πεταλαριφιανὰ” (Πεταλαρίφης), “Βαρανιανὰ” (Βαρανάκης). Προσθέτω ὅτι ἄλλος τρόπος σχηματισμοῦ τοπωνυμίων ἀπὸ οἰκογενειακὰ ὀνόματα εἶναι (ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κατάληξη -ιανὰ) ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ἐπωνύμου στὴ γενικὴ πληθυντικοῦ μὲ ὄχι σπάνια τὴ μεταφορά του στὴν αἰτιατικὴ πληθυντικοῦ καὶ κατόπιν στὴν ὀνομαστικὴ ἑνικοῦ: “Βαβουλέδω” (Βαβουλές), “Φωτακάδω” (Φώτακας), “Κατσοματάδω” / “Κατσοματάδος” (Καττυματᾶς), “Κανισκάδω” / “Κανισκάδες” / “Κανισκάδος” (Κανισκᾶς).
Μὲ ἀφορμὴ τὸ τοπωνύμιο “Σταγκώνη” (στὴ θέση του θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι ἑκατοντάδες παρόμοια) ἔρχεται πάλι στὴν ἐπιφάνεια θέμα μεγάλης σημασίας σχετικὸ μὲ τὴ μελέτη τῶν τοπωνυμίων. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ τὸ γλωσσικὸ ὑπόβαθρο στὸ ὁποῖο αὐτὰ ἔχουν θεμελιωθεῖ. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καταλήξει σὲ ἀσφαλῆ συμπεράσματα ἡ μελέτη πολλῶν ἀπὸ αὐτά, ἂν δὲν ἔχει προηγουμένως τεθεῖ ὑπόψη μας μὲ ἀκρίβεια τὸ σύνολο τοῦ γλωσσικοῦ θησαυροῦ τόσο τοῦ παρόντος ὅσο καὶ τοῦ παρελθόντος. Προφανῶς, αὐτὸ εἶναι ἔργο μεγάλων διαστάσεων, ποὺ ἀπαιτεῖ μόχθο πολὺ ἀπὸ πολλούς.
Ποιός δὲν θὰ ἤθελε νὰ ἔχει στὴ διάθεσή του, παράλληλα μὲ τὰ ἄλλα λεξικά, καὶ ἕνα λεξικὸ τὸ ὁποῖο θὰ περιελάμβανε ἀποκλειστικὰ ὀνόματα ἀνθρώπων, κυρίως ἐπώνυμα; Ἀρκεῖ μόνο νὰ σκεφτοῦμε ὅτι στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου καὶ γιὰ διάφορους λόγους πλῆθος ὀνομάτων τοῦ παρελθόντος ἔχουν πάψει νὰ ὑπάρχουν. Τὰ συναντᾶ πλέον κανεὶς σὲ γραπτὲς πηγές, ποὺ περιμένουν τὸν ἐρευνητὴ τοῦ μέλλοντος νὰ τὶς ἀξιοποιήσει. Γιὰ παράδειγμα καὶ μόνο θὰ ἀναφέρω τὴν Ἐφημερίδα τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, στὴν ὁποία εἶναι ἐγκατεσπαρμένα ἐπώνυμα ποὺ τότε ὑπῆρχαν ἀλλὰ σήμερα ἔχουν χαθεῖ. Ἂν μάλιστα λάβουμε ὑπόψη ὅτι τότε ὑπῆρχε ἀκόμη τὸ τουρκικὸ (ὀθωμανικὸ) στοιχεῖο μὲ ὀνόματα, συχνά, ἑλληνικῆς προέλευσης, καταλαβαίνουμε πόσο χρήσιμη θὰ ἦταν ἡ σχετικὴ ἔρευνα. Μάλιστα, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς θὰ μαθαίναμε ἀπὸ ποῦ προέρχεται καὶ ποιά σημασία ἔχει τὸ ἐπώνυμό μας.
Προσωπικὴ εὐχὴ εἶναι νὰ βρεθοῦν κάποια στιγμὴ τὰ πρόσωπα ποὺ μὲ ὄρεξη ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια θὰ ξεκινήσουν καὶ θὰ συγκροτήσουν ὁλοκληρωμένο Σῶμα (Corpus) μὲ τὰ νεοελληνικὰ (γιατί ὄχι καὶ παλαιότερα…) ἐπώνυμα. Θὰ εἶναι ἀνεκτίμητη ἡ προσφορά τους στὴ γλώσσα μας καὶ στὴν ἀντίστοιχη ἐπιστήμη.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ. Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ μικροτοπωνύμια ποὺ χρησιμοποιήθηκαν προέρχονται ἀπὸ πηγὲς τῆς περιόδου 1880-1920. Δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ γνωρίζω ἂν καὶ ποιά ἀπὸ αὐτὰ καὶ μὲ ποιά μορφὴ διατηροῦνται μέχρι σήμερα.