Λέω σήμερα να πάμε ένα ταξιδάκι. Λίγο παραπίσω. Μερικά, έστω, κάμποσα χρονάκια. Ετσι για να θυμηθούμε οι παλιοί, να απορήσουν οι μικροί και να προβληματιστούνε οι καταμεσιανοί.
Μα ας κάνουμε πρώτα μια βόλτα στα σημερινά. Σπίτι μου, σπίτι σου, σπίτι του.
Να. Στο κοπέλι που θέλει να μάθει γράμματα κι έχουν συγκεντρωθεί όλες οι δυνάμεις του σύμπαντος για συμπαράσταση, μη πα και δεν τα καταφέρει. Ξέχωρο δωμάτιο για να μπορεί να συγκεντρώνεται και να γράφει την άλφα βήτα.
Και στο επιπλάδικο. Μαζί και το βλαστάρι μας, να διαλέξουμε δα ένα όμορφο και χαρούμενο, μοντέρνο γραφειάκι και φωτιστικό να δίνει καλό κι άπλετο φως, φιλικό για τα μάτια του κοπελιού που θα τα βγάζει με το διάβασμα, μέρα νύχτα.
– Χαρίλαε, πάρε και μια περιστρεφόμενη καρέγλα του παιδιού.
– Θα του πάρω την πιο καλή Περσεφόνη, μα δε θέλω διαταγές.
– Μπράβο Χαρίλαε. Έτσι σε θέλω. Σκληρό.
Κοκορεύτηκε αυτός, το πίστεψε, ξόδεψε δυο μισθούς σε ψώνια για την ίδια και τον εκκολαπτόμενο πανεπιστημιακό τους δάσκαλο!
Αλήθεια σου λέω. Παντού κακαρίζει η κυρά Περσεφόνη πως το βλαστάρι της πάει για πανεπιστημιακός, κι ας είναι της πέμπτης δημοτικού, χωρίς να ξέρει τι σημαίνει τούτη η λέξη. Κάπου την άκουσε, της άρεσε, τη λέει κι αυτή.
Του παίρνουν κομπιούτερ, άι φων, τάμπλετ κι όλα τα κατά τη γνώμη τους απαραίτητα, ξεχνούν ότι χρειάζεται αγώνας κι από μέρους τους, λένε στο σουβλατζίδικο, πιτσαρία και ταχυφαγάδικο να τους φέρνουν για μεσημέρι και βράδυ μη κουράζετ’ η κυρία που ασχολείται με μπιρίμπα, κουμ καν κι άλλα ανωφελή σπορ, θυμούνται καμιά φορά το βλαστάρι τους, αυτό πεσμένο στα ιντερνέτια κουνάει τη κεφαλή του ότι, ναι, διαβάζει εν μέσω σερφαρίσματος και φθοροποιού τηλεόρασης, πάει και στο σκολειό με τους επαγγελματίες, το σήμερον ημέρα, δασκάλους κι ό,τι ήθελε προκύψει!
Αυτά.
Γιατί τα γράφω;
Α, ναι. Γιατί πήρα τούτο το γραμματάκι από άγνωστο φίλο αναγνώστη μου:
«Καλημέρα Φίλε Γιώργη,
Διάβασε τι θυμήθηκα, όντενε διάβαζα ένα άρθρο στην εφημερίδα:
Εδιάβαζα φωναχτά για να ακούει η γυναίκα μου άπου εμαγέρευγε…
«Μπορούμε κι εμείς άνθρωπέ μου…
Ψηλός γεροδεμένος, λιγνόκορμος και ξεσκούφωτος, με το αετίσιο βλέμμα στυλωμένο στα γκρεμνά, τα στιβάνια του να χώνονται σε ασπαλαθιές…».
Κι όπως διάβαζα με ρώτηξενε η γυναίκα μου ποιός το γράφει, δεν επρόλαβα να τση πω και νά σου και σβήνει το φως του βραδιού.
Είπα τση «Εκείνος σας απού τσι γράφει ετούτεσες τσ’ αράδες, πρέπει να ’μαθε γράμματα, γιατί γράφει πλουμιστά και όμορφα. Ετουλόγου του μπορεί να τα ’μαθε ωσάν εμένα και τότεσας, μού ‘ρθε και σκέφτηκα τα μικράτα μου και πώς έμαθα τα γράμματα που ξέρω.
Δεν εμπόρουνα βέβαια από τη συγκίνηση να πω πράμα άλλο, παρά αυτόματα είπα:
Με λύχνο εμεγάλωσα κι έμαθα πέντε αράδες
και με τσ’ ευκές τση μάνας μου π’ αξίζαν τσοι παράδες.
Καταλαβαίνεις τη φτώχεια τση εποχής εκείνης.
Πριχού τελειώσω τη φράση, να σου και ήρθενε το φως.
Και αμέσως τση διάβασα: ο συντάχτης λέγεται Γ. Καμβυσέλλης και κατοικοεδρεύει κοντά τσι Λουσακιές, δηλαδή στο ξομπλιαστό Σφηνάρι.
Διαβάζεις τώρα το μυαλό τ’ ανθρώπου πώς δουλεύγει;
Μπιστικά
Νικολής»
Κι ετουλόγου μου, αποκρίθηκά του πάραυτα:
«Εκατασυγκίνησές με όψιμόφιλε μπιστικέ κι ανεντρανιστά σου δώνω τη χέρα μου που κατά τα γραφούμενά σου με το λύχνο αναγνώθαμε Ηρόδοτο κι απλώναμε τα δικά μας γραμματάτσα στην πλάκα, ακουμπισμένη σ’ ένα κασόνι των λαδιώνε απάνω. Κι επειδής εκρύγιωνα, εκάθουμουν στο ξυλοκρέβατο κι εσκέπαζα τα ποδάρια μου με την κουβέρτα. Ετότεσου έκαμε παγωνιές και οι μπουκιές ήντονε μετρημένες και μικιές να πληθιαίνουν. Ετούτα να που αναθυμούμαστε γροικούνται απ’ τα κοπέλια εδά σα χοντρά ψόματα.
Εκατάλαβα σε κι εκατάλαβές με.
Γιώργης».
Και πάλι μ’ αποκρίθηκε.
«Ήρθαν στη σκέψη σου παλιές θύμησες τση ζωής σου
μαύρα γενήκαν σύννεφα κι αντάρτες τση ψυχής σου».
Γι’ αυτό σου λέω φίλε αναγνώστη.
Γράμματα δε μαθαίνονται με παράδες, γραφεία και σουβλάκια, μα με πίστη, θέληση, υποστήριξη και σκληρή δουλειά.