Την ώρα που κάτι μελετούσα για τον Άγιο Φραγκίσκο του Καζαντζάκη, νάσου πάλι κι εμφανίστηκε ο Νώντας.
– Πώς από δω; τον ρώτησα.
– Άμα δε σου γουστάρω, πε μου να φύγω, αγρίεψε αυτός.
– Όχι αδερφέ μου. Κάτσε. Τι νέα;
– Δε τα ’μαθες τα καλά νέα;
– Δηλαδή;
– Τι δηλαδή, κύριε καθηγητή. Δε βλέπεις τηλεόραση;
– Όχι.
– Γι’ αυτό θα χαλάσει η κοινωνία.
– Επειδή δε βλέπω τηλεόραση;
– Ναι για! Και το ’λεγα στο καφενέ. Οι γραμματιζούμενοι θα είναι η καταστροφή μας.
– Άσε τις προφητείες Νώντα, και λέγε.
– Ο δικός μου ντε. Τον βάλανε για υπουργό. Πάω το λοιπό, αυτοπροσώπως, στον Αντωνάκη, του τάζω τους εξήντα ψήφους που κουβαλάω, θα τον κρατήσω, μου λέει. Και να δεις θάν’ ο πιο φίνος, θα κάνω κι εγώ τη δουλειά μου.
– Μηδένα προ του τέλους μακάριζε, Νώντα, του είπα αόριστα.
Αυτός δεν κατάλαβε, έμπηξε φωνή.
– Άμα δεν ήσουνα καλό αθρωπάκι, θα σου ‘λεγα ποιος είν’ ο μακαρίτης.
– Μα δεν είπα εγώ για μακαρίτη.
– Και τι είπες, που έτσι μου ’ρχεται να μην ξαναπατήσω σπίτι σου.
– Ήθελα να πω, ας περιμένουμε να δούμε πώς θα τα πάει ο δικός σου.
– Ναι, αλλά μιλάει ο Νώντας, με τ’ όνομα. Και στοπ για μακαρίτης, έ;
– Καλά ντε. Μια κουβέντα είπα.
– Κι ειντά φυλλάδα βαστείς στα χέρια σου πάλι;
– Ο φτωχούλης του Θεού; Τι έχεις να πεις γι’ αυτόν, Νώντα;
– Και ποιος είναι αυτός ο φουκαράς που μου τσαμπουνάς.
– Που έχει γράψει τη βιογραφία του ο Καζαντζάκης…
– Τι δουλειά ’καμε και του ’γραψε και βιογραφία.
– Οχού καημένε, δεν ξέρεις τον Άγιο Φραγκίσκο…
– Κατά που λες κύριε προφέσορα ήντονε κανένας απένταρος και…
– Σου είπα Άγιος. Άγιος Φραγκίσκος.
– Και γιάντα τον ονοματίζει φτωχούλη κοτζάμ άγιο ο πως τον είπες…
– Καζαντζάκης.
– Α μπράβο. Ντροπή του κι ας είναι και ποθαμένος θαρρώ, που κοτζάμ Άγιο τον λέει φτωχούλη.
Οπότε για να μην εκραγώ άλλαξα θέμα, έδωκα τόπο στην οργή μια και δεν μπορούσα να τα βάλω μαζί του λόγω σχήματος και μεγέθους σώματος κι αρκέστηκα να τον δικαιολογήσω για την αμάθειά του μια και ούτε σκολειό τέλειωσε μηδέ και δάσκαλος ήταν, φέρνοντας μπροστά μου την εικόνα του σημερινού μεγαλόσχημου πρεσβύτερου που ενοχλήθηκε σαν διάβασε ένα κείμενο συγγραφέα που, πολύ εύστοχα, με βαθύ νόημα, αποκαλούσε ανθρωπάκι έναν ταπεινό λευίτη που πράγματι ήταν ανθρωπάκι του Θεού. Ένας τιμητικός τίτλος, που δεν μπορώ να πω ότι αξίζει σε πολλούς μεγαλεπήβολους κι αυτοπροβαλλόμενους λαϊκούς ή κληρικούς.
Είναι βλέπεις μεγάλο κακό η αλαζονεία, κι η παντογνωσία που επιβλαβώς νομίζουμε πως κομίζουμε. Κι ακόμα χειρότερα που άνθρωποι σαν και τον προαναφερθέντα, δεν αρκούνται στη θεμιτή διαφωνία τους πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά κάνουν απρεπή σχολιασμό κι έμμεση επίθεση στις εφημερίδες, υποτιμώντας την νοημοσύνη του συγγραφέα.
Τι περιμένουμε λοιπόν απ’ τον αγράμματο Νώντα;
Και να δεις ήρθε στο νου μου, όταν ήμουνα φαντάρος νεοσύλλεκτος, στο λόχο μου, ένας δεκανέας της εποχής εκείνης, «καραβανάς» όπως τους αποκαλούσαμε, καλός, τίμιος, αυθόρμητος κι αγαπητός σε όλους, μας έκανε πρακτικό μάθημα για το οπλοπολυβόλο που είχαμε. Αφού λοιπόν το έλυσε και το έδεσε μια χαρά μας είπε εμφατικά:
– Μη ξεχνάτε βρε στουρνάρια πως κάθε φορά πρέπει να το λαδώνετε για να μη σκουριάζει. Τα καταλάβατε;
– Μάλιστα, αποκριθήκαμε όλοι.
Για να ολοκληρώσει όμως την εκπαίδευση, φώναξε τον Κώστα Κωλέτη, δικηγόρο και μετά μεγαλοεισαγγελέα, να επαναλάβει τα όσα μας είχε διδάξει.
Ο Κώστας τα είπε τόσο καλά, που χαμογελούσε αυτός βλέποντας τον άξιο μαθητή του. Τελειώνοντας όμως ο φαντάρος τόνισε με τη σειρά του.
– Κάθε φορά πρέπει να το λαδώνουμε για να μην οξειδώνεται.
Οπότε ο δεκανέας πετάχτηκε, κι έμπηξε φωνή.
– Όχ’ στουρνάρ’. Για να μη σκουριάζ’, είπα.
– Μα κυρ δεκανέα, το ίδιο σημαίνει το οξειδώνεται.
– Δεν ξέρω γω. Να μην οξειδώνεται αλλά και να μη σκουριάζ’!
Αυτά, για να εκτονωθούμε και να ήμαστε προσεχτικοί σε μια αναβράζουσα κοινωνία.