Με χρονική καθυστέρηση επιχειρείται η ανάδειξη ενός “συστήματος” που γεννιέται από αθλητικούς συνδέσμους, τρέφεται ανδρώνεται και υποθάλπτεται από μεγαλοπαράγοντες, να γίνονται επιθέσεις. Τέτοιου τύπου οργανωμένες ομάδες εμπλέκονται και σε ληστείες, καταλήψεις, πυρπολήσεις και ανθρωποκτονίες.
Σε παλιούς καιρούς αγραμματοσύνης που η πληροφόρηση έφτανε στην κοινή γνώμη καθυστερημένα, επιστεύετο, ότι η αγριότητα συντελούσε στο να χάνεται η ανθρωπιά, ότι θα ετιθασεύετο και δεν θα επικρατούσε τυφλό μίσος, και εχθρότητα λόγω θρησκευτικής, πολιτικής ή άλλου είδους αντιπαλότητας. Τώρα με την εξέλιξη του διαδικτύου τα πράγματα άλλαξαν. Οι μικροομάδες έγιναν κακοποιά στοιχεία και οι οπαδικοί δράστες μεταλλάσονται σε προστάτες καταστημάτων, σε εμπόρους ναρκωτικών και σε αρχηγούς εγκληματικών οργανώσεων.
Αν αναλογισθούμε τι φταίει θα διαπιστώσουμε λάθη της πολιτείας, η οποία αργεί ν’ αποδώσει δικαιοσύνη, κάτι, που κλωνίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και δεν μπορεί, να εμπνεύσει στη νεολαία, ότι πρέπει να στραφεί στη μάθηση, να μην ορέγεται στην απληστία, να μην εξωθείται στην αρχομανία, στον ατομικισμό και να μην οργανώνεται με τη βοήθεια φιλαθλητικών συλλόγων σε συμμορίες προς ανεύρεση κάποιου λιγοστού νοήματος της ζωής τους στην παρανομία.
Ο φερόμενος ως δράστης δολοφονίας του Αλκιβιάδη στη Θεσσαλονίκη είχε απασχολήσει το 2019 τη δικαιοσύνη για παραβατικότητες, όμως η εκδίκαση εκκρεμεί ακόμα και το αμείληκτο ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Εάν είχε δικαστεί, θα απεφεύγετο, ή όχι η ανθρωποκτονία; Στον επικοινωνιακό στίβο, όποιος αναζητά κάποια πληροφορία για τη δράση των “αόρατων” συμμοριών καταλαμβάνεται από ένα είδος έντονου φόβου, με αποτέλεσμα ό,τι λέγεται και ό,τι γράφεται να ενέχει τα στοιχεία υπονοούμενων.
Κάθε φορά, που εμφανίζεται ένα επεισόδιο από οπαδικές ομάδες έχουμε μια ήττα της πόλης, που μπαχαλοποιείται, μαζί δε μ’ εκείνη και η ελληνική κοινωνία. Η τελευταία δολοφονία του 19χρονου δεν είναι ανεξήγητη. Εν πρώτοις οφείλεται στον τυφλό συμμερισμό και ψύχωση με τον φανατισμό της φανέλας, που μέσα στα γήπεδα μετατρέπεται σε δύναμη και στο συνάφι τους οι πράξεις τους, χειροδικίας ή φωνητικές μεταφράζονται και επαινούνται ως ιδιαιτέρα και αξιόλογη διάκριση.
Από πού παραδειγματίζονται, πώς διασυνδέονται και δρουν αντικοινωνικά; Μα από τα σπίτια τους, όπου γίνονται μάρτυρες από την αύξηση των αυτοδικιών και βιαιοτήτων και κατόπιν “εκτονώνονται” στο δρόμο. Δασκαλεύονται και από τα έργα βίας στην τηλεόραση ή το ίντερνετ, που μοιάζει με “ελέφαντα στο δωμάτιο”. Τα επαναλαμβανόμενα κρούσματα, όχι μόνο στις μεγαλουπόλεις, αλλά και σε επαρχιακές, δημιουργούν ανασφάλεια και κρίσεις μακροπόρθεσμου πανικού στους πολίτες, που η εμπιστοσύνη τους στην πολιτεία κλωνίζεται.
Οι επιθέσεις γίνονται οργανωμένες και με παραβατικές εκδηλώσεις, επιδιώκουν να επιβάλλουν τη δική τους τάξη εκφοβίζοντας εκπαιδευτικούς και μαθητές.
Το ανησυχητικό είναι ότι η βία υιοθετείται από νέους, κυρίως ανεξαρτήτου οικονομικής θέσης, σε ομάδες που οι πολιτικές ή άλλες οργανώσεις δεν τις αποκηρύσσουν αλλά τις ανέχονται.