Ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε και διεκδικεί, εν ονόματι της αξιοπρέπειας του λαού μας, την αποβολή από τα Υπουργεία μας των “Ιαβέρηδων” της τρόικας, που είχαν εξισωθεί με την ανοχή μας, σε μεσαιωνικούς επιστάτες της φεουδαρχίας. Σωστή και απόλυτα εναρμονισμένη προς το κοινό περί δικαίου αίσθημα η διεκδίκηση αυτή.
Ωστόσο, η λέξη “τρόικα”, είτε μας αρέσει, είτε όχι, αφενός μας παραπέμπει στο έλκηθρο της ρωσικής στέπας, με τα τρία άλογα και αφετέρου δεν παύει, μεταφορικά, ν’ αναγνωρίζεται, από τη διεθνή χρηματοπιστωτική πρακτική, ως το αναγκαίο κακό ή ορθότερα ως ο απαραίτητος όρος για την τήρηση των δανειακών υποχρεώσεων προς τους δανειστές. Και από την άποψη αυτή, η αποπομπή της προκλητικής τριανδρίας Πωλ Τόμσεν (Δ.Ν.Τ.), Ματίας Μορς (Ευρωπαϊκή Επιτροπή), Κλάους Μαζούχ (Ε.Κ.Τ.) δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και κατάργηση του αναγκαίου για την αποπληρωμή του χρέους μας, οποιουδήποτε νομιμοποιημένου εποπτικού οργάνου των πιστωτών.
Μοιραία, λοιπόν, οι Ελληνες χρεώστες άρχισαν ήδη να διαπραγματεύονται τις δανειακές τους υποχρεώσεις, στη θαλπωρή των μεγάρων της Commission, της Ε.Κ.Τ. στη Φρανκφούρτη ή σε οποιοδήποτε άλλο μεγαλοπρεπέστατο forum των Βρυξελλών. Ομως, από τη στιγμή που ανοίγονται με όλη την εθιμοτυπική μεγαλοπρέπεια οι πόρτες των κυρίαρχων οργάνων της Ε.Ε. προς τους αρμόδιους επί των οικονομικών υπουργούς μας και της κουστωδίας τους, κάποιοι απ’ όλους αυτούς θα πρέπει να ξεχάσουν τις παιδικές αρρώστιες του κομμουνισμού, όπως θα έλεγε, για τους αριστεριστές, ο Ιβάν Ιλιτς Λένιν ή και κάποια καταγέλαστα “χούγια” του εγχώριου λαϊκισμού. Εδώ μιλάμε, για μια άλλη ενδημική αρρώστια κάθε γνήσιου λαϊκού κινήματος που εκδηλώνεται ως νάρκη στα θεμέλια των κοινωνικών κινημάτων και εθνικών διεκδικήσεων.
Και η νάρκη αυτή ξεκινά από την αντιδιαλεκτική αμετροέπεια και τα οχλοκρατικά δρώμενα «Να καεί, να καεί… η Βουλή», ναζιστικές μεταμφιέσεις δημοκρατικά εκλεγμένων πολιτικών της Γερμανίας ή ακόμη και θέατρα του δρόμου με λαϊκά δικαστήρια και κρεμάλες για τους πιστωτές. Βεβαίως και από την άλλη πλευρά δεν λείπουν παρόμοια ή και χειρότερα δείγματα ανθελληνικής αλητείας και χυδαιότητας (Αφροδίτη της Μήλου με τη γνωστή χειρονομία στο περιοδικό Focus) κ.λπ. κ.λπ.
Στα ίδια “χούγια”, χωρίς αφοριστικές διαθέσεις μας, πρέπει να περιληφθούν και οι ανόητες, έως αποκρουστικές αισθητικά ενδυματολογικές προκλήσεις, άλλοτε με ξεβράκωτα πουκάμισα, μπλουζόν νουάρ του υποκόσμου, σακίδια χρυσοθήρων της Αγριας Δύσης, ντελαβέ και τεχνητά ξεσκισμένα καραβόπανα των μπλου τζινς και εν χρω κεκαρμένα και με αινιγματικά (και αμήχανα χαμόγελα) δόλιχα κρανία.
Ολες αυτές οι σκόπιμες προς επίδειξιν “αβλεψίες” είναι η καλύτερη τροφή των εταίρων μας γελοιογράφων. Ομως, έτσι δεν μας παίρνουν στα σοβαρά οι φιλοξενούντες και κατά τον ίδιο τρόπο ελαχιστοποιείται και κατά περιστάσεις μηδενίζεται το διαπραγματευτικό και κοινωνικό μας κύρος. Και μάλιστα ενώπιον μιας ευρύτατης κοινωνίας των ευρωπαϊκών εθνών, που “δεν τρώει το κουτόχορτο” και η οποία “μας περιμένει στη γωνία” μετά από κάθε παρόμοιο ξεστράτισμα.
Οσο για τη γραβάτα, ο πρωθυπουργός της χώρας μας θα πρέπει να το καλοσκεφτεί, γιατί ο πανέξυπνος και με έκδηλο μεσογειακό χιούμορ Ιταλός ομόλογός του Ματέο Ρέντσι του προσέφερε γραβάτα. Εδώ δεν μιλάμε για αστεϊσμό, αλλά για μια χαμογελαστή χειρονομία, που στάζει δηλητήριο. Με άλλα λόγια ή σοβαρευόμαστε ή επιστρατεύουμε τους αυστηρότερους image makers (εξωραϊστές της εμφάνισής μας) για να μας συμμαζέψουν.
Και όλα αυτά γράφονται με πολλή αγάπη. Γιατί “όποιος με αγαπά με κάνει και να κλαίω…”.