Χωρίς αέρα δεν λιχνάς – χωρίς βροχή δεν σπέρνεις, χωρίς κόπους και βάσανα – ψωμί μην περιμένεις.
Οταν όλα αυτά δεν θα τα εκτελούσε την παλιά εποχή ο αγρότης δεν θα είχε ψωμί η οικογένειά του. Αυτή η εποχή άφησε αθεράπευτα σημάδια στο σώμα του κάθε αγρότη και τις κάθε μάνας για να μπει το ψωμί στο τραπέζι τους. Κάθε χρόνο μετά τις βροχές του φθινοπώρου ο αγρότης με τα ζευγάλευτρα, τον σπόρο, μια σκαλίδα, το βουργιάλι του φαγητού όλα στο σαμάρι του γαϊδάρου με ένα εργάτη και με τις δύο αγελάδες βρισκότανε στο χωράφι από το πρωί μέχρι το βράδυ για την σπορά των σιτηρών που τα είχε ανάγκη για ένα χρόνο για την οικογένειά του. Το καλοκαίρι εκτελούσε το θέρισμα και το αλώνισμα των σπαρτών του. Για να τα λιχνίσει έπρεπε να φυσάει αέρας για να ξεχωρίσουν τα άχυρα από τον καρπό. Μόλις έφθανε το πρώτο σιτάρι στο σπίτι η νοικοκυρά με το κόσκινο προετοίμαζε το άλεσμα για να μεταφερθεί στο μύλο να το κάνει αλεύρι. Σε λίγες ημέρες αφού το κοσκίνιζε η νοικοκυρά μαζί με το προζύμι ήτανε έτοιμο στη σκάφη για να ζυμωθεί. Δίπλα περιμένανε οι ξύλινες πινακωτές με τα πανιά τους να δεχθούν μέσα τα ανάλογα ψωμιά για ανάλογο χρονικό διάστημα, να ωριμάσουν για να μπούνε στο φούρνο που είχε ζεσταθεί από πριν από διάφορους θάμνους και μικρά ξύλα. Στη συνέχεια με το ξύλινο φτυάρι ένα – ένα πάλι η νοικοκυρά τα τοποθετούσε μέσα για να ψηθούν με την επίβλεψή της αφού είχε αφαιρέσει τα αναμμένα κάρβουνα. Εκείνη η ημέρα ήτανε εύχαρη για όλη την οικογένεια που θα έτρωγε το πρώτο ψωμί της χρονιάς ύστερα από τους πολλούς κόπους που είχε κάνει. Πάντα η καλή νοικοκυρά συνδύαζε να έχει ψήσει και ένα καλό φαγητό καλώντας το βράδυ τους παππούδες και τις γιαγιάδες να φάνε όλοι μαζί και στο τέλος το γιαούρτι από τα πρόβατά τους. Στο χωριό η κάθε οικογένεια είχε σχεδόν τον δικό της φούρνο. Όσοι αδυνατούσανε να έχουν τους φιλοξενούσανε οι χωριανοί που είχανε χωρίς καμία επιβάρυνση. Έτσι δεν μένανε σπίτια χωρίς ψωμί οι οικογένειές τους. Όμως την περασμένη κατοχή σε χωριό του τόπου μας μια νοικοκυρά δεν έκανε ότι κάνανε όλες οι άλλες και συχνά έμενε η οικογένειά της χωρίς ψωμί και αναγκαζότανε να ζητά δανεικά από τις γειτόνισσες. Η αιτία που το έκανε αυτό ήτανε γιατί της άρεσε συχνά τις πρωινές ώρες να κάνει παρέα και κουτσομπολιό με τις γειτόνισσές της. Στο κάθε σπίτι που πήγαινε έλεγε ότι σήμερα γειτόνισσα θα κάνουμε λίγη παρέα γιατί έχω να κοσκινίσω το αλεύρι επειδή αύριο θα ζυμώσω. Πήγαινε στο σπίτι κοσκίνιζε λίγο στη σκάφη και μετά έκανε άλλες δουλειές του σπιτιού και δεν το τελείωνε. Αυτό το έλεγε πέντε ημέρες συνέχεια στα σπίτια και την έκτη επιτέλους ζύμωνε και γύριζε τα δανεικά ψωμιά. Αυτή η συμπεριφορά ήτανε η αφορμή και έμεινε να λέγεται η παροιμία ότι: όποια δεν θέλει να ζυμώσει πέντε ημέρες κοσκινίζει. Μετά πήρε διατάσεις προς όλες τις οικογένειες και προς όλα τα γύρω χωριά να ενημερωθούν με κάθε λεπτομέρεια και με το νόημά της ακόμα στη συνέχεια και προς όλα τα επαγγέλματα στις υπηρεσίες και στην πολιτεία. Η εφαρμογή της έφερνε καλά αποτελέσματα γι’ αυτό και είχε διδακτικό σκοπό την παλιά εποχή αλλά μετά από χρόνια που υποδεχθήκαμε τη νέα ξεχάστηκε να εφαρμόζεται και να λέγεται. Σήμερα ο αγρότης έχει σταματήσει εδώ και αρκετά χρόνια με τα αυτοσχέδια μέσα που είχε με την σπορά με το θέρος και το αλώνισμα αλλά ούτε και η νοικοκυρά να ζυμώνει και να ψήνει το ψωμί στο δικό της φούρνο. Έτσι όλα έχουν αντικατασταθεί με τα πλέον σύγχρονα μέσα της νέας τεχνολογίας και κέρδισε το χρόνο και τους κόπους που προσέφερνε για πολλούς μήνες προκειμένου να μπει το ψωμί στο σπίτι του. Την εποχή που ζούμε είναι απαραίτητη η εφαρμογή της παροιμίας καθότι αρκετοί από τις οικογένειες, από τα επαγγέλματα, από τις υπηρεσίες και από την πολιτεία προχωρούν σε παραλείψεις των υποχρέωσων τους όπως: στην παλιά εποχή την περίοδο 1960 σε χωριό που είναι κοντά στην πόλη μας ο κ. Γιώργος Δ. ήτανε απάντρευτος και ζούσε μαζί με τους γονείς του. Η μάνα του έλεγε συνέχεια να παντρευτείς γιε μου, γιατί μεγάλωσες. Θα φτιάξω το σπίτι και μετά θα το κάνω, μάνα, της έλεγε κάθε φορά. Και όταν πήγαινε στο καφενείο οι χωριανοί του λέγανε: Γιώργη, κανένα καλό χαμπέρι; (εννοούσε την παντρειά του). Αυτός απαντούσε ότι σύντομα θα ρίξω τα θεμέλια του σπιτιού και το πολύ σε πέντε μήνες θα είναι έτοιμο και θα παντρευτώ την ίδια ώρα. Τα άλλα βράδια πήγαινε με τη σειρά σε όλα τα άλλα και έλεγε το ίδιο τροπάριο. Στο πέμπτο δεν άντεξε ο καφετζής και του λέει: Γιώργη, εσύ μοιάζεις την θεία σου την Παγώνα που πέντε μέρες κοσκίνιζε για να ζυμώσει και όλο δεν είχε ψωμί. Το ίδιο όταν δεις και εσύ σπίτι θα το δούμε και εμείς. Όμως είναι απαραίτητο να αναφέρουμε και ένα διδακτικό παράδειγμα της παλιάς εποχής από την εκπαίδευση καθότι υπάρχει σήμερα ένας μικρός αριθμός μαθητών που δεν συμβαδίζουν όπως η παροιμία τους διδάσκει για να έχουν τις επιτυχίες που επιθυμούν. Μάλλον δεν γνωρίζουν το νόημά της ή όταν αυτό δεν συμβαίνει τότε νομίζουν ότι αυτό ισχύει μόνο για το ζύμωμα του ψωμιού και όχι για τις σπουδές τους. Πρέπει να γνωρίζουν ότι το αλεύρι όταν το ζυμώσουν, «διαβάσουν» θα πάρουν το ψωμί που λέγεται πτυχίο και με αυτό θα πάρουν το επάγγελμά τους. Οι παλιοί λέγανε στα παιδιά τους: Να μάθετε γράμματα για να τρώτε συνέχεια ξεκούραστο ψωμί. Αυτή την πραγματικότητα μας την επιβεβαιώνει ένας ηλικιωμένος εκπαιδευτικός που δίδασκε στο γυμνάσιο αρρένων της πόλης μας. Είχα είπε σε ένα μαθητή που συχνά ήτανε αδιάβαστος και ακόμα στον πίνακα ανακοινώσεων έγραφε συχνά το όνομά του σε αποβολή γιατί πήγαινε στο σινεμά μόνος του ενώ έπρεπε με το σχολείο του. Άλλες φορές δεν φορούσε το καπέλο ή κυκλοφορούσε στην πόλη μετά τις 8 η ώρα ενώ απαγορευότανε. Το αποτέλεσμα ήτανε ότι έμενε στην ίδια τάξη. Την άλλη χρονιά περνούσε με τη βάση. Αυτό γινότανε μέχρι και στην Πέμπτη οπότε πια είχε βγάλει γένια και μουστάκι και από ντροπή ο πατέρας του τον πήρε από το γυμνάσιο και τον πήγε σε τέχνη μέχρι να πάει στρατιώτης. Μετά από χρόνια τον συνάντησα παντρεμένο με παιδιά και μου είπε: Κύριε καθηγητά, τώρα έβαλα μυαλό αλλά είναι αργά. Καλά μου λέγατε να κάνω ότι λέει η παροιμία αλλά εγώ τώρα το βλέπω που δύσκολα βγάζω το ψωμί στην οικογένεια μου. Τελειώνοντας όσες νέες οικογένειες σήμερα έχουν αμφιβολία για όσα αναφέρουμε για την νοικοκυριά του σπιτιού της παλιάς εποχής είναι η ευκαιρία να πάρουν την απάντηση όταν επισκεφτούν το μουσείο στο χωριό Χρωμοναστήρι: Ο Μύλος του Πρινάρη. Εκεί θα αντικρίσουν όλα τα αυτοσχέδια μέσα του αγρότη και της νοικοκυράς που παίρνανε μέρος για να φθάσει το ψωμί στο τραπέζι της οικογένειας τους και ότι από αυτά πηγάζει η διδακτική παροιμία για την οικογένεια, για τα επαγγέλματα και για την πολιτεία.