Μικρά Ασία, πατρίδα μου, ποτέ δεν σε ξεχνάω
σε κάθε βήμα που πατώ, εσένα συναντάω.
Ανάθεμά σε κατοχή, που μου άφησες σημάδια,
τα σκέφτομαι όταν κάθομαι και αγρυπνώ τα βράδια.
Ήμουνα φτωχός και έζησα και τον Θεό θα δοξάζω,
ποτέ άλλοτε εις τη ζωή, φτώχεια να μην δοκιμάζω.
Θεέ μου, που μας έπλασες, ζητάμε να μας βοηθήσεις,
όλος ο κόσμος και η οικογένειά μου, φτώχεια να μην συναντήσει.
Με αυτά τα λόγια ο ηλικιωμένος γιος του Παναγιώτη και της Γεωργίας που έχουν φύγει από τη ζωή πριν πολλά χρόνια εκφράζει τα όσα ζήσανε οι γονείς του και αργότερα τα έξι παιδιά που είχανε αποκτήσει μέσα στην προσφυγιά και μετά στον βάρβαρο γερμανικό πόλεμο.
Οι γονείς του είπε είχανε φύγει λόγω του πολέμου της Μ. Ασίας από την πατρίδα που είχανε γεννηθεί και μεγαλώσει χωρίς να προλάβουν να πάρουν τα πιο απαραίτητα μαζί τους αφήνοντας πίσω τους τα πλούσια αγαθά τους σπίτια και περιουσίες. Όλα τα κλειδώσανε μέσα, πήρανε τα κλειδιά και φύγανε με την ελπίδα ότι θα γυρίσουν πίσω για να μπουν ξανά μέσα αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ και κατοικήσανε μέσα στα άδεια σπίτια των αντιπάλων μας στο χωριό μας όταν φθάσανε. Δεν είχανε ξεχάσει μέχρι να φύγουν από τη ζωή την πατρίδα τους και σε κάθε βήμα τους τα βλέπανε όλα μπροστά τους και πιστεύανε ότι θα την ξανασυναντήσουν και θα αγκαλιάσουν όλα τα υπάρχοντά τους.
Συνέχεια λέγανε ορισμένες βαριές κατάρες για τους αίτιους που φύγανε από την πατρίδα τους και τους πήγανε σε άγνωστους τόπους και δεν ξέρανε την τύχη που θα έχουν μπροστά τους εάν δεν γυρίσουν πίσω. Η διαβίωση που είχανε τους άνοιξε αθεράπευτες πληγές στα σώματά τους χωρίς να έχουν ελπίδες ότι θα θεραπευθούν. Τις σκεπτότανε από το πρωί μέχρι το βράδυ και τα βράδια χάνανε τον ύπνο τους. Η κακή τους διατροφή κυριαρχούσε που δεν είχανε να εστιάζονται και περιμένανε ότι η ζωή τους φθάνει στο τέλος από την πείνα που είχανε.
Η ανάγκη τους υποχρέωσε να εργάζονται εντατικά μικροί και μεγάλοι στα λίγα χωράφια που τους είχε παραχωρήσει η μάνα τους η Ελλάδα για να αποκτούν τις πλέον απαραίτητες τροφές για να έχουν αντοχή για το μέλλον τους.
Μερικοί πήρανε και ζώα, πρόβατα ή κατσίκια για να έχουν και από εκεί αυτά που είχανε ανάγκη. Η εργατικότητα που είχανε ήτανε η αιτία να προχωρούν προς το καλύτερο και τους βοηθούσε να φύγουν από την φτώχεια που τους βασάνιζε αρκετά χρόνια. Στην συνέχεια ελπίζανε ότι θα κερδίσουν να παραμείνουν στη ζωή αλλά χωρίς να φεύγει από τη σκέψη τους ότι δεν θα γυρίσουν πίσω στη Μ. Ασία στα σπίτια τους που τους περιμένανε κλειστά τόσο καιρό με τα κλειδιά πάντα στην τσέπη τους. Πιστεύανε ότι ο Θεός θα τους βοηθούσε και δεν θα τους αφήσει να χαθούν. Ακουγότανε από τους γονείς να λένε όταν γυρίζανε στο σπίτι τους: «Δόξα σοι ο Θεός» και το επαναλαμβάνανε συνέχεια μέχρι να κοιμηθούν. Επίσης όλοι καταφεύγανε και στην εκκλησία του χωριού τους και κάνανε παρακάλια προς το Θεό που τους είχε φέρει στη ζωή να τους σώσει. Φωνάζανε δυνατά για να τους ακούσει και σύντομα να καλυτερεύσει τη ζωή τους. Οι γονείς λέγανε στα παιδιά τους την ευχή τους: «Ποτέ να μην γνωρίσουν στη ζωή τους τη φτώχεια και την πείνα τη δική τους».
Δυστυχώς πάλι για όλους εκεί που άρχισε να φέγγει το μέλλον τους γυρίσανε ξαφνικά στο σκοτάδι μετά την απρόοπτη εμφάνιση του γερμανικού πολέμου. Αμέσως εγκαταλείψανε τα σπίτια τους και τις εργασίες που εκτελούσανε και βρεθήκανε με τα παιδιά τους μέσα στις σπηλιές για να προστατευθούν από τις βόμβες που πέφτανε η μία πίσω από την άλλη χωρίς να έχουν πάρει μαζί τους σχεδόν τίποτα. Αυτή τη φορά είχανε πάρει την απόφαση ότι έχει φθάσει το τέλος της ζωής τους.
Το πρωί της επόμενης ημέρας τα παιδιά τους ζητούσανε φαγητό να φάνε αλλά δεν είχανε να τους δώσουν και κλαίγανε από την πείνα τους. Ευτυχώς εκεί κοντά υπήρχε μια μάνδρα προβάτων ενός χωριανού τους και καταφύγανε να πάρουν γάλα για όλους. Επίσης σε κοντινή απόσταση υπήρχανε διάφορα ήμερα και άγρια δέντρα και τρώγανε τους καρπούς τους αφού δεν είχανε τρόφιμα κοντά τους. Αυτό κράτησε σχεδόν μια εβδομάδα και μετά αφού δεν υπήρχε κίνδυνος γυρίσανε στα σπίτια τους και συνεχίσανε να εργάζονται στις αγροτικές και κτηνοτροφικές τους εργασίες και πάντα με τον φόβο για τυχόν δυσάρεστων καταστάσεων για τη ζωή τους. Όλα τα παραπάνω μας τα είπε ο γιος του Παναγιώτη Γιώργος που ήτανε τότε παιδί και είχε διαβιώσει όλες αυτές τις καταστάσεις και είχε γνωρίσει από κοντά την πείνα της κατοχής.
Όμως έχουμε και άλλον ένα ηλικιωμένο από το ίδιο χωριό που είχε τον χρόνο και την καλή του διάθεση να μας ενημερώσει και για τα δικά του βιώματα που είναι παρόμοια με τα προηγούμενα και μας είπε: «Την κατοχή όταν τελείωσα το Δημοτικό σχολείο οι γονείς μου θέλανε να μάθω γράμματα για να φύγω από το χωριό γιατί βλέπανε ότι με την γεωργία και την κτηνοτροφία δεν θα μπορούσα να σταδιοδρομήσω όταν θα μεγαλώσω. Έτσι πήγε ο πατέρας μου στη χώρα και νοίκιασε ένα δωμάτιο σε παλιό σπίτι στο Μακρύ Στενό και πήγα στο Γυμνάσιο. Ακόμα θυμάμαι το στερημένο φαγητό που είχα τα μπαλωμένα ρούχα και παπούτσια που φορούσα. Το ίδιο θυμάμαι που κάθε Δευτέρα και Σάββατο ανεβοκατέβαινα με τα πόδια στο Ρέθυμνο. Επίσης μια πληγή μου έμεινε από το γυμνάσιο όταν σε ένα διάλυμα μαζί με ένα συμμαθητή μου καθίσαμε στη σκάλα του σχολείου και βλέπαμε όλα τα παιδιά να τρώνε κουλούρια και εμείς δεν είχαμε λεφτά να αγοράσουμε.
Επίσης όταν φύγανε οι Γερμανοί, ένα βράδυ στο σπίτι μας η μάνα μου δεν είχε φαγητό να μας βάλει να φάμε. Εμείς της είπαμε ότι πεινούμε και μας είπε ότι δεν έχω τίποτα και να πάτε να κοιμηθείτε. Όμως αυτή μας λυπήθηκε και πήγε στου θείου μου το σπίτι και ζήτησε αλεύρι. Μόλις ήρθε την πρόσεξα που το έβαλε μέσα σε μια φαγιάντσα και με νερό το ζύμωσε. Μετά το έκανε τηγανίτες και τις έβαλε επάνω τους πετιμέζι. Σε λίγο ακούσαμε τη φωνή της μάνας μου να μας λέει: «Παιδιά, ελάτε να φάτε, σας έφτιαξα φαγητό».
Τελειώνοντας έχουμε την υποχρέωση να προσθέσουμε ότι τα βιώματα που ζήσανε και στις δυο κατοχές οι δυο ηλικιωμένοι όταν ήτανε παιδιά πιστοποιούν τη διαβίωση όλων οπότε μόνο αυτοί γνωρίζουν τι είναι φτώχεια.
Γι’ αυτό όλοι εμείς σήμερα οφείλουμε να σεβαστούμε αυτόν τον αγώνα που δώσανε για τη ζωή μας οι πρόγονοί μας και πρέπει να τους μνημονεύουμε συχνά ο καθένας χωριστά τους δικούς του εις την εκκλησία του τόπου που κατοικούσανε.