Η συνειρμική γραφή ίσως να αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της κατά Ναμπόκοφ αισθητικής απόλαυσης ως απάντηση στο ερώτημα γιατί γράφει κανείς. Τι είναι όμως εκείνο που μετατρέπει τη συνειρμική γραφή από ένα προσωπικό κείμενο σε λογοτεχνική γραφή;
Με το Όπως ποτέ ο Μισέλ Φάις ολοκληρώνει μια άτυπη τριλογία, που άρχισε με το μυθιστόρημα Από το πουθενά και συνεχίστηκε με τη νουβέλα Lady Cortisol. Σε κάθε μέρος της τριλογίας αυτής ο συγγραφέας επιμένει να απεκδύεται ολοένα και περισσότερο ό,τι σηματοδοτεί, ό,τι θα μπορούσε να σηματοδοτήσει για τον αναγνώστη ένα μονοπάτι εισόδου στο περιβάλλον όπου πραγματοποιούνται οι διάλογοι των χαρακτήρων. Και αν στο Από το πουθενά υπήρχε το δωμάτιο του ψυχαναλυτή, και επομένως η σχέση ψυχαναλυτή-ψυχαναλυόμενου, στα επόμενα δύο μέρη μόνο συνειρμικές υποθέσεις μπορεί να κάνει ο αναγνώστης. Η συνειρμική γραφή, για να γυρίσω στο αρχικό ερώτημα, χρειάζεται ένα καλούπι για να περιχυθεί, να πάρει σχήμα και μορφή, ένα καλούπι από συγγραφικές αποφάσεις και συμβάσεις, ο συγγραφέας -στην προκειμένη περίπτωση- πρέπει να ξέρει τις απαντήσεις στα ερωτήματα: ποιοι μιλάνε; πού βρίσκονται; Και οι απαντήσεις αυτές δεν είναι μονολεκτικές αλλά λεπτομερείς. Αφού δημιουργηθεί το καλούπι, και ο συγγραφέας γνωρίζει, τότε το έδαφος μοιάζει γόνιμο, τότε είναι η στιγμή του συνειρμού, τότε είναι η στιγμή του αφήματος. Εδώ ο Φάις κάνει ακόμα κάτι, σπάει το καλούπι αυτό, αφαιρεί προσεκτικά κάθε στρώση του, αφήνει τις λέξεις των χαρακτήρων του μόνες σε ένα κενό. Εδώ -ειδικά στο Όπως ποτέ- ένα κείμενο που διαθέτει έντονη θεατρικότητα, εξαιτίας των συνεχών ερωτήσεων και απαντήσεων, του συνεχούς ενώπιος ενωπίω των χαρακτήρων, αποδεικνύεται τελικά τόσο αντιθεατρικό όταν φτάνει η στιγμή της θεατρικοποίησής του, όταν φτάνει η στιγμή να ανεβούν οι χαρακτήρες στη σκηνή, γιατί ακόμα και αν διαγράφονται μόνο οι σκιές τους ή αν ακούγονται μόνο οι φωνές τους, τότε ακόμα και αυτά τα ελάχιστα θα μαρτυρούν τόσα πολλά για εκείνους, περισσότερα απ’ όσα ο συγγραφέας θέλησε.
Μέσα της πώς είναι; Σαν να μπαίνεις σε λούνα παρκ.
Μέσα της πώς είναι; Σαν να κυκλοφορείς σε χαμαιτυπείο, σε καταγώγιο, σε άτυπο πορνείο.
Μέσα της πώς είναι; Σαν να γέρνει το δωμάτιο.
Μέσα της πώς είναι; Σαν να κλαίει μια γυναίκα.
Μέσα της πώς είναι; Σαν να παραχωρείς τη θέση σου σε κάποιον άλλον.
Τελειώνοντας την ανάγνωση του Όπως ποτέ ένιωσα την επιθυμία να δω ξανά το La maman et la putain, δεκαπέντε χρόνια μετά. Και για έναν εμμονικό με την καταγραφή των νημάτων η εκδήλωση μιας τέτοιας επιθυμίας αποτελεί την αρχή της αναζήτησης στα υπόγεια της συνείδησης. Θυμάμαι την ημέρα εκείνη. Ο Άνχελ ήταν κάθετος, έπρεπε να πάω μαζί του στην προβολή αυτή, ήταν ίσως η μοναδική ευκαιρία να δω στη μεγάλη οθόνη την ταινία αυτή. Εγώ δεν είχα όρεξη. Πήγα ακριβώς επειδή δεν είχα όρεξη να αντιπαρατεθώ μαζί του. Μετά την προβολή συνέχιζα να μην έχω όρεξη αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Δεν του είπα ποτέ κάτι για την επιμονή του. Δεν βρήκα τις κατάλληλες λέξεις. Πάει καιρός πια που δεν μιλάμε.
Όχι, δεν θυμάται.
Ελάχιστα μπορεί να πει γι’ αυτήν.
Του λέει, δεν χάνεσαι ποτέ τυχαία, δεν υπάρχει τυχαίος αποπροσανατολισμός, αφού, όταν χάνεσαι, κάτι βρίσκεις.
Θα μπορούσε να την έχει γνωρίσει καθισμένη στο καπό ενός αυτοκινήτου.
Κάποια στιγμή κλείνει τα μάτια, ψαύει το πρόσωπό του και του λέει, δεν είσαι αυτό που λες, που δείχνεις ότι είσαι, αυτό που υποστηρίζεις, που διατυμπανίζεις, αυτό που μια ζωή παριστάνεις και βαυκαλίζεσαι ότι είσαι, αλλά και σαρκάζεις, υπονομεύεις ή αποσιωπάς.
Ας κρατήσουμε τον ρασιοναλισμό και την παντογνωσία μακριά από τη συγκίνηση. Δεν ξέρω γιατί το βιβλίο αυτό -λίγο περισσότερο από τα άλλα δύο- με συγκίνησε τόσο πολύ σε κάποια σημεία του, όσες φορές και αν τα διάβασα, ξανά και ξανά, απάντηση δεν βρήκα. Και αυτό είναι ένα σπουδαίο συναίσθημα. Να αγνοείς το μηχανισμό ενεργοποίησης, να μη στενάζεις κάτω από μια καθοδήγηση, να μη γίνεσαι θύμα συναισθηματικού εκβιασμού, να μην ξέρεις, για να το πω έτσι, από πού θα σου έρθει. Και τότε, απροετοίμαστος, παραδίνεσαι. Ίσως αυτό να είναι το στοίχημα-επιδίωξη του Φάις, η απόλυτη κυριαρχία του λόγου σε αυτό το ανοίκειο για τον αναγνώστη περιβάλλον, η επίδραση αυτής της κυριαρχίας στον αναγνώστη στην κατ’ εξοχήν εποχή των εικόνων, η αντίδραση στην ανάγνωση ενός κειμένου με τα μάτια σκεπασμένα, μια εμπειρία πρωτίστως ακουστική.
Δεν είναι όμως μόνο η εποχή των εικόνων, είναι και η εποχή αυτή κατά την οποία συμβαίνει το εξής -εν πρώτοις- παράδοξο, να υπάρχει τόση υπερέκθεση εαυτού -φωτογραφίες, σκέψεις, κοινοποιήσεις παρουσίας, απόψεις επί παντός επιστητού- και ταυτόχρονα τόσο μεγάλο μάγκωμα στη διαπροσωπική επικοινωνία, ίδιον μάλλον της ψηφιακής εγγύτητας κατά την οποία όλοι μοιάζουμε με διαχειριστές της δημόσιας εικόνας μας σε ένα διαρκώς διαθέσιμο πεντάλεπτο δημοσιότητας, και πρέπει να είμαστε τέλειοι και υπέροχοι, ακόμα και στους φόβους ή στις αποτυχίες μας. Συνειδητά αφήνεται κανείς πλήρως, ή, για να είμαστε δίκαιοι, επιθυμεί να αφεθεί κανείς πλήρως μονάχα απέναντι στον εραστή και στον ψυχολόγο του, αυτό μοιάζει να μας λέει ο Φάις, τον πρώτο καιρό με τον εραστή, λίγο περισσότερο με τον ψυχολόγο, με τον εαυτό μας λιγότερο ή καθόλου, σπάνια κάνουμε άλλωστε τις κατάλληλες ερωτήσεις, ενώ πάντα μπορούμε να μεταθέσουμε τις απαντήσεις για μια άλλη στιγμή.