Ολοκληρώνουµε το εορταστικό δωδεκαήµερο τση φετινής χρονιάς. Οι φυσικοί νόµοι δεν επιτρέψανε ως τα εδά να ντυθεί και να στολιστεί το φυσικό περιβάλλον µε τα χειµωνιάτικα ντου, µ’ αποτέλεσµα να µην αστραφταλίζουνε παιχνιδιάρικα στσα ακτίνες του ήλιου, οι χιονισµένες κορφές στα Λευκά Όρη. Και το φυτικό και ζωικό βασίλειο να περιµένει µε αγωνία, να το ξεδιψάσει κάποια ευλογηµένη βροχούλα.
Από µέρες εδά έχουνε αρχινίξει και στολίζονται τα σπίτια, οι στράτες και οι δηµόσιοι χώροι µε φανταχτερά και πολύχρωµα στολίδια και άπειρα λαµπιόνια ν’ αναβοσβήνουνε παιχνιδιάρικα και επίµονα. Λες και θέλουνε να ζωντανέψουν την αισιοδοξία και να ζεστάνουνε τσοι κατάκρυες ψυχές των αθρώπω τσ’ εποχής. Στα νοικοκυριά τα πράγµατα είναι ήσυχα. Γιατί πολλές ασχολίες τω περασµένω χρόνω, τσοι κατάργησε ο τεχνικός πολιτισµός. Κι έτσά δε χρειάζονται να σωριάζουνε νοικοκύροι τσοι τωρινούς καιρούς στσ’ αυλές των ξύλα φουντερά για τσοι φούρνους και κουτσουράκια για τη καµινάδα, µα και για να κάνουνε κάρβουνα για το µαγκάλι. Όσο δα για τα σούρτα φέρτα τω γυναικών, τω περασµένω χρόνω. Για τη ζαχαροπλαστική τω Χριστουγέννω δε γροικούνται χαβάνια να κοπανίζουνε µπαχαρικά µούδε ξυλίκια ν’ ανοίγουνε φύλλα. Γιατί οι σύγχρονες νοικοκεράδες «δε θα κάτσουνε να σκάσουνε» και να κάνουνε άνω κάτω τα σπίτια ντωνε. Παρά θ’ αγοράσουνε τσοι κουραµπιέδες, τα µελοµακάρουνα και τα ξεροτήγανα. Και οι γι ίδιες θα κάθονται µε σταυρωµένα τα χέρια, να θωρούνε τα θεάµατα απού προσφέρουνε τα κανάλια και να γούζιουνται για το ακριβό καλάθι τση νοικοκυράς και την ακρίβεια απού εξανεµίζει τσ’ οικονοµίες τωνε. Κι ούτε γνοιάζονται πως τούτεσας οι γι εµπειρίες από τη χριστουγεννιάτικη ζαχαροπλαστική, ήτανε µια φορά κι έναν καιρό στα παιδικά µάθια.
Οι πλια γλυκιές αναµνήσεις απού φυτεύουντανε στα υποσυνείδητα ντωνε. Κι ύστερα πού να τα καταναλώσουνε τουτανά τα γλυκίσµατα, απού τούτουσες τσοι πολιτισµένους χρόνους τα σπίθια των αθρώπω είναι αφιλόξενα κι οι πόρτες τωνε κλειδαµπαρωµένες. Και µε τούτηνα την απραξία αδιάφοροι προχωρούµε για τσοι Μεγάλες εορτές τση χρισιανοσύνης τσοι χρονιάρες µέρες κι οικογενειακές γιορτές, όπως τσοι λέγανε µια φορά κι ένα καιρό. Και τα µόνα απού διαφέρουνε από τον άλλο καιρό είναι τα φωτάκια απού αναβοσβήνουνε κι η γι ευχή απού γροικάτε στσ’ εµπορικές συναλλαγές και γενικά τσ’ αθρώπινες συναναστροφές είναι τα «καλά Χριστούγεννα». Πολλές φορές όµως η γι ευχή τούτηνα µου φαίνεται πως αφορά το «τι φάγωµεν και τι πίωµεν». Γιατί τα ρεβεγιόν προηγούνται τω Χριστουγέννω και την ώρα απού ψάλλεται το «Χριστός γεννάται ∆οξάσατε!» οι πολλοί απολαβάνουνε τα ξενόγλωσσα εδέσµατα απού προσφέρονται και υπό τους ήχους κάποιας µουσικής ευφραίνονται κι εύχονται κι αντεύχονται χρόνια πολλά!
Γι’ αυτό και τούτηνε τη βολά θα λοξοδροµήσω από τσ’ εισαγώµενες συνήθειες τω πολιτισµένω χρόνω τούτωνε. Για να ξαναβρεθώ µε τη συµπαράσταση τση θύµησης µου και τη πληθώρα των αναµνήσεων µου, στο «παλιό καλό καιρό» απού ΄µαστε αφεντικά στο τόπο µας, κι είχαµε ήθη και έθιµα απού τα σεβουµάστανε και τη ζωή και τσοι συµπεριφορές των αθρώπω την εκουµάνταρε η πάνσοφη και δοκιµασµένη παράδοση.
Γι’ αυτό και φτάναµε στα Χριστούγεννα µε γεµάτα τα ντολάπια ντων µε ξετρουλιαστές πιατέλες από τα χριστουγεννιάτικα γλυκίσµατα, από τα ολόχρυσα χέρια τω νοικοκεράδω. Κι ανήµερα τση Μεγάλης Εορτής µε τσοι σείστρες τση καµπάνας απού εγροικούντανε αξηµέρωτα. Εξεσηκωνούνυανε συγκούρµουλες οι γι οικογένειες κι εγεµίζανε την εκκλησία. Κι εκειά ούλοι µαζί απολαβάνανε µε σεβασµό την κατανυκτική Θεία µυσταγωγία και τσοι θεόπνευστους χριστουγεννιάτικους ύµνους.
Κι ύστερα δα, απολούτουργα ήρχουντανε η σειρά και τσ’ οικογενειακής γιορτής. Σε τούτεσας τσ’ ευλοηµένες οικογενειακές εορτές ήτανε πάντα παρόντες ούλοι, τούτεσας τσ’ ώρες, γιατί τανε εκειά ωσεί παρώ κι οι ξενιτεµένοι, ως κι οι γι αποθαµένοι γιατί τσοι µακαρίζανε. Κι οι µεγάλες αρχόντισσες οι χρυσοχέρες νοικοκεράδες ροδοκόκκινες και πεσίχαρες να δίνουνε το παρόν µε τσοι φαγιάτζες µε τη πεντανόστιµη µαγειρίτσα και την αχνιστή σούπα να σερβίρουνε.
Κι ούλα µαζί µε τσοι ιδιαίτερα χαρούµενες και χαµογελαστές όψεις απολαβάνανε τα χριστουγεννιάτικα φαγητά µε ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Κι ύστερα, ιδιαίτερα σ’ όσες οικογένειες είχανε εορταζόµενους, αποµένανε οι πόρτες τωνε ανοιχτές να µπαινοβγαίνουνε οι φίλοι κι οι γι εδικοί για τα χρόνια πολλά. Γιατί οι Μανάδες κείνουνα του καιρού δεν εφείδουντανε ούτε κόπου ούτε χρόνου για ναχουνε τα κοπέλια ντωνε κονταντωνε γι’ αυτό και δε τα µπέµπανε στα µπαράκια ν’ ανοίγουνε φιάλες στσ’ εορτές τωνε. Παρά αντιθέτως σαν ετραγουδιούσανε τα παιδιά εχαιρούντανε οι µανάδες.
Κατάκαλες κι ευλοηµένες κι οι γι υπόλοιπες εορτές. Και χαρούµενη, ειρηνική και τρισευλοηµένη καινούργια χρόνια.
Θέε µου βλέπε µας το νου µας και καθοδήγα µας για τη καλή ντου χρήση.
Χρόνια πολλά αναγνώστριες κι αναγνώστες µου κι αναζήτηχτοι.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Γροικούνται = Ακούγονται
Χαβάνι = Γουδί
Γούζιουνται = Μεµψιµοιρούνε
Συγκούρµουλοι = Όλοι µαζί
Φαγιάτζα = Σουπιέρα
Πεσίχαρες = Πρόθυµες,
µε χαρούµενη όψη
Βόλα = Φορά
Αναστορούµαι = Θυµούµαι