Ο Βαγγέλης Κακατσάκης με το τέταρτο ποιητικό του βιβλίο «Όπως το ψωμί» ξύπνησε μνήμες για τη μάνα μας ή τη γιαγιά μας, την εποχή εκείνη που στα σπίτια μας, σ’ όλα τα χωριά, μοιραζόμαστε το ζεστό-καυτό ψωμί.
Τις δεκαετίες σαράντα-πενήντα και πενήντα-εξήντα εμείς με τον τρόπο μας βοηθούσαμε τη Μάνα μας, είτε συμπαίνοντας τον φούρνο, είτε φέρνοντας τον «συντρίφτη», τα «πάνιστρα», το «φουρνόφτυαρο» κι ό,τι άλλο χρειαζόταν για να ολοκληρωθεί το «πύρωμα» του φούρνου. Φέρναμε τα πριναρένια ξύλα από τον «οπίσω λαγκό» που κόβαμε, κρυφά από τους αφεντικούς, γιατί κι εκείνοι τα ήθελαν για δική τους χρήση. Θυμάμαι χήρες γυναίκες που κουβαλούσαν με την πλάτη τους τα δέματα, με πρινάρια, ασπαλάθους, κατσοπρίνια, θύμους και αστιβίδες, για να ψήσουν το ψωμί, να μεγαλώσουν τα πολλά κοπέλια τους. Θυμούμαι τον μεγάλο φούρνο στη μικρή κουζίνα μας, πίσω από την παραστιά, που τον εξαφάνισε η «πολυτέλεια», την ξύλινη μεγάλη σκάφη, που τη φυλάω ακόμα, που η Μάνα μας ή οι μεγάλες αδελφές ζύμωναν και έπλαθαν με τα στιβαρά χέρια τους «το ψωμί». Θυμάμαι και την «ψωμοσανίδα», η οποία και αυτή εξαφανίστηκε. Στης γιαγιάς μου το σπίτι όμως είναι ανέπαφη, με όλα τα σύνεργα (φτυάρι, τρίφτης, πάνιστρα), μπροστά στον φούρνο με την καμινάδα του.
Στα μεγάλα νοικοκυριά το κασόνι ήταν γεμάτο με το στάρι, γιατί δεν έμενε χωράφι αζευγάριστο και άσπαρτο. Κάνανε μεγάλες θημωνιές από στάρι-κριθάρι για αλεύρι, από ταή για τα ζώα και από όσπρια για το μαγείρεμα.
Δούλευε τότε ο νερόμυλος «του Φράγκο στους Αρμένους», όπου πήγαιναν όλοι οι απανωμερίτες το «άλεσμά τους». Υπάρχουν πολλές ιστορίες για τους Μυλωνάδες. Αργότερα εμείς πηγαίναμε το άλεσμα στου Μπαμπαλή το Χάνι, στου «Βγενή» το μηχανοκίνητο εργοστάσιο, για να αλέσομε, να κάνομε το αλεύρι να ζυμώσει η Μάνα μας.
Ήταν πολλά τα «μιγόμια» (μισά τσουβάλια) και γράφαμε τα ονόματα για να μην τα μπερδέψει ο μυλωνάς, το Μανιώ.
Τι να πω για το νόστιμο, μυρωδάτο «εφτάζυμο», που έφτιαχναν τον Δεκαπενταύγουστο σε όλα τα χωριά.
«Έλα, συμπέθερε να φας εφτάζυμο, για δεν κατέω ανέ ξαναφάς», μου είχε πει η συμπεθέρα μου η Παπαδιά. Και πράγματι δεν ξανάφαγα τέτοιο νόστιμο εφτάζυμο, γιατί πέθανε την επόμενη χρονιά το 1990. Το εφτάζυμο που φτιάχνουν τώρα δεν έχει καμία σχέση με εκείνο της συμπεθέρας μου.
Παρασύρθηκα όμως και έκανα το γραφτό μου χρονογράφημα!!!
Έχω μπροστά μου το νέο βιβλίο του συναδέλφου και φίλου Βαγγέλη «Όπως το ψωμί» με τα πενήντα πέντε εμπνευσμένα, εύστοχα ποιήματά του.
Έχω μπροστά μου και τις περισσότερες παρουσιάσεις του βιβλίου στα Χανιώτικα Νέα από εκλεκτούς και ειδικούς της γραφής. Τα έχουν γράψει όλα.
Λίγες επισημάνσεις θέλω να καταθέσω κι εγώ γι’ αυτό το ποιητικό έργο, το οποίο πράγματι έκανε μεγάλο «ντόρο» στα Χανιά και όχι μόνο το 2018.
Ο φίλος και συνάδελφος Βαγγέλης Κακατσάκης με τον δικό του τρόπο, τη δική του συμπεριφορά, πάντα «εν εγρηγόρσει», κινεί το σώμα (πόδια και χέρια) και το μυαλό. Από το Νίππος, εντός και εκτός Αποκόρωνα, βρίσκεται άλλοτε στο πάλαι ποτέ Γυμνάσιο Βάμου, άλλοτε στο Ίδρυμα Αγία Σοφία και στο Ινστιτούτο Επαρχιακού Τύπου, συνεργάτης του Ιδρύματος «Ελευθέριος Βενιζέλος», στα σχολειά απ’ όπου πέρασε, από τα μετερίζια στα οποία αγωνίστηκε και αγωνίζεται για μια καλύτερη κοινωνία. Έχει γίνει «καντουνάδα» των Χανιώτικων Νέων. Προβληματίζει, συγκινεί, μορφώνει με το «μολυβάκι του».
Ασχολείται με θέματα παιδείας, παράδοσης, πολιτισμού και όχι μόνο και με τη δική του «κακατσάκειο» γραφή και γλώσσα έχει αποκτήσει πολλούς μαθητές.
Τα ποιήματά του τα περισσότερα έχουν προβληθεί και σχολιαστεί.
Εγώ θα μείνω μόνο σε δύο:
Το ποίημα «Της καρδιάς», σελ. 67
Καμπάνα κάνω την καρδιά και λέω της να παίξει,
ελπιδοφόρο μήνυμα σ’ όλη τη γη να μπέψει.
Φωτιά την κάνω την καρδιά και λέω της ν’ ανάψει,
όπου υπάρχει σκοτεινιά για να σκορπίσει λάμψη.
Βρύση την κάνω την καρδιά και λέω της να τρέξει,
μ’ ανθόνερο της ανθρωπιάς τη γη να καταβρέξει.
Ρόδο την κάνω την καρδιά, λέω της να μυρίσει,
την ευωδιά της άνοιξης σε όλους να χαρίσει.
Χέρι την κάνω την καρδιά και λέω της να δώσει,
όρκο τιμής στον ουρανό πως δε θα με προδώσει.
Καμπάνα, φωτιά, βρύση, ρόδο, χέρι την κάνει την καρδιά ο Βαγγέλης και τη μοιράζει «Όπως το ψωμί».
«Βρύση την κάνω την καρδιά και λέω της να τρέξει
Και μ’ ανθόνερο της ανθρωπιάς τη γη να καταβρέξει».
Ο ποιητής έχει πολλή ανθρωπιά και τη μοιράζει «Όπως το ψωμί».
Στο ποίημα «Δόξα τω Θεώ», σελ. 58
Όταν με απειλεί το χειρότερο, Κύριε,
νιώθω το χέρι σου να με προστατεύει
και να κατευθύνει τα διαβήματά μου.
Ξέρεις, Εσύ, μέχρι πού φτάνουν οι αντοχές μου,
το βάρος του Σταυρού που μπορώ να σηκώνω.
Περαστικά σύννεφα
οι όποιες κακές σκέψεις· σαν καπνός
διαλύονται στον ήλιο του ελέους Σου.
Και τα καλά δεχούμενα
και τα κακά δεχούμενα.
«Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Έχει ανεπτυγμένο το θρησκευτικό συναίσθημα στον υπέρτατο βαθμό ο ποιητής. Σηκώνει το βάρος του Σταυρού του, όπως ο Σίμωνας Κυρηναίος, μέχρι που φτάνουν οι αντοχές του και δοξάζει τον Θεό για να μας πει στο τέλος:
Και τα καλά δεχούμενα
και τα κακά δεχούμενα
«Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Η φίλη και συνάδελφος Αγγελική Μάλμου, πρώην Σχολική Σύμβουλος Προσχολικής Αγωγής, συγγραφέας και ζωγράφος, πολύ εύστοχα και πειστικά έκανε την εικονογράφηση του βιβλίου με τις σχετικές εικόνες, που απολαύσαμε στην παρουσίαση στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων το Σάββατο 5 Μαΐου 2018 με την τεχνική υποστήριξη της Χριστίνας Τζομπανάκη, νηπιαγωγού και του συναδέλφου Μιχάλη Μουντάκη.
Να είσαι πάντα καλά, ακμαίος και δυνατός.
Να σε βλέπει η Βαγγελίστρα του Φρε, τη χάρη της οποίας το όνομα φέρεις, για να συνεχίζεις την προσφορά σου στην κοινωνία, γιατί η σημερινή κοινωνία πολύ τη χρειάζεται.