Ο ποιητής Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης με την ποιητική συλλογή, “Οπως το ψωμί”, καθώς και με τις προηγούμενες, δείχνει πως δεν παραιτήθηκε ποτέ από την Ομορφιά.
Aνήσυχος ταξιδιώτης των εσωτερικών του τοπίων και έμπλεος εμπνεύσεων σε μια δημιουργική αμφισημία δράσης και αφοσίωσης έκανε τη δεύτερη απαραίτητο σημείο στίξης και ευγενικό παραπλήρωμα των συναισθηματικών του αναζητήσεων. Με την οξυδερκή του πένα ανατέμνει τις κοινωνικές αντιξοότητες και παράλληλα μοιράζει πάσες στη ζωή.
Η έμφυτη περιέργεια για το κάθε τι, η ελευθερία, η εγρήγορση του πνεύματος, οι δημιουργικές ανησυχίες, η επιστημονική επάρκεια, η γλωσσική καλλιέπεια και οι υψωμένες κεραίες στους καθημερινούς κοινωνικούς κραδασμούς τού έχουν εκχωρήσει το δικαίωμα να υπηρετεί παράλληλα με την τέχνη της ζωής, την ύψιστη των τεχνών, την ποίηση. Η τέχνη της ποίησης δεν διδάσκεται· κερδίζεται πόντο, πόντο με εσωτερικό αγώνα και με την καλλιέργεια νου και ψυχής.
Είναι (ο ποιητής) «ο αίρων την οδύνη του σύμπαντος κόσμου» με την «κραυγή της σιωπής του».
Ο ποιητής με τους στίχους του (όπως και ο Μουνκ με το γνωστό ζωγραφικό του πίνακα) εκφράζει την κραυγή της ανθρωπότητας για τις πιο παραμελημένες αξίες της αγάπης, της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης. Για τους παρίες του κόσμου, τους ανέστιους, τα προσφυγόπουλα, τους κατατρεγμένους και τους αδικημένους. Δεν παραλείπει ακόμη να στηλιτεύσει την υποκρισία «στους σημερινούς γραμματείς και φαρισαίους / που μιλούν για Ανάσταση / προσπερνώντας τη Σταύρωση».
Με ευφυείς ελιγμούς και άλλα ποιητικά τεχνάσματα υπαινίσσεται όσα η γλώσσα αρνείται να ομολογήσει. Το θεωρεί ένα «σύνηθες παιγνίδι» μέσω «ρητορικών ερωτήσεων» να εκθέτει αυτούς που τραυματίζουν την προσωπική άποψη και την ελευθερία του ατόμου. Τα «παιγνίδια με τις λέξεις» σε παράλληλη αρμονική συχνή αντιστροφή των στίχων, χαρίζουν μια εμφατική, αισθητική λειτουργία στα ποιήματα.
Βέβαια υπάρχουν και «λέξεις που δεν ακούστηκαν / μέσα στη βουή του πλήθους», καθώς, όπως βεβαιώνει και ο αλεξανδρινός «η μυστική βοή / τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων… / ενώ εις την οδόν έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί».
Στην ποίηση συνήθως συναιρούνται τα μεγάλα ζητήματα της ανθρωπότητας. Αυτά της αγάπης, του θανάτου, του έρωτα, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας.
«Τι είναι αλήθεια η ζωή χωρίς αγάπη;» διαλαλεί ο Τσέχωφ.
Ο ποιητής μας παίρνει τη σκυτάλη. «Αγαπώ!» «Σε πρώτο ενικό / κρίνονται όλα» και για άρση κάθε αμφιβολίας συμπληρώνει «δίχως τέλος η σπονδή μου / στη σπουδή της αγάπης». Επειδή όμως η ποίηση είναι μια αγάπη ψιθυριστή, ένα πάθος μεταλλαγμένο σε στίχους, φαίνεται να ζει δίψα ζωής και γεύση θανάτου.
«Ωραίος τόπος τα μάτια σου / για το “ενθάδε κείται”».
Σε πολλά από τα ποιήματα ο Β. Καρακατσάκης αποπειράται να φέρει σ’ επαφή τον άνθρωπο με ό,τι παραμένει άφατο, το θρησκευτικό στοιχείο. Είναι διακριτή, η επιθυμία να βοηθηθεί ν’ ανεβάσει το ποιητικό του καλάθι στα προσωπικά του Μετέωρα.
Κάποτε, κάποτε πάλι, τεντώνει τις χορδές της ευαισθησίας του «για να ξαναπετάξει / το πληγωμένο περιστέρι».
Παραφράζοντας τον Ναζίμ Χικμέτ συμφωνούμε πως το ωραιότερο ταξίδι είναι αυτό που δεν έχουμε κάνει και το καλύτερο βιβλίο αυτό που δεν έχουμε γράψει. Ως εκ τούτου κατανοούμε τη δημόσια ομολογία του πως «το καλύτερο ποίημα / δεν το έχω γράψει» αν και «Ιθάκη μου η ποίηση». Εμείς όμως, ως αναγνώστες μπορούμε να βεβαιώσουμε πως με την τέχνη του ψαύει τα όρια της τέλειας ποίησης και δίκαια μοιράζει τα ποιήματά του «Όπως το ψωμί», σαν αντίδωρο στους αναγνώστες που θα θελήσουν να μεταλάβουν της ποίησής του.
Είναι προφανής η προβολή των ανθρωπιστικών ιδεωδών του ποιητή στους στίχους του, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα παλίμψηστο της ανθρώπινης ιστορίας με τις φάσεις και τις αντιφάσεις της. Κάθε ποίημα είναι ένα πετραδάκι στη λίμνη της μακαριότητάς μας και μια προτροπή, μια ικεσία για το ορθό. Στα 54 ποιήματα της συλλογής αποδελτιώνει και καταγράφει τις ανθρώπινες αξίες και αδυναμίες. Δεν δυσκολεύεται να φωτίσει την ηθική πολυπλοκότητα των πραγμάτων και ν’ ανοίξει μπροστά μας τη μεγάλη εικόνα του ανθρώπου· αυτός μένει, να θίγει τις δικές του «λεπτομέρειες».
Ο ποιητής ζει εν επιγνώσει, του τελεσιδίκου, του άφευκτου τέλους. Γνωρίζει όπως κάθε θνητός πως η ζωή δεν είναι παρά μια διαρκής πρόβα για την εγκατάλειψή της, και το κακό με τον θάνατο, όπως θα έλεγε και ο Μαρκές, είναι πως αποτελεί την τελική πράξη που κρατά για πάντα. «Δεύτερη ζωή δεν έχει» υποτονθορύζει ο Οδ. Ελύτης, ο δε Μ. Αναγνωστάκης παράλληλα «καλοπιάνει το χώμα που θα τον δεχτεί».
Όλοι ξέρουμε, με βεβαιότητα πως η ζωή δεν είναι άπειρη. Όσο είμαστε νέοι δεν σκεφτόμαστε το θάνατο. Το υποθέτουμε σαν κάτι μακρινό και απροσδιόριστο που αφορά τους άλλους. Τώρα όμως που ο ποιητής μας γρικά τα πέταλα του μουλαριού, γρικά το χάρο να ζυγώνει, επιστρέφει στο κυπαρίσσι του «… για να προετοιμάζω / την αναχώρησή μου / επιστρέφω στον ίσκιο του».
Σε πείσμα της νομοτέλειας των πραγμάτων, αν και η κλεψύδρα του χρόνου φαίνεται να στραγγίζει, επιλέγει να γράφει στίχους για να χλευάζει το αποκρουστικό της πρόσωπο. Η τελευταία γεύση σ’ αυτόν τον κίβδηλο κόσμο πρέπει να είναι ευχάριστη με μακάριες αναμνήσεις. Οι δικαιωμένες από το χρόνο πράξεις μάς συνοδεύουν μέχρι τις εσχατιές της πολύβουης ζωής μας.
Αν ισχύει η άποψη του Πλίνιου πως κάθε φορά που ένας άνθρωπος πεθαίνει μαζί μ’ αυτόν πεθαίνουν χιλιάδες γεγονότα, χιλιάδες αναμνήσεις, οι αναμνήσεις από χρόνια παιδικά και ανθρώπινα, τότε τι σώζεται από τον καθένα από μας πάρεξ το έργο του;
Τα ποιήματα, λοιπόν, του Β. Κακατσάκη είναι «ένας ψίθυρος αθανασίας» όπως το θέτει ο Τ. Έλλιοτ. Λειτουργούν σαν μια ζωντανή σχέση αμοιβαιότητας ζωής και θανάτου, σαν μια πνευματική, συναισθηματική ανάπλαση. Και τίποτα δεν είναι πιο εύθραυστο από αυτή τη μέθεξη.
Αν όντως υπάρχει το δέντρο των ευχών που ο καθένας από μας μπορεί να κρεμάσει στα κλαδιά του μια ευχή, τότε εμείς, όλοι μαζί, ευχόμαστε «ο καντηλανάφτης» «σε διατεταγμένη υπηρεσία / χρόνος», επαίτης των ημερών, να ζητιανεύει στιγμές, μόνο στιγμές και να γίνονται λάδι στο καντήλι του ποιητή για να συνεχίσει για πολλά ακόμη χρόνια να μοιράζει δωρεάν την ψυχή του στον καθένα από μας χωριστά και συνάμα να μας χορταίνει με «τον άρτον ημών τον επιούσιον».
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ποιητής είναι απλή, άπεμφθης καθαρότητας, χωρίς επιτηδεύσεις και περισσά μαλάματα. Μια γλώσσα βελούδινη, αδελφική της συγκατάνευσης και ταυτόχρονα αιχμηρή, μεταφορική, υπαινικτική.
Εν τέλει με τον αποστακτικό του λόγο γεωργεί τις ανθρώπινες συνειδήσεις και με την φλοισβίζουσα εναλλαγή των πανούργων λέξεων ξεδιπλώνει το τάλαντό του.
Το βιβλίο είναι καλόδετο, καλοσχεδιασμένο και εικονογραφημένο από την κοινή φίλη Αγγέλα Μάλμου. Έτσι διεκδικεί δίκαια την άδεια να κυκλοφορηθεί ευπρόσωπα.