Χαρά μεγάλη εύρηκα
οντ’ έφταξα σιμά σου.
Γροίκα επά ειντά θλογώ,
φελούν μας, τα γραφτά σου
Εδωκε ο Θεός, φύγανε τα σύννεφα αλλαξοδρόμησε πρωτόγνωρος κι αγριεμένος, φορτωμένος νερό κι αιολικό μένος, να στροβιλίζει απ’ τη Μεσόγειο ερχόμενος ο “Ζορμπάς”, ο κυκλώνας, γινήκανε με την ώρα τους και μ’ όλη την αρμόζουσα μεγαλοπρέπεια Θυρανοίξια μεγαλοπρεπούς ναού του Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού κι άλλες γιορτές εκκλησιαστικές, και Θεάρεστες, και να, βρεθήκαμε στην Ακαδημία την Ορθόδοξη της Κρήτης, τη φημισμένη, κι αναμέναμε καρτερικά τους υψηλούς επισκέπτες μας με προεξέχοντες τον Πρόεδρο Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο και τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Γιομάτες καρέγλες και διαδρόμοι, αλατζαδιαστό ασκέρι ανήσυχο κι ομιλητικό σε διαπασών χαμηλόβαθμη, χαμόγελα, ματιές περίεργες παράξενες και γκριμάτσες εκφραστικές. Ένα σμάρι υπόκωφα βουερό, πολύχρωμο, με κεφάλια ασπρισμένα τα πιότερα που φανερώνανε σύναξη σπάνιας επισημότητας και βαρύτητας. Κι εκεί, ίσαμε δέκα μέτρα μπροστά μου, ξεχώρισα δυο λαμπερά μάτια ανάμεσα ρυτιδιασμένα μάγουλα και κούτελο, μαλλιά κοντοκομμένα, άσπρα ολότελα και γενάκι γουστόζικο άσπρο κι αυτό, που μου θυμίσανε φίλο καλό, λαχταρισμένο. Άθελά μου τον κοίταξα επίμονα, χαμογέλασα αμυδρά, ερευνητικά. Κι ευτύς εισέπραξα πιο θερμό χαμόγελο, και χαρούμενη σύσπαση του προσώπου του. Ναι ήτανε αυτός.
Σαν τα παιδιά τα άτακτα που ξεφεύγουν απ’ το σφίξιμο της μάνας για το αγαπημένο τους παιγνίδι, διψασμένοι για αντάμωση κι οι δυο, σαν τον οδοιπόρο στη θέα της πηγής μέσα στην καλοκαιριάτικη λαύρα, δρασκελίσαμε σκαλιά και πολυθρόνες, και τον είδα ναv…«υψώνει τα χέρια του/ ένα αστέρι κατεβαίνει στη γη/ ένα αηδόνι αρχίζει να κελαηδεί, ένα γιασεμί ανθίζει, άλλο ένα χέρι… κι άλλο…» το δικό μου το χέρι στον ίδιο ρυθμό κι είδα, ήταν η «βραδιά των αστεριών,/ των αηδονιών και των γιασεμιών,/ η βραδιά των υψωμένων χεριών!» (σ. 44) και ριχτήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, πεταχτές κουβέντες αλλάξαμε, ξελαχταριστήκαμε. Με τούτον τον ακάματο σκληροτράχηλο ακτιβιστή του πολιτισμού με τάλαντο προφορικού μα πιότερο γραπτού λόγου, τον αδάμαστο δημιουργό που χρόνια πολλά, πάνω από σαράντα, θαρρώ, προσφέρει με καθημερινή παρουσία στην εφημερίδα μας Χανιώτικα Νέα, με τα πεταχτά του, τα παιδαγωγικά του, στο επίκεντρο της επικαιρότητος πάντα να μας τα προβάλει και σχολιάζει πολλάκις και να εμφανίζεται αξιοπρεπέστατα με λιθαράκια καλοδουλεμένα καλοσυναρμολογημένα και πασπαλισμένα χρυσόσκονη ποιήματά του με τούτα που μας έδωκε χαρά στο διάβασμά τους σαν που θα γευτείς το φρεσκοβγαλμένο σταρένιο ψωμί απ’ το ξυλόφουρνο, έργο της καλής νοικοκυράς του τόπου μας. Eτσι καλοζυμωμένα με παράδοση, μεράκι και φαντασία, καλοσερβιρισμένα τα 54 ποιήματά του στην όμορφη συλλογή του “Oπως το ψωμί”, μας την προσέφερε δώρο προσωπικό ο Βαγγέλης Κακατσάκης.
Τι να πω, τι να γράψω πώς να τον ζωγραφίσω; Aσκοπο. Σε όλους γνωστός ο Χανιώτης ετούτος, ο ποικιλότροπα, δάσκαλος.
Ο Βαγγέλης, το ξέρετε, ο Κακατσάκης γεννήθηκε στο Νίππος Χανίων από γονιούς αγρότες μα αν το καλοδούμε, είναι οι «…πατρίδες του ποιητή οι αισθήσεις του./ Πατρίδα του ποιητή η καρδιά του είναι… το τραγούδι του σπουργίτη… μια μικρή δέσμη φωτός… η ευωδία του μόνου τριαντάφυλλου,/ που βρήκε, όταν ήρθε ο χειμώνας,/ στο ρημαγμένο κήπο μιας γιαγιάς. Είναι τέλος… το άγγιγμα του χεριού μιας μητέρας,/ που θέλει να πάρει τον πυρετό/ απ’ το μέτωπο του παιδιού της…», (σ. 35). Πόση η ευαισθησία του ποιητή που με λίγες λέξεις, παίζοντας με τις λέξεις που πλάστηκαν, λες, μόνο για να προσπαθήσουν να υμνήσουν το όνειρο, παίζοντας, λέω, με τις λέξεις απλώνει πέλαγος συναισθημάτων στο φτηνό χαλί του δωματίου μου, στο άπειρο χαλί των βουνοκορφών και πεδιάδων την άνοιξη «…Η ποίηση της άνοιξης./ Η άνοιξη της ποίησης./ Καλώς ήρθες άνοιξη!/ Καλώς ήρθες ποίηση!// καλώς ήρθες, / άνοιξη της ποίησης!» (σ. 54)
Ναι, το θυμάμαι. Καλά το θυμάμαι. Αυγουστιάτικο καυτερό προμεσήμερο ήτονε, πάλι τον Πατριάρχη περιμέναμε που, επίσημος καλεσμένος, είχε έρθει και τότε για γιορταστικές εκδηλώσεις στο πολυτεχνείο.
Καθόμουνα ιδρωμένος κι ελαφρώς αγανακτισμένος για την αργοπορία, έ, Πατριάρχης είναι, μπορεί να αργεί όσο θέλει, εγώ όμως δεν μπορώ. Μια μικρή διαφορά. Πιο καρτερικός δίπλα μου ο Δημήτρης Νικολακάκης και είχαμε στήσει ψιλοκουβέντα. Λίγες σειρές πιο μπροστά είχα προσέξει πάλι τα ίδια λαμπερά μάτια ανάμεσα ρυτιδιασμένα μάγουλα και κούτελο, τα ίδια χαρακτηριστικά. Μα τότε, για πρώτη μου φορά. Μόνο, θαρρώ, πιο μεγάλα μαλλιά και γένια τότε είχε. Κάποια περίεργη στιγμή αντάμωσαν οι ματιές όλων μας. Των δυο μας με του αγνώστου μου εκεί μπροστά, που σηκώθηκε πρόσχαρος, μας πλησίασε με ευγένεια περισσευούμενη. Ανταλλάξανε δυο κουβέντες, στράφηκαν άξαφνα τα τέσσερα μάτια προς τα μένα, χαμογέλασα αμήχανα.
-Να σου συστήσω, άκουσα από δίπλα τον καλό μου φίλο.
Μου έκανε εντύπωση και τότε το γλυκό, καλοσυνάτο, με τραβηγμένα αδρά χαρακτηριστικά πρόσωπό του αγνώστου μου, η ζεστή φωνή του, τα σπινθηροβόλα μάτια του, η ευγενικιά του συμπεριφορά.
-Ο Βαγγέλης ο Κακατσάκης. Λογοτέχνης, δάσκαλος, τέτοια μου είπε με κάποιο αίσθημα σεβασμού κι αναγνώρισης του σπουδαίου έργου του, ο Δημήτρης ο Νικολακάκης.
Δεν μου είπε όμως ο ποιητής «…ο αίρων την οδύνη του σύμπαντος κόσμου/ σε ρόλο Σίμωνος Κυρηναίου/ ο ποιητής…» (σ. 11). Δεν μου το είπε, λέω, μαζί με τα τόσα χαρίσματα του τα άλλα, γιατί φοβήθηκε τη μετριοφροσύνη του και με αφήκε ο Νικολακάκης ο Δημήτρης να τα διαπιστώσω μόνος μου. Και ναι, τα ανίχνευσα στερνότερα σταδιακά από τα γραφτά του και τσιμπώντας τα με λαβίδα όπως ο ερευνητής στο εργαστήρι τα σπάνια δείγματα, όποτε βλεπόμασταν σωματικά, νοητικά και διαδικτυακά, αφού νήμα αόρατο μας ένωσε.
Κι ένοιωσα, για το καλό των αθρώπων να τραγουδεί και ζερβά στο στήθος του με μια λαχτάρα ν’ ανακράζει «…Φωτιά την κάνω την καρδιά και λέω της ν’ ανάψει,/ όπου υπάρχει σκοτεινιά για να σκορπίσει λάμψη.// Βρύση την κάνω την καρδιά και λέω της να τρέξει, μ’ ανθόνερο της ανθρωπιάς τη γη να καταβρέξει.// Ρόδο την κάνω την καρδιά, λέω της να μυρίσει,/ την ευωδιά της άνοιξης σε όλους να χαρίσει….» (σ 67).
Κι όλο διαβάζω, ξαναδιαβάζω τα ποιήματά στη πρόσφατη συλλογή του με τον ταιριαστό τίτλο “Οπως το ψωμί” και βλέπω τις λέξεις να φτερουγίζουν μπροστά μου και να στέκουν σε ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο χωρίς να καίγονται, σαν τα πουλιά, γιατί αντέχουν, και παίζουν οι λέξεις στης φαντασίας τους ρυθμούς. Ναι, γιατί ο λόγος ο σωστός, ο εμβαθυντικός και περιεχτικός λόγος είναι ένα σύνολο από λέξεις που εναλλάσσονται, διαδέχονται σαν τα πιόνια σε επιδέξια χέρια πρωταθλητών και κνισαρισμένες μπαίνουν με τάξη να χτίσουν το ποιητικό οικοδόμημα. Παίζουν, οι λέξεις, στα χέρια του ποιητή «Η αρχή και το τέλος./ Το τέλος και η αρχή.// Η αρχή των ημερών μας./ Το τέλος των ημερών μας.// δίχως αρχή και τέλος/ οι ημέρες μας…» (σ. 12).
Χαίρομαι διαβάζοντάς τον πάντα, που τόσο εύστοχα ποιητικά και πεζά γράφει ο Βαγγέλης Κακατσάκης και κρατάει τον αναγνώστη σ’ εγρήγορση για να στείλει, να απλοχερίσει το μήνυμα της ζωής, της μεγάλης, της μικρής ζωής. Εμείς φεύγουμε τα γραφτά, τα καλά γραφτά, μένουν, μας ακλουθούν αιώνια, γιατί ο καντηλανάφτης διατεταγμένη υπηρεσία εκτελεί. «Αλλος κανονίζει/ το λάδι στα καντήλια./ Αυτός εντολές εκτελεί.// Καντηλανάφτης/ σε διατεταγμένη υπηρεσία/ ο χρόνος.» (σ. 13)
Ευαίσθητες, τεντωμένες γερά, να πάλλονται στο παραμικρό άγγιγμα, οι χορδές του ποιητή κι ανείπωτη η ευαισθησία του και η λατρεία της ομορφιάς του κόσμου, της γυναικείας ομορφιάς, μούσας πολλών στιχουργών, πεζογράφων, μουσικών και γνήσιων ανθρώπων. «…Ωραίος τόπος τα μάτια σου,/ για το «ενθάδε κείται.» (σ. 64). Πόση η μαγεία που εκπέμπουν οι λέξεις αυτές!.
Νά ’σαι καλά φίλε Βαγγέλη και σε άλλα με υγεία.
Μπράβο.