Ο Βαγγέλης Κακατσάκης βρίσκει νέους δρόμους έκφρασης στην πρόσφατη ποιητική συλλογή του με τίτλο “Οπως το ψωμί” – νέους σε σχέση με τις προηγούμενες συλλογές του.
Eίναι πολύ λίγο ρητορικός, άρα ευθύς, απλός, ειλικρινής. Μιλάει για την καθημερινότητα, για την πολιτική κατάσταση, για το επερχόμενο τέλος με τη θρησκευτικότητα και την αγωνία του ανθρώπου που παρατηρεί, αναρωτιέται και νοιάζεται για τα πράγματα.
Γράφει στο ποίημα Συμπεριφορές: Γιατί ο άνθρωπος δείχνει καλοσύνη;/ Διότι ο άνθρωπος είναι γεννημένος/ να δείχνει καλοσύνη!/ Γιατί ο άνθρωπος δε δείχνει καλοσύνη;/ Διότι έκαναν τον άνθρωπο να ξεχάσει/ να δείχνει καλοσύνη!/ Δύσκολες ερωτήσεις, εύκολες απαντήσεις;/ Εύκολες ερωτήσεις, δύσκολες απαντήσεις;
Το ποίημα είναι απλό. Όμως κρύβει μέσα του κάτι πολύ βαθύ. Καθώς λέει ο Κακατσάκης, Εύκολες ερωτήσεις, δύσκολες απαντήσεις. Σήμερα γνωρίζουμε από επιστημονικές μελέτες ότι όλοι μας έχουμε τα δύο χαρακτηριστικά του αλτρουισμού και του ατομισμού τα οποία έρχονται μέσα από εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης. Πολύ χονδρικά, είμαστε ατομιστές (κάνουμε το κακό) όταν οι πόροι για την επιβίωση είναι περιορισμένοι, ενώ είμαστε αλτρουιστές (κάνουμε το καλό) όταν η ομάδα μας (η οικογένεια, η φυλή, το έθνος) ανταγωνίζεται με άλλες για την ομαδική επιβίωση. Αυτά τα χαρακτηριστικά, εκτός εποχής πλέον, έχουν εγγραφεί βιολογικά σε όλους μας και πάντα βρίσκονται σε διαμάχη. Και όλοι μας έχουμε στον εγκέφαλό μας νευρικά δίκτυα που μας κάνουν να αισθανόμαστε ωραία όταν κάνουμε το καλό, ακόμη και σε αγνώστους. Ο ποιητής δεν χρειάζεται βέβαια επιστημονικές αναλύσεις αλλά την απλή παρατήρηση για να τα εντοπίσει.
Ο Κακατσάκης παίζει με τη σειρά των λέξεων, κάτι που κάνει σε πολλά ποιήματα. Γράφει για τους μετανάστες: Η ελπίδα της θάλασσας/ η θάλασσα της ελπίδας και στο ποίημα “Παιχνίδια με τις λέξεις”, Η ποίηση της άνοιξης/ Η άνοιξη της ποίησης. Ένα έξυπνο εύρημα όταν γίνεται με οικονομία.
Τα περισσότερα ποιήματα είναι μικρά, σχεδόν σαν αποφθέγματα. Με την ωριμότητα μαθαίνει κανείς να πετάει τα πολλά στολίδια και να φτάνει στην καρδιά των πραγμάτων με ελάχιστες λέξεις και κυρίως μέσα από εκείνα που δεν λέει.
Στο «Σε πρώτο ενικό» ασκεί ακριβώς αυτή την τέχνη: Αγαπώ!/ Μακρύς ο δρόμος/ για να φτάσω/ από το άλφα μέχρι το ωμέγα/ με το θαυμαστικό στο τέλος./ Σε πρώτο ενικό/κρίνονται όλα.
Κι ένα ακόμη εξαιρετικό ποίημα με τίτλο «Μεγάλη Παρασκευή» που συνοψίζει τα πράγματα και υπαινίσσεται τον επίλογο όλων, καλών ή κακών, ατομιστών ή αλτρουιστών:
Στα φωνήεντα του “Κύριε ελέησον”/ κρεμάστηκαν κι αυτή τη χρονιά/ οι ψυχές των πεθαμένων μας,/ με το που βγήκαμε/ απ’ το νεκροταφείο του Αγίου Αθανασίου,/ με τον επιτάφιο μπροστά,/ παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής./ Ο καπνός από/ το θυμιατήρι του παπά/ η διάρκεια της συμπόρευσης./ Ωστόσο, στην αυλόπορτα του Τίμιου Σταυρού, σταμάτησαν-ως είθισται -οι ψαλμωδίες/ και οι ψυχές -ούσες μετέωρες/ δεν είχαν άλλη επιλογή/ παρά να γυρίσουνε, όπως κάθε χρόνο, πίσω,/ στη μόνιμη κατοικία τους./ Ζώσες και λάμπουσες/ θα συνεχίσουνε κι εφέτος-/μέχρι να χαράξει η μέρα-/ να βεγγερίζουνε πάνω στα μνήματα/ λέγοντας ιστορίες από τα παλιά…
Σε ένα ποίημα σε δεκαπεντασύλλαβο που θυμίζει δημοτικό τραγούδι έντονα, ο ποιητής ρωτάει τα πουλιά αν βλέπουν τους φευγάτους μας στου ουρανού το δώμα. Την απάντηση την έδωσε μια γλυκοποταμίδα: είπε πως τσοι αντάμωνε, μόλις η νύχτα πέσει./ Γι’ αυτό κι ομορφοτραγουδεί.
Ένα ωραίο ποίημα κοντά στον επίλογο που όλοι πασχίζουμε να αναβάλουμε, ο καθένας με τον τρόπο του, όπως ο Βαγγέλης Κακατσάκης κάνει με την τέχνη του, την ποίηση.