Οι εποχές μεταμορφώνονται. Οι καιροί αλλάζουν. Οι άνθρωποι μετασχηματίζονται. Η ζωή αποδυναμώνεται. Ο λόγος απολιθώνεται -όχι όμως και ο λόγος των ποιητών.
Oι ποιητές θα είναι πάντα εκεί. Θα μοιράζουν την έγνοια και το χτύπο της καρδιάς τους όπως μοιράζουμε το ψωμί. Ο λόγος τους είναι το ψωμί που θα φιλέψει την ανάγκη της ψυχής.
Το ψωμί θα μπαίνει πάντα πρώτο πάνω στο τραπέζι. Σύμβολο ουσίας και αρτιότητας, σύμβολο της πανάρχαιης σχέσης του ανθρώπου με τη γη από την οποία πλάστηκε.
Με αυτό το ακρογωνιαίο στοιχείο ζωής ως προμετωπίδα της νέας ποιητικής συλλογής του “Οπως το ψωμί” (εκδόσεις “Πυξίδα”, 2018) ο Βαγγέλης Κακατσάκης κόβει και μοιράζει από το λαχταριστό, καλοζυμωμένο καρβέλι της ποίησης:
«Ψωμί από καλό προζύμι,
ψωμί ζυμωμένο με έγνοια,
καλοψημένο ψωμί,
το ποίημα της μάνας μου.
Ποίημα όπως το δικό της,
άρτον που “καρδίαν ανθρώπου στηρίζει”,
θέλω το ποίημα που γράφω».
Στο εξώφυλλο, όπως και το εσωτερικό του βιβλίου, η εικονογράφηση της Αγγέλας Μάλμου συμπορεύεται εύστοχα και αρμονικά με το θεματικό πυρήνα της συλλογής.
Λέξεις και οι εικόνες από ένα στοχαστικό βιωματικό ταξίδι εναλλάσσονται στο πηδάλιο της ποιητικής πλοήγησης. Οι λέξεις αναλύονται σε φθόγγους, οι φθόγγοι μετατρέπονται σε αποφθέγματα που περιέχουν συμπυκνωμένες εικόνες. Οι εικόνες ανασύρουν λέξεις και φράσεις, συνθέτουν μιαν ιστορία, μια ολότητα. Ο ποιητής αντικρίζει το ανοιχτό πέλαγος του χώρου και του χρόνου «αναζητώντας την οδό/ των ουρανίων ωδών». Στέκεται αντίκρυ στην άχρονη απεραντοσύνη με μοναδική αποσκευή μιαν επιθυμία του:
«Να φτάσει κι αυτός στη Χώρα του φωτός Σου,
η μόνη επιθυμία του, Κύριε…»
Ο ποιητής, «αίρων την οδύνη του σύμπαντος κόσμου», αποτίει φόρο Τιμής στις ματαιώσεις τις ακυρώσεις, τις απώλειες ελπίδων και δυνατοτήτων της ιστορίας του ανθρώπου:
«Οι σπόροι που δε φύτρωσαν,
καθώς δε βρήκαν γόνιμο έδαφος.
Οι σημαίες που δεν υψώθηκαν,
γιατί δε βρέθηκαν οι κατάλληλοι ιστοί.
Οι λέξεις που δεν ακούστηκαν
μέσα στη βουή του πλήθους.
Τα χέρια που έμειναν μετέωρα
περιμένοντας βοήθεια.
Τελώνια!
Όπως τα παιδιά που πεθαίνουν,
πριν βαφτιστούν».
Ακόμα και όταν η σκοτεινιά απλώνεται να κυριεύσει τον ορίζοντα, ο ποιητής δεν αποχωρίζεται το όνειρο:
«…Στο φως του ονείρου
έχουμε ανάψει εμείς το κερί μας!».
Ο ποιητής δεν αποχωρίζεται την πατρίδα του:
«…Πατρίδες του ποιητή οι αισθήσεις του.
Πατρίδα του ποιητή η καρδιά του».
Ο ποιητής χαιρετίζει τα υψωμένα χέρια που αναγγέλουν, σαν τα χελιδόνια, την Ανοιξη. Πορεύεται αδιάκοπα «επί τραχείας οδού» και πάντοτε επιστρέφει, μέσα από μνήμες βιωματικές και μέσα από τον αντίλαλο της ανεπίγνωστης συλλογικής μνήμης, στον ίσκιο της δροσερής γαλήνης:
«Επιστρέφω στον ίσκιο του κυπαρισσιού μου.
Σταυροδένομε τις μνήμες με τις ρίζες…».
Τα πενηνταεννέα ποιήματα της συλλογής φέγγουν πάνω στα μνήματα της Μνήμης. Μέσα από αυτά ο ποιητής «Καλημερίζει τον ήλιο και καλησπερίζει το φεγγάρι». Γνωρίζοντας πως θάνατος είναι η λήθη, δεν παραλείπει να ανάβει κερί «στο μανουάλι της θύμησης».
Ο Βαγγέλης Κακατσάκης μοιράζει, μαζί με το μοσχοβολιστό ψωμί του καθημερνού αγώνα και της ελπίδας, Φως Αναστάσιμο. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον πολύπτυχο ποιητικό οδοιπορικό του αναφέρεται όχι μόνο στον κόσμο των ζώντων, αλλά και σε εκείνο των ψυχών. Τους δύο αυτούς κόσμους φέρνει κοντά στο ποίημά του με τίτλο “ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ”:
«Στα φωνήεντα του “Κύριε Ελέησον”
κρεμάστηκαν κι αυτή τη χρονιά
οι ψυχές των πεθαμένων μας,
με το που βγήκαμε
απ’ το νεκροταφείο του Αγίου Αθανασίου,
με τον επιτάφιο μπροστά,
παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής.
Ο καπνός από
το θυμιατήρι του παπά
η διάρκεια της συμπόρευσης.
Ωστόσο, στην αυλόπορτα του Τίμιου Σταυρού,
σταμάτησαν -ως είθισται- οι ψαλμωδίες
και οι ψυχές -ούσες μετέωρες-
δεν είχαν άλλη επιλογή
παρά να γυρίσουνε, όπως κάθε χρόνο, πίσω,
στη μόνιμη κατοικία τους.
Ζώσες και λάμπουσες
θα συνεχίσουνε κι εφέτος
-μέχρι να χαράξει η μέρα-
να βεγγερίζουνε πάνω στα μνήματα
λέγοντας ιστορίες από τα παλιά…».