Πριν εκατό περίπου χρόνια, σε μια προσπάθεια να αποτιμηθεί η μαζική ανεργία και φτώχεια στη Γερμανία μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, είχε γραφεί χαρακτηριστικά. «Oπου δεν υπάρχει τίποτα», επειδή έχει πέσει κατακόρυφα η αγροτική και βιομηχανική παραγωγή, «όχι μόνο ο προλετάριος, αλλά και ο αυτοκράτορας χάνει το δίκιο του».
Kαι στην Ελλάδα της κρίσης έχει πέσει κατακόρυφα η παραγωγή αγαθών λόγω, κυρίως, των παθογενειών στην πολιτική και την οικονομία. «Τα εισαγόμενα προϊόντα “πνίγουν” την αγορά, ακόμη και μέσα στην κρίση». Από το 2004 έως το 2016 οι εισαγωγές έφθασαν στα 659 δισ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές περιορίστηκαν στα 283 δισ. Η έλλειψη των 376 δισ. στο εμπορικό ισοζύγιο την περίοδο αυτή, όσο κι αν περιορίζεται από ευρωπαϊκούς και άδηλους πόρους, λέει πολλά. Ενώ έχουμε παρόμοιες καταναλωτικές τάσεις με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στερούμαστε σύγχρονων επιχειρήσεων και ανάλογων θέσεων εργασίας που παράγουν διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα. Πάνω από το 90% των νέων επιχειρήσεων που ανοίγουν σήμερα είναι καφετέριες και φαγάδικα!
Το πώς επιδρά η παραγωγή αγαθών των επιχειρήσεων στην αλυσίδα της οικονομίας φαίνεται ενδεικτικά στο παράδειγμα της ζυθοποιίας. Οι 35 επιχειρήσεις του κλάδου καλύπτουν το 90% της εσωτερικής κατανάλωσης, έχουν συνεισφέρει στα χρόνια της κρίσης 1,9 δισ. ευρώ σε φόρους, «δημιουργούν νέα (προστιθέμενη) αξία 500 εκατ. ευρώ ετησίως, συντηρούν 2.000 θέσεις εργασίας άμεσα και 61.000 έμμεσα· ακόμη, συμβάλλουν στο εισόδημα 5.000 προμηθευτών και 3.200 αγροτικών νοικοκυριών, ενώ οι εξαγωγές τους αυξάνονται με ρυθμό 89% (Καλίτσης, Κ. 25/12/2016). Μόνο έτσι γεμίζουν, κυρίως, τα ταμεία του κράτους για να μπορούν να πληρώνουν συντάξεις, μισθούς, παιδεία, περίθαλψη κ.λπ. Χρηματοδότηση των ταμείων μόνο με φόρους-χαράτσια είναι σαν να τρώμε τις ίδιες τις σάρκες μας.
Οι δημόσιες υποδομές αποτελούν βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία επενδύσεων και επιχειρήσεων, υπάρχουν όμως ακόμη παρωχημένες αυταπάτες όσον αφορά τον επιχειρηματικό ρόλο του δημοσίου. Ειδικά στην Ελλάδα, οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν αφήνονται να προκόψουν από τον παλαιοκομματισμό και τις κυβερνήσεις που τις «σφετερίζονται» σαν «λάφυρα» για να «βολεύονται», εκάστοτε, ή για να «τακτοποιούν» στελέχη και ψηφοφόρους. Ενώ έχουμε τα θετικά αποτελέσματα από την ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής και τη λειτουργία του ΟΤΕ με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, σήμερα η ιδιωτικοποίηση του ελληνικού, των αεροδρομίων και ενός μέρους της ΔΕΗ παρουσιάζεται στις πιο ήπιες εκδοχές ως ένα «αναγκαίο κακό», ενώ στις ακραίες σκιαγραφείται με μισαλλόδοξα συνθήματα ενός οικονομικού εθνικισμού και σωβινισμού – ακόμη και από ανθρώπους που δεν είναι σωβινιστές. Η τάση αυτή προϋπήρχε και δεν δημιουργήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο ακολουθείται και από αυτόν ακόμη πιο απερίσκεπτα, σε συνδυασμό με τις ιδεοληψίες ενός νεφελώδους κρατικισμού.
Τα δανεικά θα έπρεπε να μας βοηθήσουν να σταθούμε στα πόδια μας και να αποκτήσουμε μια αυτοδύναμη οικονομία και όχι να σκορπίζονται χωρίς πρόγραμμα και χωρίς να γίνονται οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ελληνας προοδεύει μόλις φύγει από τη χώρα του, ελεύθερος από τα παλαιοκομματικά βαρίδια. Τα τελευταία, είτε τον εμποδίζουν να προκόψει, είτε τον σπρώχνουν σε ακραία και στείρα επιθετικότητα. Η τάση να δαιμονολογούμε και να “διώκουμε” την επιχειρηματικότητα και συγχρόνως να ζητούμε “αλληλεγγύη” και δανεικά δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο. Ακόμη και στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο αναγνωρίζεται ότι οι πόλεις μας, ο κοινωνικός καταμερισμός της παραγωγής και η ζωή μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την οικονομία της αγοράς. Μετά και από τις παταγώδεις αποτυχίες των κρατικοδίαιτων μοντέλων του υπαρκτού σοσιαλισμού, αν συνεχίζουμε τη στείρα άρνηση στα ρίσκα, αλλά και τις ευκαιρίες ενός (ελεγχόμενου μόνο στο πλαίσιο της Ε.Ε.) καπιταλισμού, τότε βαδίζουμε όλοι, ακόμη και οι δημόσιοι υπάλληλοι και ειδικά οι συνταξιούχοι, στην πλήρη οικονομική εξαθλίωση και την εθνική καταστροφή.