Η αξιοποίηση των παιδικών εξοχών – κατασκηνώσεων στους Αγίους Αποστόλους και η µετατροπή τους σε έναν χώρο ευεξίας και πολιτισµού, ανοιχτού στην κοινότητα, προτείνεται µέσα από τη διπλωµατική εργασία των φοιτητών της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης – Τµήµα Αρχιτεκτόνων, Ναταλίας – Λυδίας Παπαδαντωνάκη και Βασίλειου – Κωνσταντίνου Πεντίδη.
Η πρόταση µελέτης που διατυπώνουν οι δύο νέοι αρχιτέκτονες στη διπλωµατική που εκπόνησαν, µε επιβλέπων καθηγητή τον ∆ηµήτρη Γουρδούκη, και η οποία υποστηρίχθηκε στις 26 Σεπτεµβρίου 2024, εστιάζεται σε χρήσεις που µπορούν να δοθούν στα παλιά εγκαταλελειµµένα κτήρια λαµβάνοντας υπόψη τον ιστορικό χαρακτήρα τους αλλά και τις σύγχρονες ανάγκες της κοινότητας.
Ο τίτλος εργασίας είναι “Μια προσέγγιση ανάπλασης εγκαταλελειµµένων κτιρίων των Αγίων Αποστόλων, στα Χανιά” και όπως αναφέρουν οι Παπαδαντωνάκη και Πεντίδης βασικές έννοιες που διατρέχουν την πρότασή τους είναι οι έννοιες: Βιωσιµότητα, Θύµηση του παρελθόντος, Καινοτοµία, Κοινωνικός χαρακτήρας, Πνευµατική ανάταση και σωµατική ευεξία, Πολυλειτουργικός χώρος, Σεβασµός στο τοπίο και Τοπική παράδοση.
ΣΗΜΕΙΟ “ΑΠΟ∆ΡΑΣΗΣ”
Περιγράφοντας την περιοχή που βρίσκονται οι παλιές παιδικές εξοχές – κατασκηνώσεις οι Παπαδαντωνάκη και Πεντίδης υπογραµµίζουν την κοινωνική σηµασία που έχει ο χώρος ως σηµείο απόδρασης – αναψυχής για χιλιάδες Χανιώτες και Χανιώτισσες: «Αντικείµενο της παρούσας διπλωµατικής είναι η εκπόνηση πρότασης µελέτης, που αφορά τµήµα του πάρκου των Αγίων Αποστόλων του ∆ήµου Χανίων, που απαρτίζεται από τρία διαδοχικά ακρωτήρια, δηµιουργώντας τέσσερις πολυσύχναστες παραλίες, καθώς και ένα κεντρικό µεγάλο αλσύλλιο. Αποτελεί µοναδικό πνεύµονα πρασίνου και σηµείο απόδρασης – αναψυχής για τους κατοίκους του ∆ήµου Χανίων αλλά και τους επισκέπτες της πόλης. Λόγω της µεγάλης έκτασής του, 456 στρεµµάτων περίπου, αποτελείται από επιµέρους υποπεριοχές οι οποίες συγκεντρώνουν πλήθος κόσµου και δραστηριοτήτων καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Το µεγαλύτερο τµήµα του πάρκου των Αγίων Αποστόλων έχει κηρυχθεί µε το ΦΕΚ1236Β/2005, ως αρχαιολογικός χώρος», αναφέρουν σχετικά και προσθέτουν: «Στο κεντρικό ακρωτήρι που αποτελεί και την περιοχή µελέτης, απαντώνται τρία εγκαταλελειµµένα κτίσµατα, της δεκαετίας του ‘30 µε εµβαδόν 480 τ.µ , 212 τ.µ , και 179 τ.µ. Έχει βλάστηση φρυγανική στη µεγαλύτερη έκτασή του, ενώ στις απότοµες κλίσεις προς τη θάλασσα, οι βράχοι είναι γυµνοί. Παρόλα τα πλεονεκτήµατα και την φυσική οµορφιά των Αγίων Αποστόλων, επισηµαίνεται πως η περιοχή αντιµετωπίζει ένα σύνολο προβληµάτων, που σχετίζονται κυρίως µε την µεγάλη τουριστική ανάπτυξη της γύρω περιοχής, µη αφήνοντας δηµόσιο χώρο για τους κατοίκους της».
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
Ως προς την πρόταση που διατυπώνουν οι δύο νέοι αρχιτέκτονες «επικεντρώνεται στη µεταµόρφωση των εγκαταλελειµµένων ιστορικών κτιρίων και σε συνδυασµό µε τη διαµόρφωση του περιβάλλοντα χώρου, στοχεύει στη δηµιουργία ενός κέντρου ψυχικής και σωµατικής ευεξίας, που θα συνδυάζει τη λειτουργικότητα µε την πλούσια πολιτιστική κληρονοµιά της περιοχής και την αειφόρο ανάπτυξη. Ο σχεδιασµός αποτέλεσε τη βάση για την ένωση και αναδιαµόρφωση των κτιρίων σε ένα πολυλειτουργικό σύµπλεγµα κάθαρσης σώµατος και ψυχής», τονίζουν χαρακτηριστικά.
Πιο συγκεκριµένα «στις δυο πτέρυγες του µεγάλου κεντρικού κτηρίου, δηµιουργούνται χώροι ανάτασης ψυχής και σώµατος. Στην ανατολική πτέρυγα προβλέπεται µικρή κολυµβητική δεξαµενή θερµού νερού, που θα λειτουργεί µε θεραπευτικά ανθοϊάµατα, ενώ στην δυτική πτέρυγα ανοικτός χώρος διαλογισµού, µία µορφή πνευµατικής συγκέντρωσης και στοχασµού, που θα επιτυγχάνεται µε τη βαθιά χαλάρωση και την αποµάκρυνση κάθε σκέψης από τα εξωτερικά ερεθίσµατα».
«Από εκεί µια στοχευµένη διαδροµή τύπου “φυσούνας”, οδηγεί µέσα από ένα παιγνίδι φωτός και σκιάς, στο γειτονικό ακάλυπτο πέτρινο κτίριο, που µετατρέπεται σε ανοιχτό κήπο χαλάρωσης και ηρεµίας, διατηρώντας το ιστορικό του κέλυφος και τα πολλά του ανοίγµατα-µπαλκόνια, µοναδικής θέας στην γύρω περιοχή. Το τρίτο νότιο κτίριο, αποκτά διττή λειτουργία, λειτουργώντας το καλοκαίρι ως πνευµατικό κέντρο και θερινό σινεµά, ενώ τον χειµώνα εξυπηρετεί τις ανάγκες των σχολείων της περιοχής, για παρουσιάσεις και προβολές», γράφουν οι Παπαδαντωνάκη και Πεντίδης και υπογραµµίζουν «η νέα χρήση των χώρων ενσωµατώνει τον ιστορικό χαρακτήρα των κτιρίων, δηµιουργώντας ένα µοναδικό περιβάλλον ευεξίας και πολιτισµού, που αντανακλά τόσο την ιστορική ταυτότητα, όσο και τις σύγχρονες ανάγκες της κοινότητας».
Καταλήγοντας σηµειώνουν ότι «η µελέτη στοχεύει να δηµιουργήσει ένα προορισµό, µε απόλυτο σεβασµό στη φύση, στην παράδοση και τον τόπο, αναδεικνύοντας παράλληλα την προστασία του αρχαιολογικού χώρου και την ποιοτική αναβάθµιση της περιοχής, προσφέροντας στους επισκέπτες µια µοναδική εµπειρία».