Θυμάσαι; Με το που κατηφόριζε ο ήλιος κι άφηνε τη γης στο σκοτάδι, μάγισσες, καλές και κακές, μαζευόντουσαν πέρα στα βουνά και τα φαράγγια, στα σπήλια, κάμπους και ρεματιές, για να αρχινήσουν έναν παράξενο τραγωδό χορό. Σκορπούσανε μετά σιωπηλές και πάλι αντάμωναν με ζωηράδα, για να λάβουν πρόσταγμα υπερκόσμιο και να τρυπώσουν σε στέγες, παναθύρια και καμινάδες, πόρτες και χαραμάδες, να βρούνε τις γλυκόλαλες γιαγιάδες, στη φαντασία τους να μπήγονται κι υστερνά να ζωγραφίζονται στα χείλη τους, και ν’ αρπούνε, να καταβροχθίσουν την κάθε λέξη παιδιά κι εγγόνια που προσμένανε το παραμύθι.
Θυμάσαι; Σκαρφαλώναμε στο πλεχτό της σάλι, σε ρυτιδιασμένα χέρια και ζαρωμένα μάγουλα, στην ποδιά και ώμους, κρεμόμασταν στα κρόσσια του τσεμπεριού της ολόγυρα και προσμέναμε να ξεχυθούνε μπροστά μας ήρωες και δράκοι, καλοσυνάτοι ρασοφόροι, στρατηλάτες και ιππότες με γυαλιστερές πανοπλίες, οι σωτήρες των παιδικών μας ονείρων. Κι ως φεύγανε οι πρώτες λέξεις ανάμεσα τα λιγοστά κιτρινισμένα δόντια της γιαγιάς, ένας άλλος χορός στηνότανε με πρίγκιπες, νεράιδες και σταχτοπούτες, λάμπανε στα ορθάνοιχτα πεινασμένα μάτια μας, μαγεύανε το παιδικό μας μυαλό κι αλαφροργώνανε την αβεβήλωτη ψυχή μας.
Ετούτα ήτανε τα πρώτα σκολειά μας, ετούτοι οι πρωτοδάσκαλοι κι ετούτοι οι φωτεινοί αστέρες που μας δείχνανε τη στράτα της ζωής την άγνωρη. Σε τούτες τις ιστορίες, τους μύθους, περιγραφές κι αφηγήσεις ακουμπήσαμε για να ψάξουμε, και νάβρουμε το δρόμο μας, τον αγώνα μας, για ένα τίμιο, μυρωδάτο πέρασμα στ’ αχνάρια των προγόνων μας τα ιερά. Και να πράξουμε το χρέος του ο καθείς, στο στίβο της ζωής.
Κι ήτανε γερά τα θεμέλια, με αρχές, ήθος και ηθικές αξίες ποτισμένα. Γιατί οι πρωτομάστορες, οι γεννήτορες, το αίμα μας ήτανε και θέλανε το καλό μας οι παραμυθούδες ετούτες.
Και πάγαιναν χέρι – χέρι με τους άξιους δασκάλους κι ικανούς παιδαγωγούς μας.
Γιατί σωστά λένε πως, στο γονιό χρωστούμε το ζην και στο δάσκαλο, τον καλό δάσκαλο, το εύ ζην.
Κι ήρθε η σημερινή εποχή με το τυφλοκούτι να δηλητηριάζει τις ψυχούλες τις άμεστες, και να γίνεται εύκολη λύση σε γονιούς πολυάσχολους ή αδιάφορους που, συχνά δεν ευκαιρούν με τα παιδιά να ασχολούνται και πετούνε δυο γυαλιστερές καρκινογόνες λιχουδιές και στολίδια αμφίβολα, να τα ξεφορτωθούνε.
Και φαντάζει επιταχτικό το ερώτημα, ποιος επί τέλους θα φροντίσει με αγάπη, με πόνεση και θυσίες τα καινούργια βλαστάρια μας;
Βαρύ το χρέος μας να επωμιστούμε ευθύνες, από τη βολή μας να βγούμε, την παιδική ψυχούλα να αγκαλιάσουμε με θέρμη και σωστά παιδικά βιβλία να διαλέξουμε και με στοργή να τα διδάξουμε, πως τούτα παίρνουν τη θέση της γιαγιάς, που μας την αλλοίωσε η καταναλωτική κοινωνία.
Και να πιστέψουν πως πρέπει να τα διαβάσουν, να διαβάζουν, για να βρούνε αγαπημένους ήρωες και το μύθο που θα κρατήσει ζωντανά τα όνειρά τους.
Για δες τη λαιμαργία του παιδιού σα μάθει να διαβάζει. Λάμπουν τα μάτια του, σπιθίζουν, χαραματιές ατέλειωτες γίνονται κι ελαφάκι ξημερωμένο θυμίζει, μέχρι να πάει στη σελίδα την πρώτη. Υπνωτίζεται στερνά, ψάχνει στα γράμματα να ξεθάψει ήρωες ξεχασμένους και τη μπροστάρικη θέση να παίρνει.
Κι ας μην ξεχνιόμαστε, δίπλα στο καλό το παιδικό βιβλίο, το παράδειγμά μας είναι ο ογκόλιθος που θ’ ακουμπήσει το παιδί να ξεδιψάσει, να δροσερέψει.