Ορφάνεψαν οι ακρογιαλιές και της σιωπής μαγνάδι
άπλωσε το φθινόπωρο εκεί που η ζωή
χωνόταν και χαιρότανε απ’ το πρωί ως το βράδυ
ενώ την πλάση διαπερνά κάποια ψυχρή πνοή.
Απ’ την ορφάνια τους θαρρείς δακρύζουν τ’ αλμυρίκια
σκούρυναν κι οι ολόξανθες στην άπλα οι αμμουδιές
σαν των ανθρώπων όνειρα νεκρά μοιάζουν τα φύκια
σωρούς – σωρούς κατάξερα – όψιμες θημωνιές.
Μα ενώ απομείναν έρημες οι ακτές, ψυχρές και μόνες
και τις χτυπάει αλύπητα η λύσσα του βοριά,
αυτές προσμένουν να φανούν στον κάμπο οι ανεμώνες
που προμηνύουν την άνοιξη και την καλοκαιριά.
Να ‘ταν θεέ μου κι οι δύστυχες ανθρώπινες ψυχές
όταν του μίσους τις χτυπούν κύματ’ αγριεμένα,
να οραματίζονται κι αυτές καθώς οι ακρογιαλιές
αγάπης άνοιξη γλυκιά με ρόδα ευωδιασμένα…