Διαδηλώσεις ξέσπασαν σε πολλές μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ το βράδυ της Παρασκευής, με χιλιάδες πολίτες να καταδικάζουν έμπρακτα τον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ, ενός μαύρου πολίτη που δολοφονήθηκε από αστυνομικό που γονάτισε στο λαιμό του κατά τη διάρκεια της βίαιης προσαγωγής του στη Μινεάπολη.
Στην πόλη αυτή της μεσοδυτικής πολιτείας της Μινεσότα επιβλήθηκε νωρίτερα χθες απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Η οικογένεια του Τζορτζ Φλόιντ, 46 ετών, με την οποία ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε πως επικοινώνησε, εξέφρασε μεν ικανοποίηση για τη σύλληψη του αστυνομικού, που είναι κατ’ αυτήν ένα πρώτο βήμα «στον δρόμο προς την απόδοση δικαιοσύνης», αλλά επισήμανε πως η εξέλιξη ήταν «καθυστερημένη» και ανεπαρκής.
«Θέλουμε να του απαγγελθεί δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και εκ προμελέτης. Και θέλουμε να δούμε και τους άλλους αστυνομικούς (σ.σ. που εμπλέκονται στην υπόθεση) να συλλαμβάνονται», τόνισε η οικογένεια σε ανακοίνωση που δημοσιοποίησε.
Προς το παρόν, μόνο ο αστυνομικός που πίεζε το αριστερό του γόνατο στον λαιμό του Τζορτζ Φλόιντ, προκαλώντας του ασφυξία, ο Ντέρεκ Σόβιν, έχει «τεθεί υπό κράτηση», ανέφερε ο Τζον Χάρινγκτον, αξιωματούχος αρμόδιος γα τη δημόσια ασφάλεια στη Μινεσότα.
Το πρόσωπο του αστυνομικού αυτού έχει κάνει τον γύρο του κόσμου αφότου διαδόθηκε το βίντεο που καταγράφει τη βίαιη προσαγωγή του Τζορτζ Φλόιντ, διότι φερόταν να προσπάθησε να χρησιμοποιήσει ένα πλαστό χαρτονόμισμα των 20 δολαρίων.
Το τελευταίο πράγμα που ακούγεται να επαναλαμβάνει ο Φλόιντ είναι «δεν μπορώ να αναπνεύσω, σε παρακαλώ, δεν μπορώ να αναπνεύσω».
Ο Σόβιν και οι υπόλοιποι τρεις αστυνομικοί που ενεπλάκησαν στην τραγωδία αποτάχθηκαν.
Την ίδια ώρα, διενεργούνται έρευνες σε τοπικό και ομοσπονδιακό επίπεδο για να προσδιοριστούν οι όποιες ποινικές ευθύνες.
Ο Σόβιν κατηγορείται για σκληρή και επικίνδυνη ενέργεια η οποία προκάλεσε ανθρώπινο θάνατο και ανθρωποκτονία εξ αμελείας, διευκρίνισε ο εισαγγελέας της κομητείας Χένεπιν, στην οποία υπάγεται η Μινεάπολη.
Η σύλληψη και η απαγγελία κατηγοριών ακολούθησε την τρίτη νύχτα ταραχών στη μεγαλούπολη, στο βόρειο τμήμα των ΗΠΑ, όπου διαδηλωτές απαίτησαν να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Στην περιοχή αναπτύχθηκε η Εθνοφρουρά για να επιβληθεί η τάξη και επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας το βράδυ της Παρασκευής, από τις 20:00 τοπική ώρα (03:00 το Σάββατο ώρα Ελλάδας) ως τις 06:00 της επομένης, αφού ένα αστυνομικό τμήμα πυρπολήθηκε την προηγούμενη νύχτα και πολλά εμπορικά καταστήματα λεηλατήθηκαν
Οδύνη και οργή
Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει μιλήσει επανειλημμένα για ένα «τραγικό» έγκλημα, στράφηκε κατόπιν εναντίον των «τραμπούκων», των «ταραχοποιών».
«Όταν αρχίζουν λεηλασίες, αρχίζουν τα πυρά», διεμήνυσε σε ανάρτησή του στο Twitter, την οποία όμως η διαχείριση του ιστότοπου κοινωνικής δικτύωσης έκρυψε, τοποθετώντας ειδική σήμανση που επισημαίνει πως αποτελούσε εξύμνηση «της βίας».
Αργότερα ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος των ΗΠΑ φάνηκε να υπαναχωρεί, λέγοντας πως δεν θέλει οι αρχές να αρχίσουν «να ρίχνουν», λέγοντας «καταλαβαίνω τον πόνο» αυτών που διαμαρτύρονται, επιμένοντας ταυτόχρονα πως δεν θα επιτρέψει να επικρατήσει η «αναρχία», οι ταραχοποιοί να «πνίξουν τη φωνή τόσων πολλών ειρηνικών διαδηλωτών».
Σε πολύ διαφορετικό τόνο, ο δημοκρατικός προκάτοχός του Μπαράκ Ομπάμα ανέφερε ότι μοιράζεται την «απελπισία» των εκατομμυρίων μαύρων πολιτών, για τους οποίους «το ότι τυχαίνουν διαφορετικής μεταχείρισης στη βάση της φυλής τους είναι τραγικό, οδυνηρό και με εξοργιστικό τρόπο ‘κοινότοπο’».
Τη νύχτα της Πέμπτης προς Παρασκευή, για τρίτη φορά, οι διαδηλώσεις μετατράπηκαν σε ταραχές γύρω από το τμήμα όπου ανήκαν τα τέσσερα πρώην στελέχη της αστυνομίας της Μινεάπολης.