…Η βροχή ήταν αδέκαστη, δακρύζοντας τα λιθόστρωτα των στιγμών. Σκοτεινοί λογισμοί ως καπνισμένοι Ερωντες – ρέοντα νέφη. Στάχτη που έσπασε η νύχτα, ως θρύψαλα κατόπτρου. Ηδονικός αναστεναγμός με μια κυνική ευαισθησία το λυκόφως. Ανασαίνει η φλόγα, μακρινός αστερισμός που μόλις γεννιέται, το πάθος, ο πόθος. Ατέρμονη σκέψη που χρόνο δε γνωρίζει, η ανάμνηση. Ξορκίζει σα φιλί, στιγμές σε δρόμους νύχτας, θολωμένες από την πάχνη του πόνου. Το ταξίδι. Το αντάμωμα. Η συνεχής εναλλαγή του άλικου πόθου. Κραυγή που ξεμακραίνει χωρίς ηχώ, η απουσία. Είσαι εδώ. Το ξέρω. Αλλά λείπω, ψιθυρίζει το φως στο σκοτάδι. Αρχέγονος μύθος που γεννήθηκε πριν το άπειρο, το σμίξιμο σε μια φλόγα, μια στιγμή που αρκεί, γιατί επιτέλους ενώθηκαν τα κομμάτια της. Πυγολαμπίδες στο άπειρο σκοτάδι οι σπίθες της ηδονής. Η σκέψη κρύφτηκε πίσω από τον καπνό του τσιγάρου. Πέρα από τα όρια κρύβεται η δυνατότητα. Πέρα από το ανέφικτο κρύβεται το εφικτό. Μύρο σε μυστική πληγή, η γέννηση της αυγής απ’ το λυκόφως. Φάρος που τον έκλεψαν οι άνεμοι, μα αυτός αντιστέκεται ακόμα στην άκρη του πέλαγου. Υστερα από το ύστερα και στο μετά του πόνου, δυο σπίθες που ανταμώθηκαν ηδονικά σε μια μακρινή ακτή. Εκρηξη, τα χειμωνιάτικα κρίνα, στο άγγιγμα του άλικου, ανοίγουν σα μια ιαχή νικητήρια επί του Αχέροντος… Ως καπνισμένοι Ερωντες.